Νέα μελέτη που δημοσίευσαν πρόσφατα ερευνητές των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ και Λονδίνου, η οποία παρουσιάζει την κλινική έκβαση της χειρουργικής θεραπείας αδενωμάτων της υπόφυσης.
Η υπόφυση είναι ένας μικρός αδένας που βρίσκεται στη βάση του κρανίου ακριβώς κάτω από τα οπτικά νεύρα. Εκκρίνει ορμόνες που μεταφέρουν μηνύματα σε όλο το σώμα και έτσι ελέγχει άλλους αδένες, όπως το θυρεοειδή, τα επινεφρίδια, και τα αναπαραγωγικά όργανα. Οι όγκοι της υπόφυσης είναι από τους συχνότερους όγκους του εγκεφάλου. Στην πλειοψηφία τους είναι καλοήθεις (μη καρκινικοί). Τα αδενώματα είναι ο πιο συχνός όγκος της υπόφυσης, με σύγχρονες μελέτες να εκτιμούν ότι επηρεάζουν 1 στους 1.000 ανθρώπους. Άλλοι όγκοι της υπόφυσης, λιγότερο συχνοί, είναι το κρανιοφαρυγγίωμα, κύστη Rathke, μηνιγγίωμα, γερμίνωμα κ.α.
Η μελέτη, ως συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, συμπεριέλαβε 178 πρωτογενείς μελέτες και συνολικά 427.659 ασθενείς. Δημοσιεύτηκε, μάλιστα, στο κορυφαίο ιατρικό περιοδικό που ειδικεύεται στην Υπόφυση (“Pituitary”, επίσημο περιοδικό της Παγκόσμιας Εταιρείας Υπόφυσης). Όπως αναφέρει ο επικεφαλής της μελέτης διευθυντής νευροχειρουργός στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Κέιμπριτζ και μέλος της επιστημονικής ομάδας της Α΄ Νευροχειρουργικής Κλινικής του Ερρίκος Ντυνάν, Άγγελος Κόλιας, τα αδενώματα της υπόφυσης μπορούν να προκαλέσουν πλειάδα συμπτωμάτων είτε λόγω υπολειτουργίας της υπόφυσης (με συμπτώματα όπως κόπωση, υπόταση, αύξηση σωματικού βάρους, μείωση μυϊκής μάζας, υπογονιμότητα, μειωμένη λίμπιντο, στυτική δυσλειτουργία κ.ά.) ή υπερέκκρισης συγκεκριμένων ορμονών που οδηγούν σε νόσους όπως μεγαλακρία, νόσος Cushing κ.ά. Όγκοι που ασκούν πίεση επί των οπτικών νεύρων προκαλούν απώλεια οπτικών πεδίων ή/και μείωση οπτικής οξύτητας που μπορεί, χωρίς έγκαιρη παρέμβαση, να οδηγήσει σε τύφλωση. Η διάγνωση τίθεται με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Ωστόσο η διεπιστημονική αξιολόγηση είναι απαραίτητη για να διαπιστωθεί αν το αδένωμα επηρεάζει την όραση ή τη λειτουργία της υπόφυσης.
Σύμφωνα με την μελέτη, η χειρουργική εξαίρεση αποτελεί την κύρια μέθοδο αντιμετώπισης των αδενωμάτων της υπόφυσης και για αυτόν τον λόγο είναι κρίσιμο, τόσο οι θεράποντες ιατροί, όσο και οι ασθενείς, να δίνουν έμφαση στις κλινικές εκβάσεις και συγκεκριμένα:
– Χειρουργικές επιπλοκές (αιμορραγία, εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, λοίμωξη κ.ά.).
– Μετεγχειρητική υπολειτουργία της υπόφυσης
– Μετεγχειρητική ύφεση νόσου (για εκκριτικούς όγκους).
– Μετεγχειρητική βελτίωση της όρασης.
– Μετεγχειρητική επιδείνωση της όρασης.
– Τυχόν υπολειμματικός όγκος.
– Υποτροπή όγκου.
– Ρινικές επιπλοκές (συμφόρηση, μειωμένη όσφρηση κ.ά.).
– Ποιότητα ζωής.
Σύμφωνα με τον κ. Κόλια, η χειρουργική εξαίρεση αδενωμάτων υπόφυσης πραγματοποιείται με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές με ενδοσκόπιο μέσω της διαρρινικής, διασφηνοειδικής οδού. Η επέμβαση είναι εξαιρετικά ασφαλής και αποτελεσματική, εάν και εφόσον πραγματοποιείται από νευροχειρουργούς με την απαραίτητη εξειδίκευση και εμπειρία.
Η εξαιρετική ασφάλεια έγκειται στο ότι το ενδεχόμενο σοβαρών επιπλοκών, όπως διεγχειρητικός θάνατος, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή τραυματισμός των έσω καρωτίδων αρτηριών, έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, η μελέτη καταδεικνύει ότι η επέμβαση πρέπει να στοχεύει, τόσο στην επίτευξη των αντικειμενικών στόχων της (δηλαδή, βελτίωση ή αποτροπή επιδείνωσης της όρασης, ει δυνατόν ριζική εξαίρεση του όγκου, μετεγχειρητική ύφεση νόσου για εκκριτικούς όγκους) όσο και στην ελαχιστοποίηση της πιθανότητας επιπλοκών (δηλαδή, αιμορραγία, εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, λοίμωξη, μετεγχειρητική υπολειτουργία της υπόφυσης, μετεγχειρητική επιδείνωση της όρασης, ρινικές επιπλοκές). Η διατήρηση της ποιότητας ζωής των ασθενών είναι εξαιρετικά σημαντική και εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την αποφυγή νέων ορμονικών διαταραχών μετά την επέμβαση, άριστη ρύθμιση τυχόν ορμονικών διαταραχών (προ και μετά της επέμβασης) και αποφυγή ρινικών επιπλοκών.
Για αυτούς τους λόγους, εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης, στα κορυφαία κέντρα παγκοσμίως υπάρχουν διεπιστημονικές Ομάδες Υπόφυσης, που αποτελούνται από νευροχειρουργούς, ενδοκρινολόγους, νευρο-οφθαλμιάτρους, και νευρο-ακτινολόγους. Επίσης, στα κορυφαία κέντρα παγκοσμίως, σε επεμβάσεις αυτού του τύπου, πέραν του νευροχειρουργού, συμμετέχει και ΩΡΛ χειρουργός δεδομένου ότι η προσπέλαση γίνεται μέσω της μύτης. Αυτές οι εξειδικευμένες ομάδες έχουν την εξειδίκευση, εμπειρία και τεχνολογία ώστε να:
– γίνεται η σωστή διάγνωση και να συμφωνείται το ορθό θεραπευτικό πλάνο χωρίς άσκοπες καθυστερήσεις
– μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες ίασης ή μακροπρόθεσμου ελέγχου του όγκου με διατήρηση της ποιότητας ζωής
– ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες επιπλοκών.
Όπως επισημαίνει ο κ. Κόλιας, η διεπιστημονική Ομάδα Υπόφυσης, που λειτουργεί στο πλαίσιο της Α’ Νευροχειρουργική Κλινικής του Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center, είναι σε θέση να προσφέρει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας σε όλους τους ασθενείς με όγκους και άλλες παθήσεις της υπόφυσης, από την πρώτη στιγμή της διαπίστωσης του προβλήματος, κατά την άμεση, αλλά και κατά την μακροπρόθεσμη αντιμετώπισή του.