Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν κάτι που συνέβη μόνο στη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον και ένα μέρος στην Πενσυλβάνια. Ο τρόπος όμως που αντέδρασαν οι ΗΠΑ στις τρομοκρατικες επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου εξαπολύοντας έναν παγκόσμιο πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, ξεκινώντας συγκρούσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και αναμορφώνοντας δραματικά τις κυβερνητικές δυνάμεις επιτήρησης εντός του εδάφους τους-προκάλεσε σοκ σε όλο τον κόσμο.
Ο κόσμος άλλαξε δραματικά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Από την ποπ κουλτούρα μέχρι τον τρόπο που τρώμε, επικοινωνούμε, δουλεύουμε, ταξιδεύουμε και ενημερωνόμαστε για τον κόσμο.
Οι τελευταίες δύο δεκαετίες αποτέλεσαν επίσης πεδίο γεωπολιτικών εξελίξεων. Το gzeromedia συνοψίζει τρία παραδείγματα σημαντικών γεωπολιτικών αλλαγών που έλαβαν χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που εκλαμβανόμαστε τα παγκόσμια γεγονότα σήμερα.
Η Κίνα έγινε μεγάλη
Το 2001, η Κίνα δεν ήταν καν μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Θεωρείτο μάλιστα αναπτυσσόμενη χώρα που ήταν σε μεγάλο βαθμό κλειστή από την παγκόσμια οικονομία. Το 2001, η Κίνα κατέγραψε κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1, 1 τρισ. δολ. Το 2020 το ΑΕΠ της κινεζικής οικονομίας ανερχόταν στα 10, 5 τρισ. δολ.
Σήμερα, οι ηγέτες της Κίνας μιλούν για «μια νέα εποχή» στην οποία η Κίνα θα κινηθεί «πιο κοντά στο επίκεντρο» των παγκόσμιων υποθέσεων. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναζητά μια «κινεζική λύση» στα προβλήματα του κόσμου.
Το 2001, τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Κίνας δεν καθορίστηκαν αναγκαστικά αυστηρά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ», και αντίστροφα. Μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, ο πρώην ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Τζιανγκ Ζέμιν, εξέφρασε κάποια συμπάθεια προς τις ΗΠΑ και υποστήριξε την έκκληση για δράση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Υποστήριξε επίσης ένα αντιτρομοκρατικό ψήφισμα που ζητούσε την εκδίωξη των Ταλιμπάν που είχε εξασφαλίσει ασφαλές καταφύγιο για την Αλ Κάιντα.
Αυτό το πνεύμα συνεργασίας απέχει πολύ από αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια. Το Πεκίνο ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει δικαίωμα να ασκήσει βέτο και συχνά χρησιμοποιεί αυτή του τη δύναμή του για να ματαιώσει τις αμερικανικές αποφάσεις.
Όσον αφορά το Αφγανιστάν, η Κίνα υποστηρίζει ότι είναι ανοιχτή στην αναγνώριση των Ταλιμπάν και πλέον εργάζεται ενάντια στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον πρόθυμες κάνουν τον αστυνομικό
Τον Σεπτέμβριο του 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν στο απόγειο της ισχύος τους μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Αμερική ήταν ο ασυναγώνιστος παγκόσμιος ηγεμόνας, και παρά τα επιχειρήματα για το πώς και αν θα παρέμβουν στις αφρικανικές συγκρούσεις και την πρώην Γιουγκοσλαβία, υπήρχε μεγαλύτερη εγχώρια συναίνεση σε όλο το πολιτικό φάσμα για το πώς και πότε οι ΗΠΑ θα ασκήσουν αυτήν την εξουσία, ιδιαίτερα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Μόνο ένα μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ, η δημοκρατική Μπάρμπαρα Λη από την Καλιφόρνια, ψήφισε κατά του πολέμου στο Αφγανιστάν.
Η αμερικανική πολιτική ήταν πάντα οδυνηρή, ωστόσο στην αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή, υπήρχε περισσότερη διμερής συναίνεση για το ποια θα έπρεπε να είναι η αποστολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν-και λιγότερες ενστάσεις στην ιδέα ότι η Αμερική έχει την ευρύτερη «ευθύνη να ηγείται» προωθώντας τις αμερικανικές πολιτικές αξίες.
Αυτό δεν ισχύει πλέον. Όπως τόνισε πρόσφατα ο Ίαν Μπρέμερ, εάν υπάρχει κάτι για το οποίο συμφωνούν σήμερα Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί – και δεν υπάρχουν πολλά – είναι ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να αποσυρθούν από το Αφγανιστάν. Ο λόγος για αυτό, εξηγεί ο Μπρέμερ, είναι ότι οι νομοθέτες – και οι Αμερικανοί ψηφοφόροι – δεν θέλουν πλέον να είναι οι ΗΠΑ η χώρα που «προωθεί τις κοινές αξίες».
Τον Οκτώβριο του 2001, το 80% των Αμερικανών υποστήριξαν την χερσαία εισβολή στο Αφγανιστάν για να βρουν τους υπεύθυνους που προκάλεσαν όλεθρο στη Νέα Υόρκη.
Σήμερα, αντίθετα, υπάρχει πολύ λίγη όρεξη για αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων σε μακρινές ζώνες συγκρούσεων, ενώ οι Αμερικανοί στο σπίτι τους παλεύουν με την ανάκαμψη από την πανδημία, την εγκληματικότητα και άλλες εγχώριες πολιτικές προτεραιότητες.
Η πρόσφατη δολοφονία 13 Αμερικανών στρατιωτικών εν μέσω της βιαστικής αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν είναι πιθανό να ενισχύσει αυτή τη στάση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ ακολουθούν μια απομονωτική εξωτερική πολιτική. Αλλά οι παραδοχές των Αμερικανών σχετικά με το ρόλο που πρέπει να παίξουν οι ΗΠΑ στον κόσμο έχουν σίγουρα αλλάξει.
Ο πόλεμος αλλάζει μορφή
Πριν από είκοσι χρόνια, μια στρατιωτική επίθεση-μια παρέμβαση στο έδαφος-ήταν ο πρωταρχικός τρόπος για τις ΗΠΑ να ασκήσουν πίεση σε έναν αντίπαλο. Ωστόσο, η φύση του πολέμου και της μάχης έχει εξελιχθεί δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Τα υπερσύγχρονα αεροσκάφη χωρίς χειριστές και τα «δολοφονικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη» μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αποστολές παρακολούθησης και πολέμους, και από την οπτική του στρατού, μπορούν να παρέχουν μια πιο ακριβή και λιγότερο δαπανηρή εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές εναέριες αποστολές.
Οι περισσότεροι στρατιωτικοί, και το ΝΑΤΟ, εξετάζουν πώς να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία για να αποφύγουν τα θύματα χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους στόχους της αποστολής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπτύσσουν την τεχνολογία των drones τους εδώ και αρκετό καιρό, αλλά τα τελευταία χρόνια, η Κίνα επίσης επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στην ενίσχυση του παιχνιδιού της με το drone.
Η Aviation Industry Corps της Κίνας πούλησε προηγμένη τεχνολογία drone σε τουλάχιστον 16 χώρες την τελευταία δεκαετία. Παράλληλα κατασκευάζει εργοστάσιο μη επανδρωμένων αεροσκαφών στη Σαουδική Αραβία, το πρώτο στην περιοχή.
Η Κίνα, από την πλευρά της, απέρριψε τις κατηγορίες ότι η παραγωγή των μη επανδρωμένων αεροσκαφών τροφοδοτεί μια νέα κούρσα εξοπλισμών, αλλά το Πεντάγωνο είναι σίγουρα ανησυχεί επειδή οι περισσότερες χώρες αναπτύσσουν τεχνολογίες μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Να σημειωθεί ότι το Αζερμπαϊτζάν χρησιμοποίησε μη επανδρωμένα αεροσκάφη από την Τουρκία εναντίον της Αρμενίας στη σύγκρουση του περασμένου έτους στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ το Κρεμλίνο συμφώνησε να στείλει μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην στρατιωτική χούντα της Μιανμάρ.
Έτσι οι μελλοντικοί πόλεμοι είναι πιο πιθανό να διεξαχθούν κυρίως με κυβερνο-όπλα παρά με αεροπορική δύναμη. Στην πραγματικότητα, ο κυβερνοχώρος αποτελεί μια όλο και πιο επικίνδυνη αρένα για συγκρούσεις. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον πόλεμο, αλλά και για τις τρομοκρατικές ενέργειες.
naftemporiki.gr