Υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής ζώνης του ΠΟΥ είναι ο οικονομικός αντίκτυπος του καρκίνου του πνεύμονα για τα άτομα από την Ελλάδα σύμφωνα με την 8η έρευνα του Ευρωπαϊκού φορέα με τίτλο «Οικονομικός αντίκτυπος του καρκίνου του πνεύμονα: Μια ευρωπαϊκή προσέγγιση», που δημοσίευσε στη χώρα μας η FairLife L.C.C. ενεργό μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τον Καρκίνο του Πνεύμονα (LuCE).
Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν αποκαλυπτικά:
-Συνολικά το 92,4% των ατόμων ανέφεραν οικονομική δυσχέρεια ως αποτέλεσμα της νόσου έναντι 66,8% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων. Ο αντίκτυπος ήταν πολύ σημαντικός (αρκετά / πάρα πολύ) για το 50,0% των Ελλήνων συμμετεχόντων.
-Η σοβαρότητα της οικονομικής τοξικότητας λόγω καρκίνου του πνεύμονα είναι τόσο υψηλή, ώστε το 71,7% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα είχε δυσκολία στην κάλυψη ορισμένων δαπανών έναντι του 45,7% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων.
-Το 61,4% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα χρειάζεται πάνω από το 20% του εισοδήματος του νοικοκυριού του για να πληρώσει τις δαπάνες που σχετίζονται με τον καρκίνο του πνεύμονα έναντι του 31,7% του μέσου όρου σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
-Είναι επίσης πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι το 87,5% των ατόμων με οικονομικές δυσκολίες συμφώνησαν ότι η οικονομική τους κατάσταση είχε αντίκτυπο στην πρόσβασή τους σε θεραπεία και περίθαλψη.
-Περίπου το 75% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα ανέφεραν μειωμένο εισόδημα του νοικοκυριού μετά τη διάγνωση έναντι 62,9% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων. 4 στους 10 ανέφεραν την απουσία από την εργασία ως μία από τις αιτίες της μείωσης του εισοδήματος, ακολουθούμενη από την μη ικανότητα εργασίας (29,6%).
-Η μεγάλη πλειονότητα των συμμετεχόντων (87,4%) αναγκάστηκε να μειώσει τα έξοδα του νοικοκυριού για να αντιμετωπίσει τα έξοδα μετά τη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα.
-Η έρευνα υποδηλώνει ότι ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί παράγοντα κινδύνου πρόκλησης οικονομικής δυσχέρειας. Το ποσοστό των Ελλήνων συμμετεχόντων που είχαν άγχος για τα οικονομικά τους αυξήθηκε από 48,1% (πριν τη διάγνωση) σε 72,2% ( μετά τη διάγνωση). Τα αντίστοιχα ποσοστά στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο αυξήθηκαν από 27,7% σε 46,8%.
-Εν τέλει, το 60,2% των ατόμων που επηρεάζονται από τη νόσο στην Ελλάδα δυσκολεύεται να βιοποριστεί με το εισόδημα του νοικοκυριού του έναντι του 26,2% του μέσου όρου των Ευρωπαίων συμμετεχόντων.
-Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων (71,2%) δεν είχε συζητήσει ποτέ, ή ελάχιστα, με τις ομάδες υγειονομικής περίθαλψης σχετικά με τις οικονομικές ανησυχίες τους. Το ποσοστό αυτό συμπίπτει με τον μέσο όρο των Ευρωπαίων συμμετεχόντων.
-Η αντιμετώπιση της νόσου είναι συχνά δαπανηρή, ειδικά αν τα βήματα για τη διάγνωση – μεταξύ άλλων ο ολοκληρωμένος μοριακός έλεγχος – και τη θεραπεία δεν καλύπτονται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα υγείας ή τα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα.
-Επιπρόσθετες οικονομικές πιέσεις μπορεί να δημιουργήσουν οι δαπάνες διακομιδής προς και από τα εξειδικευμένα κέντρα θεραπείας, λόγω έλλειψης επαρκούς στελέχωσης επαγγελματιών υγείας και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού σε δομές της Ελληνικής περιφέρειας και η σημαντική απώλεια ωρών εργασίας για τους υπεύθυνους συνοδούς και μέλη της οικογένειας που καλούνται να καλύψουν με την παρουσία και συμμετοχή τους τέτοιες ελλείψεις.
Σύμφωνα με τη FairLife L.C.C. η Ελλάδα ήταν μία από τις 28 χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που συμμετείχαν στην έρευνα. Το 38,3% ήταν ασθενείς και το 61,7% φροντιστές. Η πλειοψηφία ήταν άτομα ηλικίας 55-64 ετών, με το ποσοστό των γυναικών να υπερτερεί (67.5%) σε σχέση με το ποσοστό (31,7%) των ανδρών.
Αξίζει να σημειωθεί πως το 44,2% είχαν (ή οι οικείοι τους είχαν) νόσο σταδίου IV, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (αδενοκαρκίνωμα).
Λύσεις υποστήριξης
Η έκθεση προτείνει λύσεις και τρόπους υποστήριξης για τους ασθενείς και τις οικογένειες τους:
-Έλεγχος για οικονομική τοξικότητα και παροχή προγραμμάτων για την κάλυψη δαπανών, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας.
Οι ομάδες υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη συζήτηση με τα άτομα που επηρεάζονται από τον καρκίνο του πνεύμονα για να διερευνήσουν τις οικονομικές τους ανάγκες. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να απευθύνονται σε φορείς που μπορούν να πληροφορήσουν και να βοηθήσουν στη μείωση των δαπανών που σχετίζονται με τη θεραπεία και τη φροντίδα και στον περιορισμό των αυξημένων δαπανών λόγω της νόσου.
-Ενίσχυση του προγράμματος κάλυψης εισοδήματος για άτομα που δεν μπορούν να εργαστούν, επειδή νοσούν από καρκίνο του πνεύμονα ή για τους φροντιστές.
Η μείωση του εισοδήματος λόγω των εργασιακών μεταβολών είναι μία από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της διάγνωσης του καρκίνου του πνεύμονα. Τα εργαζόμενα άτομα είναι πιο πιθανό να βιώσουν μείωση του εισοδήματός τους λόγω της νόσου. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρηματοδοτούν τις κατάλληλες παροχές αποζημίωσης μέσω των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και να τις παρέχουν σε όσους δεν μπορούν να εργαστούν λόγω καρκίνου του πνεύμονα.