Της Ανθής Αγγελοπούλου
Με αφορμή τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία δίνει στη δημοσιότητα τα στοιχεία που αφορούν τη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο.
Αναφερόμενος στα στοιχεία της Αιτιολογικής Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πρόεδρος της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρεία Αμ. Επίκ. Καθηγητής Χειρουργικής Πανεπιστημίου Αθηνών Διευθυντής Ογκολογικής Χειρουργικής Κλινικής Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Αγ. Σάββας», Ιωάννης Καραϊτιανός, επεσήμανε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε γηράσκοντα πληθυσμό, με ποσοστό αύξησης 21,4% έναντι μέσου όρου της Ε.Ε. που είναι 17,2%. Συγκεκριμένα, οι έξι πρώτες χώρες σε παγκόσμια κλίμακα που γηράσκουν ταχύτατα είναι κατά σειρά η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιταλία. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας το 2050 θα υπάρχουν 3 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας άνω των 60 ετών.
Επιπροσθέτως, όπως ανέφερε, τα δεδομένα της ετήσιας έκθεσης της Διεθνούς Οργάνωσης Help Age International (2015) για την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων, η Ελλάδα είναι στη λίστα των χειροτέρων χωρών για να ζει ένας πολίτης άνω των 60 ετών. Συγκεκριμένα η χώρα μας είναι στην 79η θέση μεταξύ 96 χωρών, όσον αφορά στην κοινωνικο-οικονομική ευημερία, κάτω από τη Βενεζουέλα και τη Νότια Αφρική.
Στην Ελλάδα, παρόλα αυτά όμως, σύμφωνα με την ίδια οργάνωση, το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων ηλικίας 60 ετών είναι 24 έτη και το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία τα 17,4 έτη, πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το προσδόκιμο ζωής χωρίς χρόνια νοσηρότητα στην ηλικία των 65 ετών, το 2011 ήταν 8,0 έτη για τους άνδρες και 7,7 έτη για τις γυναίκες, παρουσιάζοντας μείωση από το έτος 2005 κατά -0,6 έτη και -1,1 έτη, για άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχα.
Ο κ. Καραϊτιανός αναφερόμενος στα περαιτέρω στοιχεία της Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπολογίζει ότι ενώ σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιστοιχούν 4 άτομα σε παραγωγική ηλικία (15-64 ετών) ανά 1 συνταξιούχο άνω των 65 ετών, το 2060 θα υπάρχουν μόνο 2 άτομα για κάθε 1 συνταξιούχο, αναλογία που αποτελεί τη δυσάρεστη πραγματικότητα για την Ελλάδα ήδη όπως είπε. Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 20,7% του πληθυσμού και σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού ενώ το 2050 θα πλησιάσουν το 1/3 του πληθυσμού.
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών είναι σήμερα περίπου 14% και αναμένεται να υποχωρήσει το 2050 στο 10-12%. Αντίστοιχα, η μέση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951 και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί και να αγγίξει τα 50 έτη. Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά., που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες.
Με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών για την προοπτική εξέλιξης του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2010 μέχρι το 2050, προβλέπεται αύξηση 188% για τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, 351% για τα άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών και 1004% για τα άτομα που ξεπερνούν τα 100 χρόνια. Αυτές οι εντυπωσιακές αυξήσεις των ατόμων της τρίτης ηλικίας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με μία αύξηση μόλις 22% του γενικού πληθυσμού ηλικίας από 0-64 ετών για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Το πρόβλημα αυτό είναι γενικό για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα βιωσιμότητας στα ασφαλιστικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί κατά πολύ στο μέλλον, από τα 61 έτη το 2013 στα 64,9 έτη το 2020, τα 65,9 έτη το 2030 και τα 67,5 έτη το 2060 για τους άνδρες και αντίστοιχα για τις γυναίκες τα 61,2, 64,8, 65,5 και 67,1 έτη.
Σύμφωνα με τον κ. Καραϊτιανό, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός, δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν, θα μειωθεί από 7 εκατομμύρια που ήταν το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050, ενώ ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια.
Η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για την Ελλάδα
Ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,30, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 1,49. Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1.
Η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰) στην Ε.Ε., μετά τη Γερμανία (8,4‰) και την Πορτογαλία (8,5‰). Σαν αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, υπολογίζεται ότι θα έχουμε μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από τα 11 εκατομμύρια το 2013 στα 8,3 έως 10 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1,4 εκατομμύρια (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατομμύριο (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Εξάλλου, υπολογίζεται ότι το 2020 ένα στα 7 παιδιά που γεννιούνται θα έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.