Skip to main content

Γερμανία: Κυβέρνηση πριν το Πάσχα;

Θέσεις μάχης παίρνουν Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές από τη μία και Σοσιαλδημοκράτες από την άλλη πλευρά ενόψει των διερευνητικών επαφών που αρχίζουν επίσημα στις 7 Ιανουαρίου για τον σχηματισμό ομοσπονδιακής κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία.

Στις συνομιλίες αυτές τα κόμματα διερευνούν εάν υπάρχουν σημεία σύγκλισης σε βασικά πεδία πολιτικής (συμφωνήθηκαν 15 θεματικές ενότητες) που να επιτρέπουν τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στόχος είναι να ολοκληρωθούν οι διερευνητικές επαφές σε μόλις πέντε ημέρες, στις 12 Ιανουαρίου. Στις 21 του μηνός έκτακτο συνέδριο του SPD θα κληθεί να εγκρίνει ή να απορρίψει την έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων. Ο ακριβής χρόνος ολοκλήρωσής τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το 2013 οι διαπραγματεύσεις είχαν διαρκέσει 86 ημέρες.

Δημοσκοπικός κόλαφος για το SPD

Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, αυτή τη φορά και εξαιτίας της μεγάλης καθυστέρησης που έχει σημειωθεί ήδη, οι διαπραγματεύσεις μπορούν να έχουν ολοκληρωθεί στα μέσα Φεβρουαρίου. Οι λιγότερο αισιόδοξοι αντίθετα, θεωρούν πιο ρεαλιστικό να ολοκληρωθούν γύρω στο Πάσχα των Καθολικών, δηλαδή στις αρχές Απριλίου.

Το 45% των Γερμανών πολιτών, πάντως, εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις θα τραβήξουν ακόμη περισσότερο και θα ολοκληρωθούν μετά το Πάσχα, όπως δείχνει νέα δημοσκόπηση του YouGov. To 37% αντίθετα, πιστεύει ότι η νέα κυβέρνηση θα έχει συγκροτηθεί πριν το Πάσχα.

Λίγο πριν την έναρξη των διερευνητικών επαφών, τα ποσοστά του SPD πέφτουν ακόμη περισσότερο στις δημοσκοπήσεις. Σε νέα σφυγμομέτρηση του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό των τηλεοπτικών δικτύων RTL και n-tv οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες υποχωρούν κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 20%, στο 19%. Τα κόμματα της κεντροδεξιάς Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) αντίθετα κερδίζουν μια μονάδα, με το ποσοστό τους να διαμορφώνεται στο 34%.

Με την πλάτη στον τοίχο

Γεγονός είναι ότι τόσο η Άνγκελα Μέρκελ όσο και ο Μάρτιν Σουλτς βρίσκονται πολιτικά με την πλάτη στον τοίχο, ο καθένας για τους δικούς του εσωκομματικούς λόγους. Η καγκελάριος φέρεται να χάνει τη στήριξη μερίδας των οπαδών της αλλά και των ψηφοφόρων εν γένει, όχι μόνον εξαιτίας προσωπικών πολιτικών επιλογών, όπως στο προσφυγικό, αλλά και λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας στην οποία έχει περιέλθει η Γερμανία λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης και η οποία χρεώνεται πρωτίστως στην ίδια. Ο Μάρτιν Σουλτς, από την άλλη, όχι μόνον οδήγησε το κόμμα στη μεγαλύτερη εκλογική ήττα μεταπολεμικά, αλλά έχασε μέρος ακόμη και των πιο σθεναρών υποστηρικτών του μετά την στροφή 180 μοιρών που έκανε, όταν μετά το αρχικώς κατηγορηματικό «Nein» συμφώνησε τελικά στην έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Χριστιανική Ένωση.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα εκτιμάται ότι η νέα συγκυβέρνηση των μεγάλων κομμάτων είναι μονόδρομος και για τους δυο πολιτικούς, αφού η εναλλακτική των νέων εκλογών θα ζημίωνε πρωτίστους τους ίδιους προσωπικά. Ο μεγάλος συνασπισμός διασφαλίζει και με το παραπάνω στην κ. Μέρκελ τη σταθερότητα που θέλει, αλλά και χρειάζεται, όχι μόνον για να κυβερνήσει, αλλά και για να δρομολογήσει τη διάδοχη κατάσταση εντός του κόμματός της μετά την αποχώρησή της. Ο Μ. Σουλτς, εφόσον καταφέρει να επιβάλει στο κυβερνητικό πρόγραμμα εμφανή σοσιαλδημοκρατική σφραγίδα, θα μπορεί να διεκδικήσει την καγκελαρία σε τέσσερα χρόνια με περισσότερες αξιώσεις.