«Καμπανάκι» για την έξαρση των κρουσμάτων κοκκύτη στην Ελλάδα κρούει ο ΕΟΔΥ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα ο Οργανισμός, ο αριθμός των κρουσμάτων κοκκύτη το α’ πεντάμηνο του έτους έφτασε τα 230, έναντι μόλις 9 κρουσμάτων που είχαν δηλωθεί το 2023. Κατά τα ίδια στοιχεία το 57,8% των φετινών κρουσμάτων ήταν παιδιά και έφηβοι.
Τι είναι όμως ο κοκκύτης και πώς εκδηλώνεται;
Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) που είναι αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο.
ΕΟΔΥ: Καμπανάκι για έξαρση κοκκύτη – Συστάσεις για εμβολιασμό εγκύων
Τα συμπτώματα και τα στάδια της νόσου
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, διακρίνονται τρία στάδια της νόσου:
- Το πρόδρομο ή καταρροϊκό που διαρκεί μία ή δύο εβδομάδες εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο ερεθιστικό ξηρό βήχα αρχικά νυκτερινό.
- Το παροξυσμικό που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα. Οι παροξυσμοί του βήχα φθάνουν κατά μέσο όρο τους 15 το 24ωρο. Χαρακτηριστικά μετά από βαθιά εισπνοή επέρχονται κατά την ίδια εκπνοή πολλές βηχικές ώσεις, τις οποίες ακολουθεί βαθιά, ηχηρή, συριγμώδης εισπνοή (εισπνευστικός συριγμός). Ο παροξυσμός περιλαμβάνει επεισόδια βήχα που διαδέχονται το ένα το άλλο με αυξανόμενη ένταση που συχνά τελειώνουν με εμετό. Στην αιχμή των παροξυσμών του βήχα προκαλείται άπνοια που οδηγεί σε κυάνωση η οποία παρέρχεται μετά από εισπνευστικό συριγμό.
- Το στάδιο της αποδρομής που διαρκεί 2-3 εβδομάδες και οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν. Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου όταν υπάρχει είναι συνήθως ήπιος.
Πόσο επικίνδυνος είναι ο κοκκύτης και ποιοι κινδυνεύουν να νοσήσουν
Ο κοκκύτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο σε άτομα όλων των ηλικιών, έως και απειλητική για τη ζωή νόσηση, ειδικά σε βρέφη. Ένα στα τρία παιδιά ηλικίας κάτω του έτους που θα νοσήσουν από κοκκύτη, θα χρειαστούν νοσοκομειακή υποστήριξη, ενώ 1% των νοσηλευόμενων παιδιών θα καταλήξει.
Οι επιπλοκές
Όπως διευκρινίζει ο ΕΟΔΥ, οι επιπλοκές είναι συχνότερες στα βρέφη και εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το ΚΝΣ. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Στις ΗΠΑ η επίπτωση της πνευμονίας είναι 11,8% σε βρέφη ηλικίας <6 μηνών (1). Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά προβάλει με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Συμβαίνει σε ποσοστό 0,1% των βρεφών <6 μηνών στις ΗΠΑ (1). Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Τέλος λόγω της αυξημένης πίεσης δημιουργούνται κήλες, ρινικές επιστάξεις, πρόπτωση του ορθού και πνευμοθώρακας.
Η θνητότητα στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 0,2% (90% των θανάτων αφορούσαν βρέφη ηλικίας <6 μηνών που δεν είχαν ολοκληρώσει τη βασική σειρά εμβολιασμού). Κατά το έτος 2009 καταγράφηκαν παγκοσμίως 106.207 θάνατοι (ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης με DTP3 82%).
Ο τρόπος μετάδοσης του κοκκύτη
Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα.
Ο χρόνος επώασης του κοκκύτη κυμαίνεται συνήθως από 7 έως 10 ημέρες, με εύρος 4-21 ημέρες (και σπανίως έως 42 ημέρες).
Η μεταδοτικότητα
Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής 80% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Οι πάσχοντες από κοκκύτη είναι περισσότερο μεταδοτικοί κατά τη διάρκεια του καταρροϊκού σταδίου καθώς και τις δυο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του βήχα (περίπου 21 ημέρες) ενώ κάποια άτομα ιδιαίτερα παιδιά που έχουν θετική καλλιέργεια για αρκετές εβδομάδες παραμένουν μεταδοτικά για μεγαλύτερη περίοδο. Μετά σταδιακά η μεταδοτικότητα μειώνεται και γίνεται ασήμαντη σε 3 εβδομάδες περίπου παρά την επιμονή παροξυσμικού βήχα με συριγμό. Εάν γίνει έναρξη αγωγής με μακρολίδες οι ασθενείς παύουν να είναι μεταδοτικοί 5 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση του κοκκύτη στηρίζεται συνήθως στο χαρακτηριστικό ιστορικό, την κλινική εικόνα και τη χαρακτηριστική λευκοκυττάρωση με υπεροχή των λεμφοκυττάρων. Ωστόσο σε άτυπες περιπτώσεις καθώς και σε αυτές που η κλινική εικόνα διαφοροποιείται λόγω εμβολιασμού ο εργαστηριακός έλεγχος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος.
Η προτιμώμενη εργαστηριακή μέθοδος είναι η απομόνωση του αιμόφιλου του κοκκύτη σε καλλιέργεια ρινοφαρυγγικών εκκριμάτων. Για τη λήψη του ρινοφαρυγγικού εκκρίματος επιβάλλεται η χρήση στυλεού με Dacron ή αλγινικό ασβέστιο και οπωσδήποτε όχι με βαμβάκι. Η πιθανότητα απομόνωσης του αιμόφιλου σε καλλιέργεια είναι μικρότερη αν έχει προηγηθεί χορήγηση αντιμικροβιακής θεραπείας ή η λήψη του δείγματος έγινε μετά την 3η εβδομάδα από την έναρξη της νόσου.
Διάγνωση του κοκκύτη γίνεται και με PCR που είναι μέθοδος ταχύτερη και περισσότερο ευαίσθητη από την καλλιέργεια. Η μέθοδος θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιπρόσθετη της καλλιέργειας και όχι σε αντικατάστασή της. Η PCR επηρεάζεται λιγότερο από την προηγούμενη χορήγηση αντιμικροβιακής αγωγής.
Για την ταχεία διάγνωση του κοκκύτη χρησιμοποιείται και η τεχνική του άμεσου ανοσοφθορισμού (DFA) σε επίχρισμα ρινοφαρυγγικών εκκριμάτων. Η μέθοδος δεν τεκμηριώνει τη διάγνωση γιατί στερείται ικανού βαθμού ευαισθησίας και ειδικότητας. Συγκεκριμένα η αντίδραση θετικοποιείται και σε παρουσία άλλων αιμοφίλων με αντιγονική ομοιότητα (Bordetella parapertussis, Bordetella bronchioseptica).
Τέλος η διάγνωση του κοκκύτη γίνεται και με ορολογικές αντιδράσεις με προσδιορισμό στον ορό του αίματος των IgG και IgA αντισωμάτων έναντι της κοκκυτικής τοξίνης και της νηματοειδούς αιμοσυγκολλητίνης κατά την οξεία φάση της νόσου και την ανάρρωση. Ο ορολογικός έλεγχος θα πρέπει να συνοδεύεται με λήψη καλλιέργειας για επιβεβαίωση της διάγνωσης της νόσου. Η μέθοδος μπορεί να είναι χρήσιμη σε εφήβους και ενήλικες που εξετάζονται αργά στην πορεία της νόσου τους, όταν τόσο η καλλιέργεια όσο και η PCR μπορεί να είναι αρνητικές. Επίσης, με τον ορολογικό έλεγχο δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ νόσησης και εμβολιασμού κατά το τελευταίο έτος, καθώς τα αντισώματα αυξάνονται και στις δυο περιπτώσεις.
Τρόποι προστασίας από τον κοκκύτη
Όπως επισημαίνει ο ΕΟΔΥ, για να είναι κάποιος προστατευμένος από νόσηση από τον κοκκύτη θα πρέπει να εμβολιάζεται με όλες τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων στο σωστό χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών για τα παιδιά και τους ενήλικες. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο εμβόλια, το DTaP για παιδιά ηλικίας μικρότερης των 7 ετών και το Tdap για παιδιά ηλικίας άνω των 7 ετών, εφήβους και ενήλικες. Συγκεκριμένα, το εμβόλιο DTaP πρέπει να χορηγείται κατά τον 2ο, 4ο, 6ο, 15ο-18ο μήνα ζωής και στα 4-6 χρόνια, ενώ το εμβόλιο TdaP χορηγείται στην ηλικία 11-12 ετών, μεταξύ 18 και 25 ετών και μετά ως αναμνηστική δόση Td ή Tdap ανά δεκαετία.
Μπορούν οι έγκυρες να εμβολιαστούν για τον κοκκύτη;
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, οι έγκυες για να προστατευτούν από τον κοκκύτη και για να προστατεύσουν τα μωρά τους θα πρέπει να εμβολιάζονται σε κάθε κύηση, με το εμβόλιο Tdap ή Tdap-IPV στο τρίτο τρίμηνο εγκυμοσύνης, κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης, ανεξάρτητα από το διάστημα που μεσολάβησε από προηγούμενο εμβολιασμό με Td/Tdap. Επίσης με τα ίδια εμβόλια μπορεί να εμβολιαστούν και οι λεχωΐδες, που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της κύησης. Τα βρέφη κατά τους πρώτους μήνες ζωής και μέχρι να εμβολιαστούν με το εμβόλιο DTaP στην ηλικία 2μηνών, δεν διαθέτουν δική τους άμυνα έναντι του κοκκύτη. Ο μόνος τρόπος για να προστατευτούν από τον κοκκύτη είναι μέσω του εμβολιασμού της εγκύου και των ατόμων φροντίδας τους. Τα μέλη οικογένειας που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένοι για τον κοκκύτη θα πρέπει να εμβολιάζονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή με νεογνά και βρέφη.
Αν κάποιος εμβολιαστεί υπάρχει κίνδυνος να νοσήσει από κοκκύτη;
Η αποτελεσματικότητα του ακκυταρικού (DTaP/ TdaP) εμβολίου κυμαίνεται από 80% ως 85% ενώ η προστατευτική του δράση εξασθενεί μετά την πάροδο 5 ετών, αναφέρει ο ΕΟΔΥ. Ένα άτομο εμβολιασμένο μπορεί να νοσήσει, αλλά τα συμπτώματά του συνήθως είναι πιο ήπια, διαρκούν λιγότερο, ενώ τα περιστατικά κυάνωσης και άπνοιας είναι πιο σπάνια