Η ανταποδοτικότητα των επενδύσεων της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας εκτιμάται στο 86% του ποσού της επένδυσης και η αύξηση των εσόδων του δημοσίου στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, Θεόδωρος Τρύφων.
Την ίδια στιγμή που υπερφορολόγηση και clawback τους δημιουργούν «ασφυξία» και προβληματισμό.
Κύριε Τρύφων σε ποιο σημείο βρίσκονται οι επενδύσεις του συνόλου της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας και σε τι ύψος ανέρχονται αυτές;
Η εγχώρια βιομηχανία φαρμάκου αποτελεί σημαντικό πυλώνα προστιθέμενης αξίας για την εθνική οικονομία. Κάνοντας το επόμενο βήμα για το μέλλον, υλοποιεί επενδύσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει και αγγίζουν έως το 2026 το 1,5 δις. ευρώ.
Το επενδυτικό της πρόγραμμα περιλαμβάνει την αναβάθμιση των υφιστάμενων, αλλά και την κατασκευή 10 νέων εργοστασίων σε όλη την Ελλάδα με 56 γραμμές παραγωγής, 14 νέες ερευνητικές δομές και την απασχόληση 5.500 εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης.
Οι εξελίξεις αυτές θα ενισχύσουν τη θέση της χώρα μας στον τομέα της φαρμακευτικής έρευνας και παραγωγής φαρμάκων. Σημειώνεται ότι τα 45 εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων στην Ελλάδα, αναλογούν στο ~10% του ευρωπαϊκού παραγωγικού ιστού. Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα μας αναγνωρίζεται ήδη ως ένα από τα 5 πιο σημαντικά κέντρα φαρμακευτικής παραγωγής στην Ευρώπη.
Εκτός από τις επενδύσεις αυτές ποιο είναι το ακριβές αποτύπωμα της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας στην ελληνική αγορά;
Η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία υπηρετεί διαχρονικά έναν διττό ρόλο, αναπτυξιακό και κοινωνικό.
Για την ελληνική οικονομία, οι επενδύσεις της έχουν μοναδική πολλαπλασιαστική αξία, ενισχύοντας τα δημόσια έσοδα και το ΑΕΠ. Επιπλέον, τονώνουν την απασχόληση με τη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η ανταποδοτικότητα της επένδυσης για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων εκτιμάται στο 86% του ποσού της επένδυσης, ενώ και η αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αντιστοιχεί στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης. Επίσης, σημαντική είναι η συμβολή της λειτουργίας των νέων μονάδων στο ΑΕΠ, με τη συνολική πολλαπλασιαστική επίδραση να αντιστοιχεί στο 130% της επενδυτικής δαπάνης.
Οι επενδύσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας θα ενισχύσουν και την ήδη έντονη εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου, ενδυναμώνοντας περαιτέρω τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της εθνικής μας οικονομίας. Ήδη, τα ελληνικά φάρμακα σημειώνουν ανταγωνιστική διεθνή παρουσία σε σχεδόν 150 χώρες του κόσμου. Με διαβατήριο την άριστη ποιότητα που εγγυάται η παραγωγή σύμφωνα με τους πολύ αυστηρούς κανόνες της Ε.Ε η ελληνική φαρμακοβιομηχανία στοχεύει στη διεύρυνση και το άνοιγμα ακόμη περισσότερων αγορών.
Το σημαντικότερο όμως αποτύπωμα που δημιουργούν οι επενδύσεις του εγχώριας βιομηχανίας φαρμάκου είναι η ενίσχυση του ρόλου της ως εγγυητή επάρκειας φαρμάκων στη χώρα. Η ολοκλήρωσή τους θα σημάνει την δυνατότητα κάλυψης του 70% των φαρμακευτικών αναγκών της χώρας με ποιοτικές θεραπείες σε προσιτό κόστος για το σύστημα και τον ασθενή. Αυτό σημαίνει διασφάλιση της επάρκειας της φαρμακευτικής αγοράς, δραστικός περιορισμός των ελλείψεων και κάλυψη των αναγκών 8 εκατομμυρίων ΑΜΚΑ με αποτελεσματικά, ποιοτικά φάρμακα με μέσο μηνιαίο κόστος που δεν υπερβαίνει τα 3 ευρώ.
Ποια είναι η θέση της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας στο διεθνές στερέωμα;
Η περίοδος της πανδημίας ανέδειξε ξεκάθαρα την ανάγκη υιοθέτησης μιας εθνικής πολιτικής αυτάρκειας και επάρκειας από τις χώρες της Ευρώπης. Κατά τη διάρκειά της χώρες στην Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, αντιμετώπισαν σοβαρές ελλείψεις σε φάρμακα και υλικά. Αυτό οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αλλάξει γραμμή πλεύσης, αναγνωρίζοντας την ανάγκη επαναπατρισμού της παραγωγής φαρμάκων στην Ευρώπη, με στόχο την αποφυγή ελλείψεων σαν αυτές που σημειώθηκαν στη διάρκεια της κρίσης COVID-19.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε τέτοια προβλήματα, γιατί έχει ισχυρή παραγωγική βάση φαρμάκων που καταγράφει σχεδόν ένα αιώνα δημιουργίας και δράσης. Στα χρόνια αυτά, ο κλάδος σημείωσε μια αξιοσημείωτη πορεία ανάπτυξης, που τον έχει καταστήσει σήμερα μια ισχυρή και εξωστρεφή βιομηχανία που πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Με 45 ελληνικά εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων, η Ελλάδα αντιπροσωπεύει σήμερα το ~10% του ευρωπαϊκού παραγωγικού ιστού. Τα Ελληνικά Φάρμακα ταξιδεύουν εδώ και χρόνια στις διεθνείς αγορές, γνωρίζοντας παγκόσμια καταξίωση. Η ανταγωνιστική διεθνής παρουσία του σε σχεδόν 150 χώρες του κόσμου οφείλεται στη διασφάλιση της ποιότητάς τους σύμφωνα με τις πολύ αυστηρές απαιτήσεις και πρότυπα της Ε.Ε. σε κάθε στάδιο της παραγωγής.
Κύριε Τρύφων παρόλο το τεράστιο αυτό αποτύπωμα που μας αναλύετε η πολιτεία δημιουργεί πρόβλημα στις επενδύσεις με τις υπέρογκες υποχρεωτικές επιστροφές. Ο υπουργός Υγείας σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Ν ανέφερε «το 2024 ελέγξαμε σε πολύ μεγάλο βαθμό το clawback και όπως βλέπετε, έχει επέλθει πλήρης ηρεμία στην φαρμακευτική αγορά». Έχει επέλθει όντως ηρεμία; Έχει επιτευχθεί ή τουλάχιστον αναμένεται να γίνει κάποια δραστική μείωση;
Είναι δεδομένο ότι η χρόνια υποχρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής περίθαλψης στην χώρα μας έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό. Eνδεικτικό είναι άλλωστε το γεγονός, ότι προκειμένου να καλυφθούν οι φαρμακευτικές ανάγκες στον ΕΟΠΥΥ και στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, το 2023 το Κράτος διέθεσε 2,8 δις. €, οι ασθενείς μέσω των συμμετοχών 735 εκατ.€ και η φαρμακοβιομηχανία μέσω clawback, rebate και διαπραγματεύσεων σχεδόν 3,2 δις.€! Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά στην Ευρώπη και τον κόσμο. Δυστυχώς, η φαρμακευτική δαπάνη στον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία αυξήθηκε κατά 76% στην περίοδο 2014- 2022 και συνεχίζει να αυξάνεται διαρκώς, ενώ η χρηματοδότηση αυξήθηκε κατά μόλις ~5%. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση των επιστροφών κατά 540!!! Οι συνθήκες αυτές διαμορφώνουν ένα ξεκάθαρα μη βιώσιμο σκηνικό.
Την τελευταία δεκαετία οι έμμεσες (clawback, rebate) και άμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα, φθάνοντας έως και το 70% του κύκλου εργασιών της εγχώριας βιομηχανίας φαρμάκου. Πρόκειται για υπέρμετρη επιβάρυνση, που πλήττει την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγή στερώντας πολύτιμα κεφάλαια από τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Το ασφυκτικό αυτό περιβάλλον επιδεινώνεται από τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής που προκαλείται λόγω πληθωρισμού. Αυτό πλήττει ιδιαίτερα τα παλιά καταξιωμένα φάρμακα ελληνικής παραγωγής.
Τα μέτρα που έλαβε πρόσφατα το Υπουργείο Υγείας κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, δημιουργώντας κάποιες θετικές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του κλάδου. Σημειώνεται ότι και μόνο η εφαρμογή φίλτρων ποσοτήτων σε κάποιες κατηγορίες φαρμάκων ήδη εμφανίζει εντυπωσιακά αποτελέσματα, ενώ στόχος είναι η πλήρης εφαρμογή τους στο σύνολο των προϊόντων. Ωστόσο, δεν είναι από μόνα τους αρκετά ώστε να διασφαλίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου. Θεωρούμε κρίσιμης σημασίας τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός νέου βιώσιμου πλαισίου φαρμακευτικής πολιτικής σε συνεργασία και με το Υπουργείο Οικονομικών. Ενός πλαισίου που να περιλαμβάνει μέτρα για την ενίσχυση της χρηματοδότησης, τον εξορθολογισμό της κατανάλωσης, κίνητρα για χρήση των οικονομικότερων φαρμάκων και ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον.
Η πλήρης υλοποίηση μέτρων όπως η διασύνδεση των πρωτοκόλλων με τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, η άμεση ενσωμάτωση των περιορισμών που προκύπτουν στο πλαίσιο της αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης ειδικά των νέων θεραπειών, ο περιορισμός της αδόκιμης υποκατάστασης των οικονομικότερων φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα μπορούν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα στην συγκράτηση του κόστους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ανάπτυξη της δυνατότητας ουσιαστικού ελέγχου της συνταγογράφησης με τη χρήση ψηφιακών εργαλείων που επιτρέπουν την ανάλυση της συνταγογραφικής συμπεριφοράς εντοπίζοντας αυτόματα τυχόν παρεκκλίσεις.
Οι στρεβλώσεις του παρελθόντος καθιστούν αναγκαία την υιοθέτηση μιας συνολικής φαρμακευτικής πολιτικής, με στόχο τη μείωση του clawback σε ρεαλιστικά επίπεδα. Εξίσου απαραίτητη είναι και η ρύθμιση των επιβαρύνσεων των παρελθόντων ετών που συσσωρεύονται δημιουργώντας χρηματοοικονομική ασφυξία στις φαρμακοβιομηχανίες.
Είναι επομένως ξεκάθαρο, πως για να αξιοποιηθεί η αναπτυξιακή ορμή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας απαιτείται ένα πλαίσιο φαρμακευτικής πολιτικής. Είναι απαραίτητο ένα μνημόνιο συνεργασίας με την πολιτεία, τουλάχιστον τριετούς διάρκειας που θα διασφαλίζει την επάρκεια και την βιωσιμότητα της φαρμακευτικής αγοράς μέσω του καθορισμού ενός μέγιστου ορίου επιβαρύνσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα κράτη της Ευρώπης