Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «αλλαγή»; Τι χρειάζεται για να γίνει η «αλλαγή», πώς δηλαδή θα καταλάβουμε την αλλαγή όταν γίνει; Σε σημαντικά ερωτήματα που ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά στη ζωή μας, μας απαντά η Συμβουλευτική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια / Σύμβουλος Υπογονιμότητας, PsyD, MSc, Ιωάννα Θεοδωρακοπούλου, Head of Counselling services of feelwelltoday.com.
«Ίσως και να μπορείτε να φανταστείτε πόσες φορές την ημέρα μπορεί να με ρωτούν αν μπορεί να αλλάξει ένας δύσκολος ή με ιδιαιτερότητες χαρακτήρας. Και συνήθως αυτό το ερώτημα προκύπτει όταν κάποιος άνθρωπος παλεύει να αποφασίσει αν θα δώσει τέλος σε μια σχέση ή αν θα μείνει εκεί με την ελπίδα ότι θα υπάρξει κάποια αλλαγή» επισημαίνει η κα Θεοδωρακοπούλου.
Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «αλλαγή»; Και το ακριβές ερώτημα ίσως να είναι «τι χρειάζεται για να γίνει η αλλαγή», πώς δηλαδή θα καταλάβουμε την αλλαγή όταν γίνει.
Κατά μία έννοια, η ερώτηση αν ένας χαρακτήρας με ιδιαιτερότητες αλλάζει, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Η πιο απλή απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση είναι ότι ναι, κάθε δύσκολος χαρακτήρας, με όποιες ιδιαίτερες πτυχές εμφανίζει, όντας άνθρωπος με ελεύθερη βούληση, μπορεί – δηλαδή έχει τη δύναμη – να αλλάξει. Αλλά πιο κρίσιμες και ουσιαστικές είναι οι ερωτήσεις που αφορούν στις συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι πιθανό να κινητοποιηθεί το άτομο για να κάνει κάποια αλλαγή, αν κάποια εξωτερική αλλαγή – σε συμπεριφορά – θα σημαίνει ότι άλλαξε κάτι ριζικά και πώς θα είμαστε βέβαιοι ότι είναι αυθεντική και με διάρκεια.
Η προσωπικότητα, στο πέρασμα του χρόνου εξελίσσεται και εδραιώνει όλο και μεγαλύτερες αντιστάσεις σε αλλαγές, όπως εξηγεί η ειδικός. Οπότε, τις περισσότερες φορές, οι προβληματικές προσωπικότητες δεν θα αλλάξουν τον τρόπο που έχουν μάθει να σχετίζονται με τους άλλους αν το κόστος του συνήθους τρόπου που λειτουργούν δεν έχει αρχίσει να γίνεται μεγαλύτερο των οφελών. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν χειρισμούς στην επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους, μπορεί να εγκαταλείψουν τις τακτικές ελέγχου, την αποφυγή των ευθυνών και την πρόκληση εντυπώσεων όταν αυτές οι τακτικές δεν τους κάνουν πλέον λειτουργικούς. Την στιγμή δηλαδή που πλέον οι περισσότεροι από αυτούς που τους συναναστρέφονται, έχουν καταλάβει κάποια στοιχεία που δεν ωφελούν την σχέση τους με αυτό τον άνθρωπο και αρχίζουν να «επιβάλλουν» νέους τρόπους επαφής μαζί του, ο χειριστικός άνθρωπος μπορεί να αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι οι προηγούμενες στρατηγικές του απλά δεν του φέρνουν αυτό που κατάφερνε μέχρι πρότινος.
Ορισμένες φορές, όταν μια προβληματική συνήθεια στη συμπεριφορά κάποιου εγκαταλείπεται, μπορεί να εμφανιστούν άλλες και μάλιστα πιο προβληματικές. «Αν λοιπόν αναφερθώ πάλι στις χειριστικές προσωπικότητες τις οποίες θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και κεκαλυμμένες – επιθετικές, είναι αυτοί οι χαρακτήρες που εμφανίζουν μια ανισορροπία όσον αφορά το πόσο συχνά, πόσο έντονα, και πόσο ατίθασα κυνηγούν την κυριαρχία και τον έλεγχο. Και οι χειριστικοί κυνηγούν αυτούς του στόχους συνήθως μέσω έμμεσων οδών. Αλλά όταν οι έμμεσες οδοί δεν είναι πλέον αποτελεσματικές, μπορούν πολύ εύκολα να στραφούν σε πιο άμεσες και πιθανώς επικίνδυνες. Άρα, απλά και μόνο επειδή κάποιος έχει εγκαταλείψει τις χειριστικές τακτικές του δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι έχει διαχειριστεί τις επιθετικές τάσεις του που ευθύνονται για τα προβλήματά του» σημειώνει η κα Θεοδωρακοπούλου και συμπληρώνει:
«Η αλλαγή μιας πτυχής της συμπεριφοράς μας είναι πάντοτε το πρώτο βήμα στο να καταφέρουμε μια πιο ριζική αλλαγή. Όπως ο τρόπος που σκεφτόμαστε επηρεάζει την συμπεριφορά μας, έτσι και οι πράξεις μας και οι συνέπειές τους επηρεάζουν τον τρόπο που ερμηνεύουμε τις καταστάσεις, τις στάσεις που διατηρούμε και τις πεποιθήσεις που έχουμε σχετικά με τον τρόπο ζωής μας. Οι ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο που συνήθως κινούμαστε είναι η προϋπόθεση για την αλλαγή περαιτέρω προβληματικών πτυχών του χαρακτήρα.
Ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε την ουσιαστική αλλαγή σε κάποιον είναι να εξετάσουμε πόσο αναγνωρίζει την ευθύνη κάποιων βασικών θεμάτων του για τα προβλήματα που υφίστανται. Για παράδειγμα, αν κάποιος παραδεχτεί το γεγονός ότι έχει πρόβλημα με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα – και δεν εννοώ απαραιτήτως βία – και ότι έχει την ανάγκη να αλλάξει τον τρόπο του ώστε να κερδίζει στη ζωή αυτά που θέλει, τότε μπορεί πραγματικά να δούμε αλλαγές. Αυτού του είδους η αλλαγή αγγίζει βαθύτερα επίπεδα στο συναίσθημα και την σκέψη του ατόμου. Κι εκεί είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα έρθουν και οι αποδείξεις της αλλαγής στην συμπεριφορά, με σταθερότητα και σε ένα εύρος καταστάσεων».
Οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν. Αν δεν μπορούσαν – αν δηλαδή ήμασταν όλοι προγραμματισμένα ρομπότ – τότε δεν θα υπήρχε αυτό που λέμε προσωπική ευθύνη.
«Άρα όταν οι άνθρωποι ρωτούν για τις αλλαγές, συνήθως αυτό αφορά την προσωπική τους μάχη σε μια τοξική ή επιθετική σχέση. Συχνά, θέλουν έναν λόγο από τον οποίο να κρεμαστούν παρ’ όλο που κάθε κύτταρό τους φωνάζει την ανάγκη τους. Μερικές φορές, αυτό γίνεται λόγω κοινωνικών πιέσεων και την σημαντική επένδυση που έχουν κάνει σε μια σχέση, οπότε αισθάνονται και φτάνουν και να πιστεύουν ότι δεν μπορούν να αντέξουν να βγουν από αυτό. Άλλες φορές, γίνεται λόγω του ότι δεν έχουν αναπτύξει αρκετά την αίσθηση της πίστης στον εαυτό τους ώστε να μπορέσουν να σπάσουν τα δεσμά μιας μη-υγιούς εξάρτησης.
Πρέπει όμως πάντα να θυμόμαστε ότι ο άνθρωπος αλλάζει και ότι αυτό είναι πάντοτε ευθύνη του ίδιου του ατόμου που εμφανίζει τις ιδιαιτερότητες. Αρκετές φορές χρειάζεται βοήθεια ειδικού αλλά το κίνητρο για οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να ξεκινάει από αυτό καθ` αυτό το άτομο, μέσα από αυθεντική επιθυμία να εξελιχθεί και να ωριμάσει κάποια πτυχή του χαρακτήρα του. Για να μπει στη διαδικασία είναι απαραίτητο να υπάρχει το κατάλληλο κίνητρο. Τις περισσότερες φορές, το κίνητρο προκύπτει μόνο όταν οι συνθήκες έχουν φέρει την κατάσταση σε άκρα, δηλαδή το άτομο έχει χάσει πολλά ή το κόστος της συμπεριφοράς του έχει πάρει μεγάλες προεκτάσεις» τονίζει.
Κλείνοντας, η κα Θεοδωρακοπούλου επισημαίνει: «Πάντα υπάρχει ελπίδα, αλλά είναι απολύτως θεμελιώδες να γνωρίζει το άτομο την ευθύνη του, όχι μόνο για εξωτερικές αλλαγές σε συμπεριφορές, αλλά για σταθερές και ακριβείς αποδείξεις σε συμπεριφορές που θα αποδεικνύουν ότι υφίστανται αλλαγές σε συναίσθημα και σκέψη – ή αλλιώς, σε καρδιά και μυαλό».