Skip to main content

Η δυτικού τύπου διατροφή και η παχυσαρκία συντελούν στη μείωση του προσδόκιμου ζωής

Της Ανθής Αγγελοπούλου

Ζοφερή εικόνα έχει η χώρα μας όσον αφορά τον υπολογιζόμενο πληθυσμό της, αφού μετά το 2010 σημειώνει συνεχή μείωση λόγω της υπογεννητικότητας και της μετανάστευσης. Κάθε χρόνο καταγράφονται 31.000 περισσότεροι θάνατοι από τις γεννήσεις, οι οποίες έχουν επίσης μειωθεί, τόσο ώστε σε κάθε οικογένεια να αναλογούν 1,3 παιδιά. Με τον μέσο όρο της Ε.Ε. να φτάνει τα 1,6 παιδιά ανά οικογένεια, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη, μαζί με Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρο. 

Αναλύοντας την εξέλιξη της γεννητικότητας στην Ελλάδα, ο ομότιμος καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Αντώνης Καφάτος επισημαίνει,  ότι τα μεγαλύτερα επίπεδα είχαν καταγραφεί στις δεκαετίες ’60 – ’70 με μ.ο. 2,5 παιδιά/οικογένεια. Ωστόσο, από εκεί και μετά η πτώση ήταν συνεχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, επίσης, το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχει αυξηθεί η μέση ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού στις γυναίκες μετά τα 30 έτη, σε αντίθεση με χώρες όπως η Γαλλία, η Φιλανδία, το Βέλγιο και η Λιθουανία όπου οι γυναίκες αποκτούν το πρώτο τους παιδί σε ηλικία μεταξύ 27-29 έτη. 

Όπως ανέφερε ο κ. Καφάτος στην διάλεξη που έδωσε αναφορικά με τα οφέλη της ελληνική παραδοσιακής διατροφής στην υγεία μας, το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα υπολογίζεται περίπου στα 81 έτη, σε υψηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ενώ έχει αυξηθεί κατά 2 περίπου χρόνια από τα στοιχεία του 2003 (78,9 έτη). Διαφορά υπάρχει επίσης και μεταξύ των δύο φύλων, καθώς στις γυναίκες το προσδόκιμο επιβίωσης είναι τα 82 έτη ενώ στους άντρες τα 79. 

Μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του ΄90, το προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννηση στην Ελλάδα ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Την ίδια δεκαετία, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ (ΕΕ 15) κέρδισαν έδαφος και ξεπέρασαν τα ποσοστά της Ελλάδας ακόμα και στο προσδόκιμο επιβίωσης, ενώ κυρίως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παραμένουν ακόμα σε αρκετά πιο χαμηλά επίπεδα.

Εκτενή αναφορά έκανε ο καθηγητής και σε δύο μεγάλες επιστημονικές έρευνες, οι οποίες κατέγραψαν σε βάθος χρόνου τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού της Κρήτης και τις επιπτώσεις τους στην υγεία, σε σχέση με πληθυσμούς άλλων χωρών. Η μελέτη που είναι γνωστή και ως Μελέτη των Επτά Χωρών, εξέτασε τον πληθυσμό σε Ελλάδα (συγκεκριμένα και από την Κρήτη), Ολλανδία, Φιλανδία, Ιταλία, Σερβία, Ιαπωνία και ΗΠΑ, μεταξύ 1960 και 1995. 

Οι παγκόσμιες συστάσεις για τις αρχές της μεσογειακής δίαιτας 
Όπως εξήγησε ο κ. Καφάτος, οι συστάσεις αυτές προέκυψαν από την συγκεκριμένη μελέτη και βασίστηκε στις διατροφικές συνήθειες των Κρητών αγροτών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄60 όπου διαπιστώθηκαν τα εξής:

•    Το σωματικό βάρος του πληθυσμού της Κρήτης, παρόλο που σημείωσε μία αυξητική τάση, παρέμεινε με διαφορά το χαμηλότερο από τις υπόλοιπες χώρες.
•    Στον πληθυσμό της Κρήτης καταγράφηκαν τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από ισχαιμική καρδιοπάθεια (έμφραγμα). Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι στην μελέτη συμμετείχε και ο πληθυσμός της Κέρκυρας, στον οποίο καταγράφηκαν σχεδόν διπλάσια ποσοστά θνησιμότητας σε σχέση με τους Κρήτες (48 έναντι 25 στους 1000 κατοίκους). Το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας καταγράφηκε στην Ανατολική Φιλανδία, με 268 θανάτους, δηλαδή δέκα φορές υψηλότερο από τον πληθυσμό της Κρήτης!
•    Στον πληθυσμό της Κρήτης, επίσης, καταγράφηκαν τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο, με το μεγαλύτερο ποσοστό να καταγράφεται στους Ιάπωνες και στους Ολλανδούς.

Μελετώντας τα διαιτητικά χαρακτηριστικά των ΗΠΑ, Ελλάδας (μ.ο. Κρήτης και Κέρκυρας) και Ιαπωνίας το 1960, προέκυψαν σημαντικά ευρήματα που συνδέονται με την κατάσταση υγείας των εν λόγω πληθυσμών και αποτέλεσαν τη βάση για τις παγκόσμιες συστάσεις για τις διατροφικές συνήθειες που συμβάλλουν σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής.

•    Παρόλο που η κατανάλωση λίπους ήταν σε ίδια επίπεδα μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας (39% και 37% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας αντίστοιχα), η διαφορά ήταν στην κατανάλωση κορεσμένου λίπους, η οποία ήταν αρκετά μεγαλύτερη στις ΗΠΑ (18%) από την Ελλάδα (8%). Σύμφωνα με τον κ. Καφάτο, η παγκόσμια σύσταση για μείωση της κατανάλωσης του κορεσμένου λίπους κάτω από 10% προήλθε από τις μετρήσεις του πληθυσμού της Κρήτης.
•    Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών ήταν μεγαλύτερη στην Ελλάδα, με 654γρ/ημέρα, ακολουθούσαν οι ΗΠΑ με 404γρ/ημέρα και η Ιαπωνία με 232γρ/ημέρα
•    Η κατανάλωση ψωμιού και δημητριακών φαίνεται να ήταν παρόμοια σε Ελλάδα (453γρ/ημέρα) και Ιαπωνία (421γρ/ημέρα) με την διαφορά ότι το ψωμί που κατανάλωναν οι Έλληνες γινόταν από αλεύρι ολικής άλεσης και ελάχιστο αλάτι, ενώ το αντίστοιχο της Ιαπωνίας είχε πολύ διαφορετική σύσταση, με υλικά όπως το ρύζι και με ελάχιστη περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες
•    Η διατροφή του πληθυσμού της Ιαπωνίας βασιζόταν κυρίως στο ψάρι (150γρ/ ημέρα) και λιγότερο στο κρέας (8γρ/ημέρα). Σύμφωνα, με τον κ.Καφάτο, η υπερβολική κατανάλωση ψαριού πέρα από την ενδεδειγμένη που είναι 300γρ/ εβδομάδα, πιθανόν να κρύβει κάποια μειονεκτήματα, ειδικά στην περίπτωση της Ιαπωνίας που καταναλώνουν ωμά ψάρια τα οποία αλιεύονται από μεγάλο θαλάσσιο βάθος, καθώς περιέχουν πολυακόρεστα λιπαρά οξέα τα οποία οξειδώνονται στον οργανισμό και παράγουν ελεύθερες ρίζες που θεωρούνται καρκινογόνες.
•    Μεγάλες διαφορές υπάρχουν και μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας, καθώς η κατανάλωση κρέατος ήταν 273γρ/ ημέρα για τις ΗΠΑ και 35γρ/ ημέρα για την Ελλάδα και η κατανάλωση ψαριού ήταν 3γρ/ημέρα και 39γρ/ημέρα αντίστοιχα

Όπως ανέφερε ο κ. Καφάτος, υπήρξαν κάποιες αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα του δείγματος του πληθυσμού της Κρήτης, το οποίο προερχόταν από τον αγροτικό πληθυσμό 16 χωριών μιας περιοχής του νησιού. Προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα της πρώτης μελέτης των επτά χωρών και τα στοιχεία που καταγράφηκαν το 1960, αλλά και για να εξεταστεί αν η θνησιμότητα σχετίζεται με τον τρόπο ζωής της κάθε χώρας, πραγματοποιήθηκαν νέες έρευνες στους ίδιους πληθυσμούς. Όπως προέκυψε και από τα νέα δεδομένα, η  κατάταξη των χωρών σύμφωνα με τις διατροφικές τους συνήθειες και τα ποσοστά θνησιμότητας παρέμειναν σχεδόν τα ίδια.

•    Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των 50 ετών, το προσδόκιμο επιβίωσης της Ιαπωνίας βρίσκεται στην πρώτη θέση και ακολουθούν η Ιταλία και η Κρήτη ενώ ακολουθεί ο μ.ο. της Ελλάδας και τα Ιόνια νησιά, επιβεβαιώνοντας την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της αρχικής μελέτης
•    Ο πληθυσμός της Κρήτης κατανάλωνε το χαμηλότερο ποσοστό κορεσμένων λιπαρών και κόκκινου κρέατος, χαμηλότερο και από τον μ.ο. της Ελλάδας, ενώ η Φιλανδία, η Ολλανδία και οι ΗΠΑ κατανάλωναν το μεγαλύτερο ποσοστό.
•    Η μεγαλύτερη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών γίνεται από τον Ελληνικό πληθυσμό, ακολουθεί με διαφορά η Ιαπωνία και τελευταίες είναι η Ολλανδία και οι ΗΠΑ
•    Για το χρονικό διάστημα 1980-2017, την υψηλότερη θνησιμότητα από κακοήθη νεοπλάσματα είχαν η Ιταλία και Ιαπωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διαφορά που παρουσιάζεται εντός της χώρας μας, με τον μ.ο. να είναι περισσότεροι από 800 θάνατοι σε 100.000 πληθυσμού, ενώ για την Κρήτη είναι λιγότεροι από 200!
•    Αντίστοιχα, για τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η Φιλανδία, η Ιταλία και ο μ.ο. της Ελλάδας (λίγο περισσότεροι από 500 θανάτοι σε 100.000 πληθυσμού) καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις, ενώ η Ιαπωνία και η Κρήτη (λιγότεροι από 200 θάνατοι σε 100.000 πληθυσμού) τις τελευταίες.

Η δεύτερη σημαντική μελέτη που αποτέλεσε σταθμό για την καταγραφή των «ιδανικών» διατροφικών συνηθειών, είχε διάρκεια 50 ετών και έγινε μεταξύ του πληθυσμού της Κρήτης και της περιοχής Zutphen της Ολλανδίας. 

Σε αυτή τη μελέτη, στην οποία διαπιστώθηκε ότι οι Κρήτες είχαν μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης κατά 7 χρόνια από τους Ολλανδούς, εκτός από τις διατροφικές συνήθειες, εξετάστηκαν τα επίπεδα σιδήρου και άλλων δεικτών και συγκρίθηκαν μεταξύ ατόμων ίδιας ηλικίας.  Όπως διαφάνηκε,  οι ηλικιωμένοι  Κρήτες είχαν χαμηλότερα επίπεδα σιδήρου και υπεροξειδίων λιπαρών οξέων, τα οποία αποτελούν δείκτες οξειδωτικού στρες, ενώ αντιθέτως είχαν αυξημένα επίπεδα αντιοξειδωτικών ουσιών, όπως τα καροτενοειδή και το φυλλικό οξύ, τα οποία βρίσκονται στα λαχανικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης η καταγραφή της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών, καθώς το 1960 η κατανάλωση στην Ολλανδία ήταν σχεδόν 11 φορές περισσότερη από την κατανάλωση στην Κρήτη. Ενώ, η απαγόρευση παραγωγής και εισαγωγής προϊόντων πλούσιων σε κορεσμένα λιπαρά στην Ολλανδία από το 2000, οδήγησε στη  μείωση της κατανάλωσής τους η οποία έφθασε στα ίδια επίπεδα με εκείνα της Κρήτης.