Στη σύγχρονη, διεθνή πρόκληση της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού στην Υγεία, φαινόμενο που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει χαρακτηρίσει, ήδη από το 2022, ως «ωρολογιακή βόμβα» (ticking timebomb), στάθηκαν οι επιστήμονες στο 26ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ) με θέμα «Ανθρώπινο Δυναμικό στην Υγεία: Βλέμμα στο 2030».
Όπως ανέφεραν, για την Ευρώπη οι αιτίες είναι πολλές, με την αύξηση της ζήτησης εργατικού δυναμικού να οφείλεται κυρίως στη γήρανση του πληθυσμού, στην αύξηση της πολυνοσηρότητας και των χρονίων παθήσεων, στις λίστες αναμονής που μεγένθυνε η πανδημία και στις αυξημένες προσδοκίες των ασθενών.
Ταυτόχρονα, ένα υψηλό ποσοστό των επίσης γηρασμένων και εξουθενωμένων σωματικά και ψυχικά επαγγελματιών υγείας εγκαταλείπει ή εκφράζει την πρόθεση να εγκαταλείψει την εργασία, ή/και παραμένει με χαρακτηριστικά εργασιακού απουσιασμού (absenteeism), ενώ η νέα γενιά Ζ δείχνει απρόθυμη για απασχόληση στον τομέα υγείας. Οι εισηγήσεις και ο εποικοδομητικός συνεδριακός διάλογος οδήγησαν σε ορθολογικά συμπεράσματα και προτάσεις για πολιτικές υγείας στοχευμένες στην ουσία της απειλής.
Στη χώρα μας, σύμφωνα με τους ομιλητές, αντιμετωπίζουμε τις ίδιες προκλήσεις, σαφώς πιο έντονα, εφόσον δεν έχουμε σχεδιάσει ακόμα τη στρατηγική αντιμετώπισή τους. Και παρά τα βήματα που έχουν γίνει μέσω της εφαρμοζόμενης πολιτικής υγείας, τα στοιχεία της ανισοκατανομής και της έλλειψης συγκεκριμένων ειδικοτήτων προειδοποιούν πως πρέπει σήμερα να επενδύσει η πολιτεία στην παραγωγή επαγγελματιών υγείας βάσει των αναγκών του πληθυσμού.
Αναγκαία, επίσης, είναι η σύνδεση του εκπαιδευτικού μας συστήματος με την αγορά εργασίας μέσω της συνεργασίας των υπουργείων Παιδείας και Υγείας, προκειμένου να δούμε τα πρώτα αποτελέσματα σε 5 έως 10 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τα απαιτούμενα έτη σπουδών και την απαραίτητη σταδιακή μείωση θέσεων σε κορεσμένες ειδικότητες. Όπως και η ολοκλήρωση του Χάρτη Υγείας, ο οποίος πρέπει να αποτυπώνει με δυναμικό, έγκυρο και χωροταξικό τρόπο την υφιστάμενη κατάσταση σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους και να τεκμηριώνει τις εκάστοτε ανάγκες φροντίδας υγείας (προαγωγής, πρόληψης, πρωτοβάθμιας, νοσοκομειακής, αποκατάστασης, χρόνιας και παρηγορικής/τέλους ζωής), για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων.
Η προσέλκυση και η διατήρηση των επαγγελματιών υγείας στο κρατικό σύστημα υγείας απαιτεί πρόσθετες πολιτικές επένδυσης στους ανθρώπους του συστήματος.
Όπως επισημάνθηκε στο συνέδριο, οι έννοιες που εμπεριέχουν οι -συχνά επαναλαμβανόμενες κατά το συνεδριακό διάλογο- λέξεις «σεβασμός», «στήριξη», «εξέλιξη», «συνεργασία», «εμπιστοσύνη», «δίκαιη αμοιβή», θα πρέπει να μετουσιωθούν σε πρακτικές οι οποίες θα καταστήσουν τον κρατικό εργοδοτικό τομέα υγείας ελκυστικό:
- εγγύηση της απασχόλησης για ειδικότητες σε έλλειψη, με γρήγορες διαδικασίες,
- αμοιβή με διαφορετικά μισθολόγια, αντί των ισοπεδωτικών «ενιαίου» και «ιατρών ΕΣΥ» μισθολογίων,
- επένδυση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού (συνεχής επιμόρφωση για την αύξηση δεξιοτήτων, ευκαιρίες εκπαίδευσης για την προσθήκη ικανοτήτων, δυνατότητες εξέλιξης, βελτίωση συνθηκών εργασίας),
- προστασία της ψυχικής υγείας των εργαζομένων.
Τέλος, τονίσθηκε ότι για τη βιωσιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας και τη βελτίωση της ποιότητας στην παρεχόμενη φροντίδα υγείας, πολιτεία πρέπει να ακούσει τη φωνή των μάχιμων και έμπειρων στελεχών. Το Σύστημα Υγείας, άλλωστε, είναι οι άνθρωποί του!