Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας άρχισε να δρομολογείται στη Γερμανία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και θεσμοθετήθηκε τελικώς στις αρχές του 20ου. Μετά από πολλούς αιώνες, κατά τους οποίους η ευαγγελική ήταν η επικρατούσα εκκλησία, η νεοϊδρυθείσα το 1919 Δημοκρατία της Βαϊμάρης ρύθμισε στο νέο Σύνταγμά της, εκ νέου τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας.
Καταργώντας την αρχή της επικρατούσας εκκλησίας, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης προέβλεπε ένα εξειδικευμένο ρυθμιστικό πλαίσιο με αναφορές στην ανεξιθρησκία, την κρατική θρησκευτική ουδετερότητα αλλά και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων. Τις ίδιες αρχές υιοθέτησε εν πολλοίς και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που «γεννήθηκε» το 1949 από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την επικρατούσα εκκλησία στην εταιρική σχέση
Πάνω σ’ αυτή τη βάση οικοδομήθηκε ουσιαστικά μια «εταιρική σχέση» μεταξύ των δυο πλευρών: οι εκκλησίες συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή της χώρας και εκπροσωπούνται σε μια σειρά σημαντικών φόρουμ, όπως στην Επιτροπή Ηθικής, στα ραδιοτηλεοπτικά συμβούλια δημοσίων ΜΜΕ ενώ συμμετέχουν ακόμη και σε ακροάσεις επιτροπών της Βουλής. Πέραν αυτών, το γερμανικό Σύνταγμα προστατεύει τις πολυάριθμες παγγερμανικές αλλά και περιφερειακές χριστιανικές αργίες.
Η συνεργασία μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας στη Γερμανία όμως, δεν περιορίζεται μόνον σε αυτά. Οι εφορίες εισπράττουν για λογαριασμό των εκκλησιών τον εκκλησιαστικό φόρο παρακρατώντας ένα ποσοστό ως αποζημίωση. Επίσης, σε όλα σχεδόν τα κρατίδια, πλην Βερολίνου και Βρέμης, τα θρησκευτικά διδάσκονται στα δημόσια σχολεία. Τ
ο μάθημα είναι μεν υποχρεωτικό, εντούτοις οι γονείς έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν τα παιδιά τους. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι οι δάσκαλοι θρησκευτικών χρειάζονται επί της αρχής την άδεια της εκκλησίας στην οποία ανήκουν για να διδάξουν, ενώ στα δημόσια πανεπιστήμια οι εκκλησίες αποφασίζουν ποιος θα γίνει καθηγητής στις Θεολογικές Σχολές αλλά και την ύλη διδασκαλίας.
Η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας
Ουσιαστικά λοιπόν, δεν υπάρχει στη Γερμανία ένας αυστηρός διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, υπό την έννοια ενός κοσμικού κράτους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Γαλλία, αλλά αντιθέτως προβλέπεται μια στενή και πολυεπίπεδη συνεργασία μεταξύ των δυο πλευρών που βασίζεται στην ελευθερία και την ανεξαρτησία.
Ένα μοντέλο με κάποια παρόμοια στοιχεία φαίνεται να δρομολογείται τώρα και στην Ελλάδα. Όπως εξήγησε σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Deutsche Welle, ο πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, Λάζαρος Μηλιόπουλος, με τις προωθούμενες αλλαγές διατηρείται καταρχήν το υπάρχον στην Ελλάδα «εθνο-θρησκευτικό» σύστημα με στοιχεία επικρατούσας εκκλησίας, ωστόσο «[…] στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης αναθεώρησης του Άρθρου 3 του Ελληνικού Συντάγματος, θα διαφαινόταν με σαφήνεια αύξηση τόσο του βαθμού της ουδετερότητας όσο και της κοσμικότητας.
»Διότι στην παράγραφο που ορίζει την Ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία, προβλέπεται να προστεθεί -αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει μέρος της νυν ελληνικής κυβέρνησης- ότι αυτό δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό θα έχει σημασία να δούμε πώς θα αντιμετωπιστούν άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως οι λοιπές του Άρθρου 3, το Άρθρο 13 για την απαγόρευση του προσηλυτισμού και το Άρθρο 16 που ορίζει τη θρησκευτική συνείδηση ως εκπαιδευτική αποστολή του κράτους».
Πόσο «ουδέτερο» είναι όμως στην πραγματικότητα το γερμανικό μοντέλο και τι θα έφερνε εντέλει στην Ελλάδα; «Σε περίπτωση που ευοδωθεί η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου θα υπήρχε μια σημαντική προσέγγιση, αλλά όχι ταύτιση του ελληνικού και του γερμανικού μοντέλου, καθώς δεν διαφαίνεται πρόβλεψη καθολικής απόσυρσης της αρχής της επικρατούσας εκκλησίας στο ελληνικό Σύνταγμα», εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας ο οποίος, σημειωτέον, έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των σχέσεων κράτους-εκκλησίας στο πλαίσιο της διατριβής του με τίτλο «Η κατανόηση της Ευρώπης από την σκοπιά των Εκκλησιών».
Η προνομιακή μεταχείριση εκκλησιών
Όπως σημειώνει, «σε αντίθεση με την Ελλάδα, στη Γερμανία δεν υπάρχουν ούτε εμφανώς εθνο-θρησκευτικά στοιχεία που να συνεπάγονται την προνομιακή μεταχείριση μιας συγκεκριμένης εκκλησίας (όπως συμβαίνει συχνά στον ορθόδοξο χώρο), αλλά ούτε και στοιχεία επικρατούσας εκκλησίας που να επιτρέπουν την απευθείας ανάμειξη του κράτους στα της εκκλησίας […]. Εκ πρώτης όψης λοιπόν το γερμανικό είναι πιο ουδέτερο από το ελληνικό. Ωστόσο το γερμανικό κράτος συγχρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές εκκλησίες εν είδει αποζημίωσης. […] Επί της αρχής αυτό μπορεί να μην θίγει την αρχή της ουδετερότητας, […] ωστόσο με δεδομένο ότι οι εκκλησίες στη Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες, στις οποίες υπάγεται μάλιστα μια σειρά οργανισμών παροχής υπηρεσιών, αμφισβητείται συχνά η ουδετερότητα αυτή της Γερμανίας […]».
Η αρχή της κρατικής θρησκευτικής ουδετερότητας σημαίνει ότι η πολιτεία οφείλει να συνεργάζεται ισότιμα με όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, απαγορεύοντας ουσιαστικά την προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένης κοινότητας. Σε πολλές χώρες, όπου ισχύει η ίδια αρχή, αυτό είναι αρκετά προβληματικό και η Γερμανία δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι δυο μεγάλες εκκλησίες της χώρας, η Ευαγγελική και η Καθολική, πριμοδοτούνται συχνά από το κράτος σε βάρος μικρότερων θρησκευτικών κοινοτήτων.