Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών αναδείχθηκε ο νικητής σε μια μακρά, δύσκολη και πολωτική εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, με τον απερχόμενο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να μην αποδέχεται ακόμα την ήττα του αμφισβητώντας το αποτέλεσμα με κάθε τρόπο. Λεκτικά μέσω αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και δικαστικά υποβάλλοντας νομικές προσφυγές με την ελπίδα για παρατυπίες στην εκλογική διαδικασία.
Προηγήθηκε μία προεκλογική εκστρατεία ιδιαίτερη από πολλές απόψεις, καθώς πραγματοποιήθηκε εν μέσω πανδημίας και μιας άνευ προηγουμένου κοινωνικής αναταραχής.
Πώς όμως φτάσαμε στο σημείο ο Τζο Μπάιντεν να κερδίσει την «Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ», αναρωτιέται το BBC, δίνοντας πέντε λόγους:
1. Covid, Covid, Covid
Ενδεχομένως ο βασικός λόγος για τον οποίο κέρδισε τις εκλογές ο Μπάιντεν να αφορά κάτι που είναι εντελώς εκτός του ελέγχου του ίδου, σημειώνει το BBC.
Η πανδημία του κορωνοϊού, που στοίχισε την ζωή σε περίπου 237.123 Αμερικανούς, διαμόρφωσε ένα διαφορετικό τοπίο στην πολιτική ζωή αλλά και την καθημερινότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τις τελευταίες μέρες μάλιστα πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ο Τραμπ φαίνεται να είχε προσέξει αυτή την αλλαγή. «Με τα fake news όλα περιστρέφονται γύρω από τον Covid. Covid, Covid, Covid», είχε δηλώσει σε συγκέντρωση την περασμένη εβδομάδα στο Ουισκόνσιν, όπου τα κρούσματα αυξάνονται τις τελευταίες ημέρες.
Η εστίαση αυτή όμως των μέσων ενημέρωσης στην πανδημία απλά αντανακλούσε την ανησυχία του κοινού για τον κορωνοϊό, χωρίς να την κατευθύνει. Έτσι η διαχείριση της πανδημίας μετατράπηκε σε αρνητική συνθήκη για τον Τραμπ, που ούτως ή άλλως υποβάθμιζε τη σημασία της πανδημίας και τους κινδύνους για την δημόσια υγεία.
Μια δημοσκόπηση της Pew Research, τον προηγούμενο μήνα, σχετικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών στην διαχείριση της επιδημίας, έδινε προβάδισμα στον Μπάιντεν 17 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του Τραμπ. Η δημοσκόπηση είναι ενδεικτική καθώς από την μία η πανδημία και οι συνέπειές της στην αμερικανική οικονομία αποδυνάμωσαν το προεκλογικό μήνυμα του Τραμπ για ανάπτυξη και ευημερία, και από την άλλη υπογράμμισε την ανησυχία των Αμερικανών για την υποβάθμιση της επιστήμης από την πλευρά του Τραμπ.
2. Οποιοσδήποτε εκτός από τον Τραμπ
Μια εβδομάδα πριν τις εκλογές, το επιτελείο του Μπάιντεν κυκλοφόρησε ένα διαφημιστικό σποτ το οποίο μετέδιδε ένα μήνυμα που έμοιαζε λίγο- πολύ με το μήνυμά του κατά την έναρξη της εκστρατείας του πέρυσι, αλλά και το μήνυμά του κατά την ομιλία αποδοχής του χρίσματος των Δημοκρατικών.
Οι εκλογές είναι μια «μάχη για την ψυχή της Αμερικής», είπε, και μια ευκαιρία για τους πολίτες να αφήσουν πίσω τους το διχασμό και χάος των τελευταίων τεσσάρων ετών. Πίσω από αυτό το μήνυμα βρίσκεται η πολωτική φύση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι σε ένα λαό που επιθυμεί μια πιο ήρεμη ηγεσία. Με αυτό τον τρόπο οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να κάνουν τις εκλογές ένα δημοψήφισμα αποδοχής ή όχι του Τραμπ, και όχι μια εκλογική αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο πολιτικά πρόσωπα, σημειώνει το BBC.
3.Η πολιτική «κοντά στο κέντρο»
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο Μπάιντεν αντιμετώπισε τον Μπέρνι Σάντερς και την Ελίζαμπεθ Γουόρεν που τοποθετούνται στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος.
Παρά την «από τα αριστερά» πίεση του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Μπάιντεν επέμεινε σε μια στρατηγική «στο κέντρο», επιτρέποντάς του να κερδίσει τους μετριοπαθείς και τους δυσαρεστημένους Ρεπουμπλικανούς, υποστηρίζει το BBC.
Ενδεικτική αυτής της στρατηγικής είναι η επιλογή της Κάμαλα Χάρις τη στιγμή που θα μπορούσε να είχε επιλέξει κάποιον με μεγαλύτερη υποστήριξη από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος.
Εκεί που ο Μπάιντεν κατάφερε να προσελκύσει τους Σάντερς και Γουόρεν, ήταν το θέμα της κλιματικής αλλαγής- υπολογίζοντας μάλλον ότι τα οφέλη από τους νεότερους ψηφοφόρους για τους οποίους το ζήτημα του περιβάλλοντος αποτελεί προτεραιότητα άξιζε το ρίσκο να χάσει ψηφοφόρους που προέρχονται πολιτείες που εξαρτώνται από την βιομηχανία της ενέργειας.
«Δεν είναι μυστικό ότι είχαμε επικρίνει τα σχέδια και τις δεσμεύσεις του αντιπροέδρου Μπάιντεν στο παρελθόν», δήλωσε ο Βαρσίνι Πρακας, συνιδρυτής της περιβαλλοντικής ακτιβιστικής ομάδας Sunrise Movement τον Ιούλιο. «Απάντησε σε πολλά από τα σημεία της κριτικής, αυξάνοντας το επείγον και το μέγεθος των επενδύσεων,υπσοσχόμενος άμεση δράση, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφαλίσει αφενός την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και αφετέρου την δημιουργία συνδικαλιστικών θέσεων εργασίας», συνέχισε.
4.Περισσότερα χρήματα, λιγότερα προβλήματα
Ξεκινώντας την προεκλογική του εκστρατεία ο Μπάιντεν ήταν «ριγμένος» οικονομικά σε σχέση με τον Τραμπ που είχε συγκεντρώσει μεγάλα ποσά για την χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας, πλησιάζοντας μάλιστα το ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Από τον Απρίλιο και μετά, ωστόσο, η εκστρατεία του Μπάιντεν άρχισε να συγκεντρώνει τεράστια ποσά με αποτέλεσμα να καταλήξει σε πολύ ισχυρότερη οικονομική θέση από τον αντίπαλό του- εν μέρει λόγω των σπαταλών στην εκστρατεία του Τραμπ.
Στις αρχές Οκτωβρίου, η εκστρατεία του Μπάιντεν είχε συγκεντρώσει 144 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα από την εκστρατεία του Τραμπ, επιτρέποντάς του έτσι να επικρατήσει διαφημιστικά σε σχεδόν κάθε σημαντική πολιτεία για την εκλογική μάχη- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα χρήματα παίζουν τον πλέον καθοριστικό ρόλο, καθώς πριν από τέσσερα χρόνια, για παράδειγμα, η εκστρατεία του Κλίντον είχε ένα σημαντικό χρηματικό προβάδισμα έναντι του προϋπολογισμού του Τραμπ.
Με την πανδημία όμως να έχει κλείσει μέσα τους Αμερικανούς και ξοδεύοντας περισσότερο χρόνο για την ενημέρωσή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οικονομικό πλεονέκτημα του Μπάιντεν επέτρεψε να ακουστεί, και να ακούγεται μέχρι το τέλος, το μήνυμά του. Του επέτρεψε να επεκτείνει τον χάρτη των εκλεκτόρων, ρίχνοντας χρήματα σε πολιτείες που κάποτε φάνταζαν απροσπέλαστες, όπως το Οχάιο, η Τζόρτζια, το Τέξας και η Αϊόβα, πολιτείες που τις περισσότερες δεν κατάφερε και πάλι να κερδίσει ο Μπάιντεν. Κατάφερε όμως να βάλει τον Τραμπ σε θέση άμυνας. Το χρήμα προσφέρει επιλογές και ο Μπάιντεν αξιοποίησε το πλεονέκτημά του.
5. Χαμηλό προφίλ
Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Μπάιντεν απέκτησε την φήμη του γκαφατζή. Η τάση του να υποκύπτει σε γκάφες εκτροχίασε την πρώτη απόπειρα να διεκδικήσει την προεδρία το 1987 και αποδυνάμωσε την δεύτερη προσπάθειά του το 2007.
Στην τρίτη του προσπάθεια να προσεγγίσει τον Λευκό Οίκο, ο πλέον 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ αντιμετώπισε κάποιες γλωσσικές «κακοτοπιές» που, ωστόσο, δεν έτυχαν ευρείας προσοχής- εν μέρει λόγω του Τραμπ που μονοπωλούσε τα μέσα ενημέρωσης αλλά και λόγω των μεγάλων εθνικών θεμάτων που κυριαρχούσαν στα μέσα.
Οι χαμηλοί τόνοι όμως του Μπάιντεν δεν ήταν μόνο θέμα τύχης καθώς υπήρξε συντονισμένη στρατηγική γύρω από την καμπάνιά για τον περιορισμό της έκθεσης του υποψηφίου τους. Η καμπάνια άφησε τον Τραμπ να μιλήσει και τελικά να εκτεθεί.
naftemporiki.gr