Ερευνητές διαπιστώνουν ότι οι κυρώσεις στα χέρια των κυρίαρχων στρατιωτικών και οικονομικών δυνάμεων σήμερα, προκαλούν περισσότερους θανάτους από ό,τι οι βόμβες ή τα όπλα. Είναι “όπλο” που εμποδίζει την ανάπτυξη εκατομμυρίων νέων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και οδηγεί σε οικονομική ανέχεια και μεταναστεύσεις απελπισμένων, δημιουργώντας δεκάδες εκατομμύρια πρόσφυγες.
Θεωρητικά μιλώντας, οι υπερδυνάμεις θα πρέπει να διαθέτουν μια σειρά από εργαλεία εξωτερικής πολιτικής σε διάφορους τομείς όπως είναι η ασφάλεια, ο πολιτισμός, η διπλωματία, η τεχνολογία, η οικονομία και άλλα.
Ωστόσο, παρατηρώντας την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία, είναι πρόδηλο ότι πάνω από όλα, βασίζονται σε ένα και μόνο εργαλείο: Την επιβολή οικονομικών κυρώσεων. «Η εμμονή της Ουάσινγκτον με τις κυρώσεις, δεν αποδεικνύει της αποτελεσματικότητά τους, αλλά την παρακμή της Αμερικής», έγραφε τον περασμένο μήνα το Foreign Affairs
Οι κυρώσεις-μέτρα που λαμβάνονται από μια χώρα για να διαταράξουν την οικονομική συναλλαγή με μια άλλη, έχουν γίνει η λύση για σχεδόν κάθε πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής και φαίνεται ότι αυτή η τακτική ακολουθείται από κάθε πρόεδρο που ανεβαίνει στην εξουσία, καθώς, λίγα έχουν αλλάξει από την περίοδο που μεσουρανούσε ο Μπαράκ Ομπάμα, έως και σήμερα που ο πολλά υποσχόμενος Τζο Μπάιντεν, τους πρώτους κιόλας μήνες της θητείας του, επέβαλε νέες κυρώσεις εναντίον της Μιανμάρ (για το πραξικόπημα), της Νικαράγουα (για την καταστολή της) και της Ρωσίας (για τις κυβερνοεπιθέσεις της).
Παράλληλα, τον περασμένο Φεβρουάριο οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις σε βάρος μιας ειδικής μονάδας επέμβασης της Σαουδικής Αραβίας καθώς και σε βάρος του πρώην υπαρχηγού της υπηρεσίας πληροφοριών της χώρας, Άχμεντ αλ Ασίρι, για τον ρόλο τους στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι.
Εντούτοις, εάν αυτή η εξάρτηση της Ουάσινγκτον από τις οικονομικές κυρώσεις είχε αποτελέσματα ως προς το να καταφέρει τις χώρες να λειτουργήσουν όπως επιθυμεί, θα ήταν και δικαιολογημένη. Όμως δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται, τις περισσότερες φορές δεν οδηγούν σε υποχωρήσεις, ενώ μια μελέτη της Υπηρεσίας Λογοδοσίας των ΗΠΑ που πραγματοποιήθηκε το 2019 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποιες φορές, ούτε η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν ήταν καν ενήμερη για το εάν οι κυρώσεις είχαν επιτύχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η αλήθεια είναι ότι η Αμερική δεν είναι πλέον μια αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη. Δύο δεκαετίες πολέμου, ύφεσης, πόλωσης και τώρα μια πανδημία, την έχουν επηρεάσει αρνητικά, ενώ οι «απογοητευμένοι» πρόεδροι, μένουν με λιγότερα “όπλα” στη φαρέτρα τους και σπεύδουν στην εύκολη λύση, που είναι το διαθέσιμο εργαλείο των κυρώσεων.
Το πρόβλημα, έγκειται στο ότι η ένταση που δημιουργείται, έχει αντίκτυπο στους αθώους πολίτες. ενώ οι μελλοντικές κυρώσεις είναι πιθανό να είναι ακόμη λιγότερο αποτελεσματικές, με σημαντικότερη παρενέργεια, σταδιακά να αποδυναμώνεται το δολάριο, ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της αμερικανικής κυριαρχίας.
Ιστορία Οικονομικής βίας
Η οικονομική «τιμωρητική» πολιτική ωστόσο, έχει ρίζες από πολύ παλιά, ακόμη και από τη εποχή που ο Τόμας Τζέφερσον και το Κογκρέσο των ΗΠΑ, αποφάσισαν να απαγορεύσουν στα αμερικανικά πλοία να εμπορεύονται σε ξένα λιμάνια, με σκοπό να τιμωρήσουν τη Βρετανία και τη Ναπολεόντεια Γαλλία για την παρέμβαση στο αμερικανικό εμπόριο, ενώ οι δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις βρέθηκαν σε πόλεμο μεταξύ τους.
Το εμπάργκο κατακρημνίστηκε κυρίως από το διάταγμα του Βερολίνου του 1806, το οποίο ανακοίνωσε ότι τα ουδέτερα πλοία που μεταφέρουν βρετανικά προϊόντα υποβλήθηκαν σε κατάσχεση από τη Γαλλία, εκθέτοντας έτσι αμερικανικά πλοία στις επιθέσεις ιδιωτών.
Αυτή η κίνηση αποδείχτηκε καταστροφική. Με το εμπάργκο, οι αμερικανικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 75% και οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 50%. Πριν από το εμπάργκο, οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έφθασαν τα 108 εκατομμύρια δολάρια, ενώ, ένα χρόνο αργότερα, ήταν λίγο πάνω από 22 εκατομμύρια δολάρια.
Η πιο επιτυχημένη χρήση οικονομικών κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήρθε κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ το 1956. Εξοργισμένη από τη βρετανική-γαλλο-ισραηλινή εισβολή στην Αίγυπτο, η Ουάσινγκτον εμπόδισε το Ηνωμένο Βασίλειο να αποσύρει τα αποθέματά του από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να υπερασπιστεί το νόμισμά του. Η επακόλουθη υποτίμηση της λίρας, ανάγκασε το Λονδίνο να αποσύρει τα στρατεύματά του.
Τις περισσότερες φορές, όμως, οι αμερικανικές κυρώσεις απέτυχαν, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1960, που καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν το εμπάργκο στις εξαγωγές στην Κούβα, οι Σοβιετικοί διοχέτευσαν τεράστιες ποσότητες βοήθειας στην Αβάνα.
Αργότερα στην περίοδο του ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν οικονομικές κυρώσεις για να πιέσουν τους συμμάχους και τους αντιπάλους τους και έθεσαν τα θεμέλια της βασικής στρατηγικής τους σε παγκόσμιο επίπεδο, που προέβλεπε τον περιορισμό της σοβιετικής ισχύος με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας σε τρίτες χώρες, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν θα περάσουν στην επιρροή του αντίπαλου μπλοκ.
Παρόλο που υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με το πότε οριοθετείται η αρχή του Ψυχρού Πολέμου, η πτώση της ΕΣΣΔ σηματοδότησε το τέλος του και τη μετάβαση σε έναν μονοπολικό κόσμο, με τις ΗΠΑ να είναι τα επόμενα χρόνια αναμφισβήτητα η ισχυρότερη γεωπολιτικά χώρα στην υφήλιο.
Tο 1990, μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε ένα συνολικό εμπορικό εμπάργκο στο Ιράκ. Αυτές οι συντριπτικές κυρώσεις μείωσαν το ΑΕΠ της χώρας στο μισό. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αναγκάσουν τον Σαντάμ Χουσεΐν να αποσυρθεί από το Κουβέιτ, χρειάστηκε ο Πόλεμος του Κόλπου για να το πετύχει.
Πιο ισχυρές κυρώσεις, αποδείχτηκαν αυτές που ξεκίνησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και επιτάχυναν μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιστούσαν δυσκολότερο για οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να πραγματοποιήσει συναλλαγές σε δολάρια με κυβερνήσεις εταιρείες ή άτομα υπό κυρώσεις.
Οι αμερικανικές και ξένες τράπεζες χρειάζονται πρόσβαση σε δολάρια ΗΠΑ για να λειτουργήσουν, ενώ ακόμη και η σιωπηρή απειλή της άρνησης αυτής της πρόσβασης έχει κάνει τις περισσότερες τράπεζες στον κόσμο απρόθυμες να συνεργαστούν με οντότητες υπό την επιβολή κυρώσεων, αποβάλλοντάς τις ουσιαστικά από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωστόσο, επειδή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα νοιάζονται για την παγκόσμια φήμη τους και επιθυμούν να παραμείνουν σε ευνοϊκή θέση, τείνουν να συμμορφώνονται με τις κυρώσεις και ακόμη και προληπτικά, να απορρίπτουν πελάτες που θεωρούνται πολύ επικίνδυνοι.
Καθώς οι κυρώσεις των ΗΠΑ έγιναν ισχυρότερες, σημείωσαν μερικές αξιοσημείωτες νίκες. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους θέσπισε σκληρά μέτρα για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ οι κυβερνήσεις υποχώρησαν για να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η κυβέρνηση Ομπάμα ενίσχυσε τις κυρώσεις κατά του Ιράν, γεγονός που οδήγησε τη χώρα να διαπραγματευτεί μια συμφωνία που περιορίζει το πυρηνικό της πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την άρση ορισμένων κυρώσεων, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ απείλησε να αυξήσει τους δασμούς και να κλείσει τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού για να αναγκάσει το Μεξικό να απαγορεύσει τους μετανάστες της Κεντρικής Αμερικής. Το αποτέλεσμα ήταν η μεξικανική κυβέρνηση να αναπτύξει τη νέα της Εθνοφρουρά, για να περιορίσει τη ροή.
Ωστόσο, για κάθε επιτυχία, υπήρχαν περισσότερες αποτυχίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει κυρώσεις δεκαετιών στη Λευκορωσία, την Κούβα, τη Ρωσία, τη Συρία και τη Ζιμπάμπουε, με μηδαμινά αποτελέσματα, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ αύξησε την πίεση των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν, της Βόρειας Κορέας και της Βενεζουέλας, χωρίς σημαντική έκβαση.
Η δυσκολία στη άρση και ο αντίκτυπος
Υπάρχουν πολλά προβλήματα στον τρόπο που οι Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν επί του παρόντος τις οικονομικές κυρώσεις. Το μεγαλύτερο είναι το πιο «μπανάλ»: Με τη μέγιστη πίεση έχουν έρθει οι μέγιστες απαιτήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας, την αποπυρηνικοποίηση του Ιράν και στη συνέχεια κάποιες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Βενεζουέλας, να αποδεχτούν το τέλος της κυριαρχίας των Μπολιβαριανών.
Για τους ηγέτες αυτών των χωρών όμως, αυτές οι απαιτήσεις ισοδυναμούν με αλλαγή καθεστώτος και δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι επέλεξαν να υπομείνουν το οικονομικό πλήγμα, αντί να κάνουν τέτοιου είδους υποχωρήσεις.
Μέχρι πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν συνήθως σε θέση να επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις με τη ρητή ή σιωπηρή συνεργασία των συμμάχων. Ωστόσο, όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να επαναφέρει τις οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν, το έκανε με ενστάσεις από τους Ευρωπαίους συμμάχους. Η κυβέρνηση πέτυχε να αυξήσει την οικονομική πίεση στο Ιράν απειλώντας άλλες χώρες με περαιτέρω κυρώσεις, οι οποίες ναι μεν συμμορφωθήκαν, όμως χάλασαν οι σχέσεις μεταξύ τους.
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μόσχα από πιο επιθετικές ενέργειες αλλά αυτό δεν έγινε, αφού η Ρωσία συνέχισε να παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες.
Ομοίως, οι δασμοί και άλλα περιοριστικά μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στην Κίνα το 2018, δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν παραχωρήσεις ουσίας, αφού ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε, έβλαψε τους αγροτικούς και υψηλής τεχνολογίας κλάδους των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με την Moody’s, μόλις το οκτώ τοις εκατό του πρόσθετου κόστους των δασμών επιβαρύνθηκε η Κίνα. Το 93 % πληρώθηκε από εισαγωγείς στις ΗΠΑ και τελικά μεταβιβάστηκε στους καταναλωτές με τη μορφή υψηλότερων τιμών.
Οι κυρώσεις έχουν ταυτόχρονα και ανθρωπιστικό αντίκτυπο. Οι μελετητές διεθνών σχέσεων διαφωνούν σε πολλά μεταξύ τους, όμως, όσον αφορά τις κυρώσεις, υπάρχει ομοφωνία ως προς το ότι προκαλούν ζημιά στους πληθυσμούς των χωρών, καταστολή, διαφθορά και οπισθοδρόμηση στους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης.
Εντούτοις, η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη ανησυχία είναι ότι οι οικονομικές κυρώσεις θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν τη θέση του δολαρίου ΗΠΑ. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας δημιούργησε ένα ψηφιακό γιουάν που θα επιτρέψει σε όσους το χρησιμοποιούν να το παρακάμψουν εντελώς.
Ακόμη και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη ανέπτυξαν το Μέσο Υποστήριξης Εμπορικών Ανταλλαγών (INSTEX), ένα μέσο μέσω του οποίου θα μπορούσαν να παρακάμψουν το δολάριο και να κάνουν συναλλαγές με το Ιράν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το δολάριο στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα, μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών στο τέλος του 2020.
Γιατί οι κυρώσεις είναι τόσο ελκυστικές;
Μια απάντηση είναι ότι είναι πολύ εύκολο να επιβληθούν, αποτελούν την εύκολη λύση. Ωστόσο, σήμερα αμφισβητούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι παλαιότερα. Ορατές αποτυχίες πολιτικής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία, έχουν κάνει αυτή την απειλή εξαναγκασμού των ΗΠΑ να φαίνεται λιγότερο τρομακτική.
Η αλήθεια ομως είναι ότι οι ηγέτες θα εκτεθούν ίσως και ανεπανόρθωτα εάν παραδεχτούν αδυναμία στην εξωτερική πολιτική και για αυτό δύσκολα θα κάνουν πίσω σε ό,τι αφορά τις κυρώσεις. Όταν ο Μπάιντεν σκέφτηκε την άρση μερικών κυρώσεων στο Ιράν, για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες τον επέκριναν ως αφελή. Επιπλέον, πολλές κυρώσεις των ΗΠΑ, όπως αυτές κατά της Κούβας και της Ρωσίας, επιβάλλονται από το νόμο, γεγονός που σημαίνει ότι μόνο το Κογκρέσο μπορεί να τις ανακαλέσει οριστικά.
Ένας άλλος παράγοντας που κάνει τις κυρώσεις πιο δελεαστικές είναι η πρόσθετη μόχλευση που παρείχε η παγκοσμιοποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα παγκοσμιοποιημένα οικονομικά δίκτυα αυξάνουν την ισχύ των κεντρικών κόμβων και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στο κέντρο των περισσότερων. Επειδή ένα εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό των παγκόσμιων συναλλαγών αφορούν τράπεζες των ΗΠΑ, εκείνες μπόρεσαν να οπλίσουν την οικονομική αλληλεξάρτηση περισσότερο από ό, τι κάποτε θεωρούσαν δυνατή.
Η δυσκολία άρσης των κυρώσεων, περιπλέκει επίσης τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να διαπραγματευτούν με τις χώρες, καθώς υπάρχει δυσπιστία ως προς το επίπεδο των διαπραγματεύσεων, εάν δηλαδή θα μπορούσαν να φέρουν κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Εκτός ελέγχου οι κυρώσεις- Τι πρέπει να γίνει
Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν, υποσχέθηκε αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής κυρώσεων για να διασφαλίσει ότι τα μέτρα θα χρησιμοποιηθούν «στρατηγικά και κατάλληλα». Τι θα σήμαινε όμως στην πράξη η αλλαγή μιας τόσο εδραιωμένης πολιτικής;
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξετάσουν το συνολικό αποτέλεσμα των πολλαπλών κυρώσεων. Αυτό δεν σημαίνει να μην επιβληθεί ποτέ η κύρωση, αλλά ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταπολεμήσουν τις παραβιάσεις κανόνων, όπως όταν η Λευκορωσία ανάγκασε ένα πολιτικό αεροσκάφος τον Μάιο να κρατήσει έναν δημοσιογράφο υπό κράτηση.
Ο οικονομικός καταναγκασμός λειτουργεί καλύτερα όταν το κράτος που επιβάλλει τις κυρώσεις είναι σαφές για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα θεσπιστούν και θα αρθούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να διατηρήσουν τη μελλοντική ικανότητά τους να χρησιμοποιούν οικονομικά κρατικά μέσα, πρέπει να διαβεβαιώσουν άλλες χώρες ότι θα εφαρμόζουν «έξυπνα» τις κυρώσεις.
Το υπουργείο Οικονομικών θα εξυπηρετούνταν από σαφείς διατυπώσεις της προσέγγισής του στις οικονομικές κυρώσεις. Είναι παράξενο ότι το καταδικαστικό τετραετές «στρατηγικό σχέδιο» που εξέδωσε το 2018 ανέφερε τη λέξη «κυρώσεις» μόλις δύο φορές σε 51 σελίδες.
Ακόμη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει συμπεριλάβουν τη διεξαγωγή συζητήσεων με αμερικανικές εταιρείες για να τις καθησυχάζουν, διευκρινίζοντας σαφώς, τις διαδικασίες για την άρση των κυρώσεων.
Οι κυρώσεις έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο, όπως παραδέχθηκε η έκθεση του Γραφείου Λογοδοσίας της Κυβέρνησης. Η επιβολή αναθεωρήσεων ετησίως, μαζί με τις αξιολογήσεις των ανθρωπιστικών επιπτώσεων των κυρώσεων, θα βοηθούσε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αποφασίσουν πότε ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουν μια συγκεκριμένη εκστρατεία οικονομικής πίεσης.
Το Κογκρέσο θα μπορούσε ακόμη και να απαιτήσει από το Κυβερνητικό Γραφείο Λογοδοσίας να εξετάζει τέτοιου είδους αναθεωρήσεις για κάθε νέο μέτρο που λαμβάνει, αλλά και στο θέμα των εμπάργκο, θα μπορούσε να οργανωθεί καλύτερα με επιτροπές αξιόπιστων συμμάχων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Φαίνεται πως η Ουάσινγκτον θα πρέπει να εφαρμόζει τις κυρώσεις «χειρουργικά» και με φειδώ. Σύμφωνα με μια πιο πειθαρχημένη προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής, οι αξιωματούχοι θα διευκρινίσουν τον στόχο ενός συγκεκριμένου μέτρου και τα κριτήρια για την κατάργησή του.
Αλλά το σημαντικότερο είναι οι ΗΠΑ να μην ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλα εργαλεία στη διάθεσή τους. Οι κυρώσεις είναι ένα εξειδικευμένο μέσο που εφαρμόζεται καλύτερα σε ελεγχόμενες συνθήκες και όχι ένα εργαλείο για καθημερινή χρήση, ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να τις αντιμετωπίζουν σαν νυστέρι, όχι σαν «ελβετικό σουγιά».
Μπορούν να καταργηθούν εντελώς οι κυρώσεις;
Οι κυρώσεις δεν μπορούν και δεν θα καταργηθούν σύντομα, καθώς χρησιμοποιούνται εκτενώς και από άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία. Αντιθέτως, ενδέχεται και να αυξηθούν.
Η Κίνα χρησιμοποίησε μια σειρά άτυπων μέτρων για να τιμωρήσει την Ιαπωνία, τη Νορβηγία, τη Νότια Κορέα, η Ρωσία επέβαλε κυρώσεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ενώ και η Σαουδική Αραβία έχει επίσης δοκιμάσει το συγκεκριμένο μέτρο.
Ωστόσο, ακόμη και οι χώρες που τώρα ανακαλύπτουν τις κυρώσεις, βασίζονται ελάχιστα σε αυτές, ως μέτρο εξωτερικής πολιτικής. Υπογράφουν εμπορικές συμφωνίες, ασχολούνται με διπλωματία και χορηγούν βοήθεια για να κερδίσουν συμμάχους. Κάτι που κάποτε έκαναν και οι ΗΠΑ.
Έτσι λοιπόν, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να παραδειγματιστεί από τις μεγάλες δυνάμεις και παρόλο που έχει «τυφλωθεί» από το μέτρο των κυρώσεων, θα πρέπει να δει το μακροπρόθεσμο κόστος αυτού του εργαλείου και να υπενθυμίσει στον κόσμο ότι διαθέτει περισσότερα από ένα «κόλπα» για να επιβληθεί.
Μαρία Βε