Λίγες μέρες έχουν απομείνει πριν από την εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ που θα αναδείξει τον επόμενο πρόεδρο της Αμερικής.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι απλά ο ηγέτης μιας χώρας, πιθανότατα πρόκειται για τον πιο ισχυρό άνθρωπο στον κόσμο, καθώς οι επιλογές και οι κινήσεις του μας επηρεάζουν όλους.
Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν θα αναμετρηθούν στην εκλογική αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου, ωστόσο, είτε κερδίσει είτε χάσει αυτές τις εκλογές ο Τραμπ έχει ήδη αλλάξει τον κόσμο.
Πώς;
1.Άλλαξε τον τρόπο που ο κόσμος βλέπει την Αμερική
Σύμφωνα με τον Τραμπ η Αμερική είναι «η καλύτερη χώρα στον κόσμο». Όμως σε πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center, στην οποία συμμετείχαν πολίτες από 13 κράτη με θέμα το αν βλέπουν θετικά ή αρνητικά τις ΗΠΑ, φάνηκε πως οι εκτός Αμερικής δεν έχουν την ίδια άποψη με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μάλιστα το ποσοστό της θετικής εικόνας έφτασε στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και είκοσι χρόνια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, 41% δήλωσαν ότι έβλεπαν με θετικό μάτι τις ΗΠΑ, ενώ στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 31%- το χαμηλότερο από το 2003- και στην Γερμανία μόνο το 26%.
Να σημειωθεί ότι στην επιδείνωση αυτή της εικόνας των ΗΠΑ έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο η διαχείριση της πανδημίας, με το 15% μόνο των συμμετεχόντων στην έρευνα να υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ χειρίστηκαν σωστά τον υγειονομικό κίνδυνο.
2. Οπισθοδρόμησε την συζήτηση για την κλιματική αλλαγή
Είναι δύσκολο να αποκρυσταλλώσει κανείς την άποψη του Αμερικανού προέδρου για την κλιματική αλλαγή, καθώς την έχει αποκαλέσει από «ακριβή φάρσα» μέχρι «σοβαρό ζήτημα». Το μόνο σίγουρο είναι πως επί Τραμπ οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την αποχώρηση της Ουάσιγκτον από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, σύμφωνα με την οποία ο μίνιμουμ στόχος των κρατών είναι να κρατήσουν τη θερμοκρασία στους 2 βαθμούς Κελσίου (+ 2 C).
Οι ΗΠΑ αποτελούν τον δεύτερο μεγαλύτερο παγκόσμιο ρυπαντή, και βρίσκονται πίσω από την Κίνα.
Με αυτά υπόψη, οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι εφόσον ο Τραμπ επανεκλεγεί τότε θα γίνει σχεδόν απίθανο να μπορέσει να διατηρηθεί υπό έλεγχο η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Απορρίπτοντας τη συμφωνία του Παρισιού, ο Αμερικανός πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι «θα επιβάλλει στους Αμερικανούς παραγωγούς εξαντλητικούς κανονιστικούς περιορισμούς, σε βαθμό που δεν θα πιστεύετε, ενώ θα επιτρέπει στους ξένους παραγωγούς να ρυπαίνουν έχοντας ατιμωρησία». Στο ίδιο πνεύμα ο Τραμπ απέσυρε μια σειρά από κανονισμούς που ρύθμιζαν τη ρύπανση ώστε να μειώσει το κόστος παραγωγής άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Παρόλα αυτά, αρκετά ανθρακωρυχεία στις ΗΠΑ έχουν κλείσει λόγω του ανταγωνισμού από το φθηνότερο φυσικό αέριο και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας- στοιχεία δείχνουν ότι στις ΗΠΑ το 2019, οι ανανεώσιμες πηγές παρήγαγαν περισσότερη ενέργεια από τον άνθρακα, και για πρώτη φορά σε περισσότερα από 130 χρόνια.
Επίσημα η αποχώρηση της Αμερικής από την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα ισχύει από τις 4 Νοεμβρίου 2020, μία ημέρα μετά τις προεδρικές εκλογές δηλαδή.
Να σημειωθεί ότι ο Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί ότι θα επιστρέψει στη συμφωνία, εφόσον κερδίσει.
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από την συμφωνία αρχικά δημιούργησε φόβους ότι θα δημιουργούσε ένα ντόμινο συνεπειών. Οι φόβοι αυτοί δεν έχουν επαληθευτεί, ωστόσο, υπάρχει η πεποίθηση ότι με αυτή τους την κίνηση οι ΗΠΑ «λείαναν» το δρόμο για τη Βραζιλία και τη Σαουδική Αραβία ώστε να εμποδίσουν τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.
3.Έκλεισε τα σύνορα- για κάποιους
Ο Τραμπ έδειξε τα δείγματα της μεταναστευτικής του πολιτικής μόλις μία εβδομάδα μετά την ορκωμοσία του απαγορεύοντας την είσοδο στη χώρα σε πολίτες προερχόμενους από επτά μουσουλμανικές χώρες. Πλέον ταξιδιωτικοί περιορισμοί ισχύουν για 13 κράτη.
Ο αριθμός των γεννημένων σε χώρες εκτός Αμερικής που ζουν στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά περίπου 3% το 2019 συγκριτικά με το 2016- το τελευταίο δηλαδή έτος του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Έχει αλλάξει όμως το ποιοι είναι αυτοί οι μετανάστες. Το ποσοστό των κατοίκων των ΗΠΑ που γεννήθηκαν στο Μεξικό μειώθηκε σταθερά κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, ενώ αυξήθηκε ο αντίστοιχος αριθμός από χώρες της Λατινικής Αμερικής και την Καραϊβική. Περιορίστηκαν επίσης οι εκδόσεις βίζας, και ιδιαίτερα για συγγενείς όσων ήδη ζουν εκεί.
Παρόλα αυτά, αν χρειάζεται μία λέξη για να περιγράψει την μεταναστευτική πολιτική του Τραμπ αρκεί η λέξη «τείχος», το «μεγάλο, όμορφο τείχος» που υποσχέθηκε να χτίσει στα σύνορα με το Μεξικό. Μέχρι τις 19 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τις Τελωνειακές και Συνοριακές Αρχές των ΗΠΑ, είχε κατασκευαστεί τμήμα 371 μιλίων.
Το τείχος όμως δεν αποθάρρυνε τους απελπισμένους για μια καλύτερη ζωή. Ο αριθμός των μεταναστών που συνελήφθησαν στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού έφτασε το 2019 στο υψηλότερο επίπεδο 12 χρόνων. Οι περισσότεροι από τους μισούς ήταν οικογένειες από την Γουατεμάλα, την Ονδούρα και το Ελ Σαβαδόρ, όπου η βία και η φτώχεια τροφοδοτούν τη μετανάστευση.
Όσον αφορά τους πρόσφυγες, ο Τραμπ προχώρησε σε αυστηρές περικοπές στον αριθμό που υποδέχονται οι ΗΠΑ. Όταν, για παράδειγμα, το 2016 οι ΗΠΑ υποδέχτηκαν σχεδόν 85.000 πρόσφυγες, την επόμενη χρονιά ο αριθμός αυτός έπεσε στις 54.000, ενώ το 2021 δεν αναμένεται να ξεπεράσεις τις 15.000- ο χαμηλότερος αριθμός από το 1980, οπότε και ξεκίνησε το πρόγραμμα για το προσφυγικό.
4.Μας σύστησε τα «fake news»- κι έπειτα παραποίησε την έννοια τους
Ο Τραμπ μπορεί να μην έχει επινοήσει τον όρο «fake news», ωστόσο, έχει συνδέσει το όνομά του με τον όρο κάνοντάς τον ευρέως γνωστό.
Σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις ηχογραφήσεις ομιλιών στο Factba.se, έχει χρησιμοποιήσει τη φράση περίπου 2.000 φορές από το πρώτο του tweet τον Δεκέμβριο του 2016.
Κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών του 2016, ο όρος σήμαινε αναληθείς αναφορές, όπως η είδηση ότι ο Πάπας Φραγκίσκος ενέκρινε τον Τραμπ για την προεδρία. Όμως, καθώς εισήχθη στη δημοφιλή χρήση, αυτό σημαίνει ότι μετατοπίστηκε από την παραπληροφόρηση.
Με τον καιρό όμως η φράση « fake news» άρχισε να μετατοπίζεται από την έννοια της παραπληροφόρησης. Ο Τραμπ τον χρησιμοποιήσει συχνά για να επιτεθεί σε ειδήσεις ήμε τις οποίες διαφωνεί. Τον Φεβρουάριο του 2017, το πήρε παραπέρα, χαρακτηρίζοντας πολλά πρακτορεία ειδήσεων ως «τον εχθρό του αμερικανικού λαού».
Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί επίσης από ηγέτες στην Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες, τη Σαουδική Αραβία και το Μπαχρέιν. Μερικοί μάλιστα έχουν προφασιστεί την εξάπλωση των «fake news» για να δικαιολογήσουν ενέργειες καταστολής και διώξεις εναντίον ακτιβιστών και δημοσιογράφων της αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με κάποιες κοινωνικές ομάδες, χρησιμοποιώντας τον όρο για να αναφερθούν σε αξιόπιστες αναφορές, οι ηγέτες υπονομεύουν ουσιαστικά τη δημοκρατία.
5. Συνέχισε την πολιτική των ατελείωτων πολέμων της Αμερικής
Σε ομιλία του τον Φεβρουάριο του 2019, ο Τραμπ δεσμεύθηκε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία, δηλώνοντας ότι «τα μεγάλα έθνη δεν πολεμούν ατελείωτους πολέμους».
Μήνες μετά την δήλωσή του, ο Τραμπ αποφάσισε να κρατήσει περίπου 500 στρατεύματα στη Συρία για να προστατεύσει τις πετρελαιοπηγές. Μείωσε, ωστόσο, την αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν, και σε ένα βαθμό στο Ιράκ και τη Συρία. Παρόλα αυτά, τελικά οι αμερικανικές δυνάμεις εξακολουθούν να βρίσκονται όπου ήταν και την ημέρα που ο Τραμπ ανέλαβε το αξίωμα.
Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι τρόποι που δεν συμπεριλαμβάνουν στρατιωτική παρουσία ώστε να επηρεάσει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Το 2018 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφεραν εκεί την αμερικανική πρεσβεία , από το Τελ Αβίβ.
Τον περασμένο μήνα επίσης ο Τραμπ χαιρέτισε την «αυγή μιας νέας Μέσης Ανατολής» όταν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν υπέγραψαν συμφωνίες ομαλοποίησης των σχέσεων με το Ισραήλ- συμφωνία που επετεύχθη με διαμεσολαβητή τον Τραμπ. Και αυτό ίσως ήταν το πιο σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα της κυβέρνησής του. Τα δύο κράτη του Κόλπου είναι αποτελούν το τρίτο και το τέταρτο αραβικό έθνος στη Μέση Ανατολή που αναγνωρίζουν το Ισραήλ, από τότε που κήρυξε ανεξαρτησία το 1948.
6. Τελειοποίησε την τέχνη του εμπορικού πολέμου
Ο Τραμπ φαίνεται να απεχθάνεται τις συμφωνίες που δεν έχει κάνει ο ίδιος. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε μόλις ανέλαβε την εξουσία ήταν να απορρίψει το σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership-TPP), μια εμπορική συμφωνία μεταξύ 12 εθνών το οποίο είχε εγκριθεί από τον Ομπάμα. Σύμφωνα με τον Τραμπ το σύμφωνο ήταν «φρικτό».
Η αποχώρηση, ωστόσο, των ΗΠΑ από την συμφωνία, από την οποία ωφελούνταν κυρίως η Κίνα, μεταφράστηκε ως προσπάθεια περιορισμού της επιρροής της στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Από την άλλη οι επικριτές της συμφωνίας στις ΗΠΑ, που θεώρησαν ότι η συμφωνία θα έθετε σε κίνδυνο τις αμερικανικές θέσεις εργασίας, δέχτηκαν με χαρά τα νέα.
Επόμενη στάση στάθηκε για τον Τραμπ στάθηκε η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής, μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Ο Τραμπ διαπραγματεύθηκε εκ νέου τη συμφωνία την οποία χαρακτήρισε «ίσως τη χειρότερη εμπορική συμφωνία που έγινε ποτέ». Η επαναδιαπραγμάτευση άφησε πολλά ίδια, ενίσχυσε όμως τις εργασιακές διατάξεις και τους κανόνες σχετικά με την προμήθεια ανταλλακτικών αυτοκινήτων.
Εμμονή του Τραμπ σε ολόκληρη την πορεία του στάθηκε ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να επωφεληθεί η Αμερική από το εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή του η εμμονή τον οδήγησε σε ένα εμπορικό εμπορικό πόλεμο με την Κίνα που είχε ως αποτέλεσμα οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου να επιβάλλουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια δασμούς η μία στα αγαθά της άλλης.
Ο εμπορικός αυτός πόλεμος στοίχισε στους αμερικανούς αγρότες σόγιας και τις βιομηχανίες τεχνολογίας και αυτοκινήτων, ενώ επλήγη και η Κίνα με τις επιχειρήσεις της να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε άλλες χώρες, όπως το Βιετνάμ και η Καμπότζη, για να μειώσουν το κόστος τους.
Το αμερικανικό έλλειμμα αγαθών με την Κίνα μειώθηκε 17,6% το 2019 και υποχώρησε στα 345,62 δισ. δολάρια, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο από το 2014. Οι αμερικανικές εταιρείες εισήγαγαν λιγότερα αγαθά καθώς προσπάθησαν να αποφύγουν τους δασμούς.
Παρόλα αυτά η πανδημία του κορωνοϊού επηρεάζει πλέον έντονα τις τάσεις για το 2020, και η Αμερική εξακολουθεί να εισάγει περισσότερα αγαθά από ό, τι εξάγει.
7.Τσακώθηκε με την Κίνα
«Η πρόεδρος της Ταϊβάν μου ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ σήμερα για να με συγχαρεί για την εκλογή μου. Εχυαριστώ!», αναφέρει σε τουίτ του ο Τραμπ στις 2 Δεκεμβρίου του 2016. Αυτή η επικοινωνία, πέρα από το γεγονός ότι έχει τη δική της σελίδα στη Wikipedia, αποτέλεσε παραβίαση ενός αμερικανού πρωτοκόλλου που ίσχυε από το 1979, όταν οι επίσημες σχέσεις μεταξύ Ταϊβάν και ΗΠΑ είχαν διακοπεί πλήρως. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την οργή του Πεκίνου, το οποίο βλέπει την Ταϊβάν ως επαρχία της Κίνας και όχι ανεξάρτητο κράτος.
Το άνοιγμα αυτό του Τραμπ στην Ταϊβάν ήταν μόνο η αρχή, βυθίζοντας τις σινοαμερικανικές σχέσεις στο χαμηλά επίπεδα.
Οι ΗΠΑ εξόργισαν την Κίνα κηρύσσοντας παράνομες τις εδαφικές αξιώσεις του Πεκίνου στη νότια θάλασσα της Κίνας, επιβάλλοντας δασμούς στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, απαγορεύοντας τις δημοφιλείς κινεζικές εφαρμογές TikTok και WeChat και περιλαμβάνοντας στη «μαύρη λίστα» της Ουάσιγκτον τον κινεζικό γίγαντα των τηλεπικοινωνιών Huawei με την κατηγορία ότι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν ξεκίνησαν από τον Τραμπ, ενώ συχνά και η Κίνα ρίχνει λάδι στη φωτιά, με την εφαρμογή, για παράδειγμα, του νόμου περί εθνικής ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ και την «μαζική» φυλάκιση της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.
Η τελευταία προκλητική για την Κίνα κίνηση του Τραμπ αφορά την πανδημία του κορωνοϊού, τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος βάφτισε «κινεζικό ιό»- σε μια προσπάθεια ενδεχομένως να αποποιηθεί εν μέρει τις ευθύνες του για την διαχείριση της πανδημίας στις ΗΠΑ.
Παρόλα αυτά μια αλλαγή στην ηγεσία της Αμερικής δεν σημαίνει αυτόματα και βελτίωση των σχέσεών της με την Κίνα, καθώς ούτε η εναλλακτική του Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν, δεν έχει εκφραστεί με κολακευτικά λόγια για τον πρόεδρο της Κίνας. Ο Μπάιντε έχει χαρακτηρίσει τον Σι Τζινπίνγκ «κακοποιό», υποστηρίζοντας μάλιστα ότι «δεν έχει ούτε ένα δημοκρατικό κόκκαλο στο σώμα του».
8. Παραλίγο να προχωρήσει σε πόλεμο με το Ιράν
«Το Ιράν θα θεωρηθεί υπεύθυνο για απώλειες ζωών ή ζημιές που προκλήθηκαν σε οποιαδήποτε από τις εγκαταστάσεις μας. Θα το πληρώσουν ΠΟΛΥ ΑΚΡΙΒΑ! Δεν πρόκειται για προειδοποίηση, είναι απειλή», ανέφερε ο Τραμπ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2019 σε μήνυμά του στο Twitter. «Ευτυχισμένο το νέο έτος!», πρόσθετε.
Η αντίδραση αυτή ήρθε μετά την επίθεση στην αμερικανική πρεσβεία στη Βαγδάτη από χιλιάδες διαδηλωτές που θεωρούνται προσκείμενοι σε φιλοϊρανικές σιιτικές πολιτοφυλακές.
Τρεις μέρες μετά ο πανίσχυρος Ιρανός υποστράτηγος Κασέμ Σουλεϊμανί έχασε τη ζωή του σε αμερικανική επιδρομή στο διεθνές αεροδρόμιο της Βαγδάτης. Ο Σουλεϊμανί διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στον αγώνα εναντίον των τζιχαντιστών στο Ιράκ και κράταγε στα χέρια του τα κλειδιά της ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή.
Το Ιράν απάντησε εκτοξεύοντας δεκάδες βαλλιστικούς πυραύλους σε αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ. Προκαλώντας τον τραυματισμό εκατοντάδων Αμερικανών στρατιωτών και δημιουργώντας ανησυχίες για τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Πολλοί αναλυτές έβλεπαν την κατάσταση να εκτροχιάζεται κάνοντας λόγο για πόλεμο.
Πόλεμος δεν υπήρξε, ωστόσο, έχασαν τη ζωή τους μερικοί ακόμα αθώοι πολίτες. Λίγες μόνο ώρες μετά τις πυραυλικές επιδρομές του Ιράν, ο στρατός του κατέρριψε κατά λάθος ένα ουκρανικό αεροσκάφος, σκοτώνοντας και τους 176 επιβάτες.
Πώς έγινε αυτό; Μια σειρά από αμοιβαία λανθασμένους υπολογισμούς που τους τροφοδότησε η δυσπιστία.
Οι ΗΠΑ και το Ιράν βρίσκονται σε αντιπαράθεση από το 1979, όταν ανατράπηκε ο Σαχ (μονάρχης) του Ιράν, και 52 Αμερικανοί απήχθησαν μέσα από την πρεσβεία των ΗΠΑ.
Τον Μάιο του 2018, ο Τραμπ άναψε φωτιές με την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία με την Τεχεράνη, σύμφωνα με την οποία το Ιράν δεσμευόταν να περιορίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα με αντάλλαγμα για την άρση των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του.
Στη συνέχεια, έθεσε σε εφαρμογή αυτό που ο Λευκός Οίκος ονόμασε «τις σκληρότερες κυρώσεις κυρώσεων που έχει επιβληθεί ποτέ», κυρώσεις που σχεδιάστηκαν για να υποχρεώσουν τους ηγέτες του Ιράν σε μια συμφωνία περισσότερο στα μέτρα του Τραμπ.
Η Τεχεράνη δεν λύγισε όμως με αποτέλεσμα η επιβολή κυρώσεων να οδηγήσει την οικονομία του Ιράν σε σοβαρή ύφεση. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2019 το κόστος των τροφίμων αυξήθηκε κατά 61% και η τιμή του καπνού κατά 80%. Οι Ιρανοί που επλήγησαν από την κατάσταση βγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας ένα μήνα αργότερα.
Σήμερα, παρόλο που και οι δύο χώρες έχουν εστιάσει στην αντιμετώπιση της πανδημίας, οι διπλωματικές τους επαφές παραμένουν ελάχιστες και τα μεταξύ τους σημεία ανάφλεξης πολυάριθμα.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από BBC