Της Αρτέμιδος Κ. Τσίτσικα,
Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής,
Επιστ. Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.)
Β΄ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών
Νοσοκομείο Παίδων «Π & Α Κυριακού»
Αποτελεί μια αιφνίδια λοίμωξη που μπορεί να εξελιχθεί στον χειρότερο εφιάλτη του ιατρού και των γονέων. Η μηνιγγίτιδα είναι μία νόσος με απρόβλεπτη έναρξη, η οποία μπορεί να επιφέρει εως και θάνατο μέσα σε 24 έως 48 ώρες από την αρχική εκδήλωση των συμπτωμάτων της, ακόμη και σε ένα κατά τα άλλα απόλυτα υγιές άτομο. Όμως και για εκείνους οι οποίοι θα ξεπεράσουν τον αρχικό μεγάλο κίνδυνο, η νόσος μπορεί να προκαλέσει μόνιμη αναπηρία όπως απώλεια της ακοής, ακρωτηριασμό, ουλές στο δέρμα, επιληπτικές κρίσεις και σπασμούς.
Όπως επισημαίνει η κα Άρτεμις Κ. Τσίτσικα, Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής*, η αιτία της μικροβιακής μηνιγγίτιδας είναι το μικρόβιο Neisseria meningitidis (μηνιγγιτιδόκοκκος), που προσβάλλει μόνο τους ανθρώπους, βρίσκεται στο πίσω μέρος της μύτης και του στόματος και δεν ζει ελεύθερο στο περιβάλλον. Ο άνθρωπος αποτελεί τη μόνη πηγή μετάδοσης και το βακτήριο μεταδίδεται εύκολα από άτομο σε άτομο είτε μέσω της αναπνευστικής οδού (σταγονίδια: βήχας, πτάρνισμα, ομιλία, φιλί), είτε με την επαφή με αναπνευστικές εκκρίσεις και σίελο (άμεση επαφή: κουτάλι, πιρούνι, ποτήρι, οδοντόβουρτσα κ.λπ.).
Ο ρινοφάρυγγας των περισσοτέρων ατόμων αποικίζεται σε κάποια στιγμή της ζωής από τον μηνιγγιτιδόκοκκο, χωρίς να εμφανίσουν συμπτώματα (ασυμπτωματικοί φορείς). Τα ποσοστά φορείας είναι υψηλότερα σε πληθυσμούς εφήβων και ενηλίκων νεαρής ηλικίας. Η φορεία ενισχύεται σε συνθήκες συνωστισμού ή κλειστές κοινωνικές ομάδες, όπως οι μαθητικές ή φοιτητικές εστίες και τα στρατόπεδα.
Σχετικά με την επιδημιολογία της νόσου, η γεωγραφική κατανομή συνεχώς μεταβάλλεται, καθιστώντας την αρκετά απρόβλεπτη. Στην Ευρώπη είναι σαφές ότι κυριαρχούν οι οροομάδες Β & C, με τον τύπο Β να αποτελεί την πιο συχνή (περίπου 40 περιπτώσεις /έτος στην Ελλάδα) και επικίνδυνη ομάδα. Η νόσος Β ξεκινά με άτυπα συμπτώματα και εξελίσσεται ραγδαία, με σοβαρές επιπλοκές και μοιραία εξέλιξη σε περίπου 10%, με τα βρέφη και τα νήπια κάτω των 4 ετών να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο – λόγω ανωριμότητας του ανοσολογικού συστήματος, ενώ ακολουθεί η ομάδα των εφήβων 14-19 ετών.
Ο τρόπος ζωής των νέων (συγχρωτισμός σε χώρους ψυχαγωγίας, συμβίωση σε εστίες και χρήση κοινόχρηστων χώρων, ταξιδιών σε χώρες που υπάρχει υψηλή επίπτωση, συμπεριφορές υψηλού κινδύνου) τους καθιστά ευάλωτους. Οι νέοι είναι επίσης φορείς του μικροβίου (8-10%) και μπορούν να το μεταδώσουν σε ευάλωτες ομάδες όπως τα βρέφη και οι υπερήλικες που μπορεί να νοσήσουν.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη εμβολίων έναντι της οροομάδας Β υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα λόγω της μεγάλης μεταλλαξιογόνου ικανότητας του μικροβίου. Ως αποτέλεσμα η ερευνητική δραστηριότητα στράφηκε στα πρωτεϊνικά αντιγόνα επιφανείας του μηνιγγιτιδοκόκκου, με στόχο να καλυφθεί η ανοσοποικιλότητα.
Υπάρχουν δύο εμβόλια για εφήβους (Bexsero και Trumenba), και δεδομένου ότι η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος έχει ως συχνότερες εκδηλώσεις τις βαριές κλινικές μορφές της μηνιγγίτιδας ή/και της σηψαιμίας, το ατομικό όφελος είναι αδιαμφισβήτητο για το γενικό πληθυσμό των εφήβων και συνεπώς είναι καλό να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι έφηβοι μετά από συνεννόηση γονέων και παιδιάτρων.
Τα μέτρα πρόληψης σε περίπτωση κρούσματος (που ακόμη καταγράφονται, καθώς η εμβολιαστική κάλυψη στους εφήβους είναι σχετικά χαμηλή) περιλαμβάνουν καλό αερισμό των χώρων, σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, απομόνωση του ασθενούς έως και 48 ώρες μετά την έναρξη θεραπείας, χρήση μάσκας σε ιατρούς και νοσηλευτές και χορήγηση αντιβίωσης στα άτομα που ήρθαν σε στενή επαφή με τον άρρωστο (γονείς, αδέλφια, παιδιά στο σχολείο). Δεν συνιστάται κλείσιμο των σχολείων και απολύμανση των χώρων, καθώς το μικρόβιο επιβιώνει για ελάχιστο χρόνο στο εξωτερικό περιβάλλον (παρά την επιμονή των ειδικών το τελευταίο μέτρο συνεχίζεται να εφαρμόζεται στη χώρα μας). Δυστυχώς, η γνώση των περισσότερων εφήβων και γονέων για τη νόσο, τα διαθέσιμα εμβόλια και τα μέτρα πρόληψης δεν είναι επαρκή, όπως διαπιστώθηκε σε μελέτη της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.).