Τη Δευτέρα 16 Οκτωβρίου ξεκινά επίσημα το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά της νόσου Covid-19 με το νέο επικαιροποιημένο εμβόλιο ενώ, την ίδια μέρα ανοίγει και η πλατφόρμα των ραντεβού για συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και άτομα υψηλού κινδύνου.
Για το νέο Μονοδύναμο Επικαιροποιημένο Εμβόλιο XBB.1.5. θα ενημερώσει το κοινό η πρόεδρος της Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου, η οποία θα δώσει αναλυτικές οδηγίες για το ποια άτομα πρέπει να επαναλάβουν τον εμβολιασμό τους και πότε.
Να σημειωθεί ωστόσο, ότι η πρόσκληση στους συντάκτες Υγείας ήρθε μόλις σήμερα αν και οι πληροφορίες μας λένε ότι η αναπληρώτρια υπουργός κα Αγαπηδάκη έχει ήδη κάνει συνάντηση με «δικούς της» δημοσιογράφους και έχει ενημερώσει για το θέμα αυτό.
Ποιο είναι το νέο εμβόλιο και ποιους αφορά
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το προσαρμοσμένο εμβόλιο Comirnaty που αναπτύχθηκε από την BioNTech-Pfizer για το στέλεχος XBB.1.5 της COVID-19. Το εμβόλιο αυτό αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό ορόσημο στη μάχη κατά της νόσου. Πρόκειται για την τρίτη προσαρμογή που γίνεται σε αυτό το εμβόλιο προκειμένου να αντιμετωπιστούν νέες παραλλαγές της COVID.
Το εμβόλιο έχει εγκριθεί για ενήλικες, παιδιά και βρέφη ηλικίας άνω των 6 μηνών. Σύμφωνα με τις προηγούμενες συστάσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), στους ενήλικες και στα παιδιά ηλικίας 5 ετών και άνω που χρήζουν εμβολιασμού θα πρέπει να χορηγείται μία μόνο δόση, ανεξάρτητα από το ιστορικό εμβολιασμού τους κατά της COVID-19.
Η έγκριση χορηγείται κατόπιν αυστηρής αξιολόγησης από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, στο πλαίσιο του μηχανισμού ταχείας αξιολόγησης. Η Επιτροπή ενέκρινε αυτό το προσαρμοσμένο εμβόλιο με ταχεία διαδικασία, ώστε τα κράτη μέλη να μπορέσουν να προετοιμαστούν εγκαίρως για τις φθινοπωρινές εκστρατείες εμβολιασμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ για τα εμβόλια, η Επιτροπή εξακολουθεί να διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση στα τελευταία εγκεκριμένα εμβόλια κατά της COVID-19 σε ποσότητες που απαιτούνται για την προστασία των ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού τους και την αντιμετώπιση της επιδημιολογικής εξέλιξης του ιού. Σύμφωνα με τη δήλωση του ECDC και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων σχετικά με την επικαιροποίηση της σύνθεσης των εμβολίων κατά της COVID-19 για τις νέες παραλλαγές του ιού SARS-CoV-2, η BioNTech-Pfizer προσάρμοσε το εμβόλιό της κατά της COVID-19 ώστε να στοχεύει το στέλεχος XBB.1.5 της παραλλαγής Όμικρον του SARS-CoV-2. Το προσαρμοσμένο εμβόλιο αναμένεται επίσης να αυξήσει το εύρος της ανοσίας απέναντι στις κυρίαρχες σήμερα καθώς και στις αναδυόμενες παραλλαγές. Η τροποποίηση της σύμβασης με την BioNTech-Pfizer που υπογράφηκε τον Μάιο του 2023 διασφαλίζει ότι, κατά τα επόμενα χρόνια, τα κράτη μέλη θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση σε εμβόλια προσαρμοσμένα στις νέες παραλλαγές της COVID-19.
Συστάσεις ΕΚΠΑ για ασθενείς με καρκίνο
Ωστόσο, οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (διευθυντής, καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας) συνοψίζουν τις συστάσεις εμβολιασμού σε ασθενείς με νεοπλασίες σύμφωνα με το Εθνικό Εμβολιαστικό Πρόγραμμα 2023 και με τις συστάσεις εμβολιασμού από τις κατευθυντήριες οδηγίες σε Ογκολογία και Αιματολογία.
COVID-19: Συστήνεται ο αναμνηστικός εμβολιασμός με επικαιροποιημένο εμβόλιο τουλάχιστον 3 μήνες μετά από την τελευταία δόση ή από την τελευταία νόσηση από SARS-CoV-2. Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων, συστήνεται μια επικαιροποιημένη δόση μετά από 3 μήνες από τη μεταμόσχευση.
Γρίπη: Συστήνεται ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός για όλους τους ασθενείς. Οι ασθενείς άνω των 60 ετών μπορούν να εμβολιάζονται και με αντιγριπικό εμβόλιο, το οποίο περιέχει αυξημένη δόση αντιγόνου και όσοι είναι άνω των 65 μπορούν να εμβολιάζονται και με το αντιγριπικό εμβόλιο που περιέχει ανοσοενισχυτικό. Ειδικά για τους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα συστήνεται η χορήγηση δύο δόσεων με ένα μήνα διαφορά, σύμφωνα με τις οδηγίες της Παγκόσμιας Ομάδας Μελέτης του Πολλαπλού Μυελώματος. Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων συστήνεται μία δόση από τους 6 μήνες μετά τη μεταμόσχευση, ενώ σε καιρό επιδημίας δύναται να ξεκινήσει στους 4 μήνες.
Πνευμονιόκοκκος: Συστήνεται 1 δόση συζευγμένου εμβολίου PCV20. Αν έχει προηγηθεί εμβολιασμός με PCV13 και PPSV23, τότε ακολουθεί μια άπαξ δόση PCV20 τουλάχιστον 5 χρόνια μετά την τελευταία δόση. Αν έχει προηγηθεί είτε το PCV13 είτε το PPSV23, τότε διενεργείται μια άπαξ δόση PCV20 ένα έτος αργότερα. Αν δεν έχει προηγηθεί καμία δόση με PCV13 ή με PPSV23, τότε διενεργείται μια δόση PCV20. Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων συστήνονται 3 δόσεις PCV20 ανά μήνα ξεκινώντας 6 μήνες μετά τη μεταμόσχευση, καθώς και μια 4η δόση τουλάχιστον 6 μήνες μετά την 3η δόση ή 12 μήνες μετά τη μεταμόσχευση.
Αιμόφιλος γρίπης (Hib): Συστήνονται 3 δόσεις μετά από μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων σε μεσοδιάστημα 2 μηνών.
Μηνιγγιτιδόκοκκος: Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων 6 μήνες πριν, συστήνονται 2 δόσεις εμβολίου για το μηνιγγιτιδόκοκκο Β (MenB) και 2-3 δόσεις τετραδύναμου εμβολίου MenACWY για το μηνιγγιτιδόκοκκο σε μεσοδιάστημα 2 μηνών.
Τέτανος-διφθερίτιδα-κοκκύτης: Συστήνεται 1 δόση Tdap εάν δεν έχει προηγηθεί εμβολιασμός, και ακολούθως Td ή Tdap κάθε 10 έτη. Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων συστήνονται 3 δόσεις DTap ξεκινώντας 6 μήνες μετά τη μεταμόσχευση.
Έρπης ζωστήρας: Συστήνεται η χορήγηση 2 δόσεων ανασυνδυασμένου εμβολίου σε μεσοδιάστημα 2 έως 6 μηνών σε ηλικία 60 ετών και άνω σε ανοσοεπαρκείς. Σε 18 ετών και άνω με τουλάχιστον δύο επεισόδια έρπητα ζωστήρα και 3 μήνες μετά το τελευταίο επεισόδιο, καθώς και σε ανοσοκατεσταλμένους, η σύσταση είναι η δεύτερη δόση να γίνεται 1-2 μήνες από την πρώτη. Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων συστήνονται 2 δόσεις με απόσταση 1 μήνα ξεκινώντας 6-12 μήνες μετά τη μεταμόσχευση. Η διακοπή λήψης προφυλακτικής αντι-ιικής αγωγής για τον έρπητα μετά τον εμβολιασμό θα πρέπει να γίνεται σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό σύμφωνα με τις εκάστοτε κατευθυντήριες οδηγίες σε εξατομικευμένη βάση, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα κάποιοι ασθενείς να εμφανίζουν μειωμένη ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό.
Ηπατίτιδα Β (HepB): Συστήνονται 3 δόσεις για επίνοσους ενήλικες που δεν έχουν εμβολιασθεί στην παιδική ηλικία και ανήκουν σε ομάδες ατόμων σε αυξημένο κίνδυνο (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια ηπατική νόσο, ηπατίτιδα C, αιμοδιάλυση) ή μετά από μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων με έλεγχο αντισωματικής απάντησης.
Hπατίτιδα Α (HepA): Συστήνονται 2 δόσεις σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου να αναπτύξουν ηπατίτιδα Α.
Αδρανοποιημένο πολιομυελίτιδας (IPV): Για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων, συστήνονται 3 δόσεις μετά τους 6 μήνες από τη μεταμόσχευση.
Τριπλή επιδημία ενόψει της χειμερινής περιόδου
Οι γιατροί του ΕΚΠΑ επισημαίνουν ότι καθώς προχωράμε προς το δεύτερο μισό του φθινοπώρου και το χειμώνα, είναι υπαρκτή η απειλή μιας «τριπλής επιδημίας», όταν δηλαδή εμφανίζονται ταυτόχρονα κρούσματα COVID-19, γρίπης και αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV). Σε αυτό το πλαίσιο, τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) συγκρότησαν προσφάτως μια επιτροπή ειδικών με σκοπό να προσδιοριστούν οι τρόποι αντιμετώπισης των τριών ιών.
Η Δρ Mandy Cohen, διευθύντρια των CDC, επισήμανε την αξία του εμβολιασμών έναντι των αναπνευστικών ιών για την πρόληψη των λοιμώξεων. Όλα τα άτομα άνω των 6 μηνών πρέπει να εμβολιάζονται με το εμβόλιο κατά της γρίπης και να λαμβάνουν αναμνηστική δόση με το εμβόλιο κατά του SARS-CoV-2. Οι έγκυες γυναίκες και οι ενήλικες άνω των 60 ετών πρέπει επίσης να εμβολιάζονται κατά του RSV. Για όλους τους εμβολιασμούς, ο μήνας Οκτώβριος είναι η καλύτερη χρονική στιγμή ώστε να αποτραπεί η λοίμωξη κατά την επερχόμενη αύξηση των κρουσμάτων.
Ενώ, ο Δρ. Δημήτρης Δασκαλάκης, αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Ανοσοποίησης και Αναπνευστικών Νόσων (NCIRD), δήλωσε ότι η συγχορήγηση του εμβολίου έναντι του RSV μαζί με τα εμβόλια έναντι της γρίπης και της COVID-19 είναι απολύτως αποδεκτή. Παράλληλα, τόνισε ότι είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι υπάρχει σημαντική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των καταστάσεων που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για σοβαρή γρίπη και COVID-19, καθώς και εκείνων που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για σοβαρή νόσο RSV.
Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες συστάσεις των CDC για τους εμβολιασμούς, αν κάποιος έχει λάβει πρόσφατα την τελευταία δόση εμβολίου COVID-19, θα πρέπει να περιμένει 2 μήνες προτού λάβει το επικαιροποιημένο εμβόλιο COVID-19. Αν κάποιος έχει νοσήσει από COVID-19, μπορεί να περιμένει έως και 3 μήνες για να λάβει το επικαιροποιημένο εμβόλιο. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι ετήσιος και αφορά ομάδες υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση, κλειστές ομάδες πληθυσμών και ειδικές επαγγελματικές κατηγορίες. Όπως σημειώνει και ο Δρ Δασκαλάκης, τα άτομα σε ανοσοκαταστολή ενδέχεται να λάβουν περισσότερες αναμνηστικές δόσεις, ανάλογα με τις συμβουλές του θεράποντος ιατρού. Όσον αφορά στον ιό RSV στα βρέφη, ο Δρ Δασκαλάκης επεσήμανε ότι όλα τα μωρά πληρούν τις προϋποθέσεις για λήψη nirsevimab, μια θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα για προστασία έναντι του RSV. Ένας άλλος τρόπος προστασίας των νεογέννητων και βρεφών είναι ο εμβολιασμός των εγκύων στις 32-36 εβδομάδες της κύησης.
Όλοι οι ειδικοί ωστόσο, συμφώνησαν ότι η ταχύτητα είναι το κλειδί για τη θεραπεία. Η έγκαιρη έναρξη ειδικής αντι-ιικής αγωγής σύμφωνα με τις οδηγίες του οικογενειακού/θεράποντος ιατρού, όπως ο συνδυασμός νιρματρελβίρης/ριτοναβίρης για τη νόσο COVID-19 ή τα αντι-ιικά έναντι του ιού της γρίπης όπως η οσελταμιβίρη είναι ζωτικής σημασίας τόσο για το άτομο που νοσεί όσο και για την προστασία του οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου από τη μόλυνση.
Προστασία από επαναμόλυνση από SARS-CoV-2
Τα νεότερα δεδομένα από μελέτη που ανακοινώθηκε στο Lancet για την προστασία από επαναμόλυνση ανέλυσαν οι ιατροί του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλουν Γιάννης Ντάνασης, Μαρία Καπαρέλου και Δέσποινα Φωτίου, εξηγώντας ότι σε αυτήν τη συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση, καταγράφηκε η αποτελεσματικότητα της προηγούμενης μόλυνσης ανά έκβαση (λοίμωξη, συμπτωματική ασθένεια και σοβαρή ασθένεια), υποπαραλλαγή και χρόνο μετά τη μόλυνση. Συνολικά αξιολογήθηκαν 65 μελέτες από 19 διαφορετικές χώρες. Οι μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι η προστασία από παλαιότερες λοιμώξεις και οποιαδήποτε συμπτωματική ασθένεια ήταν υψηλή για τις άλφα, βήτα και δέλτα παραλλαγές, αλλά ήταν σημαντικά χαμηλότερη για την υποπαραλλαγή BA.1 omicron. Η αποτελεσματικότητα κατά της επαναμόλυνσης από την υποπαραλλαγή BA.1 omicron ήταν 45,3% και 44,0% έναντι του omicron ΒΑ.1 συμπτωματικής νόσου. Η προστασία από επαναμόλυνση από άλφα και δέλτα παραλλαγές μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου αλλά παρέμεινε στο 78,6% στις 40 εβδομάδες. Η προστασία έναντι της επαναμόλυνσης από την υποπαραλλαγή του omicron BA.1 μειώθηκε ταχύτερα και υπολογίστηκε σε 36,1% στις 40 εβδομάδες. Από την άλλη πλευρά, η προστασία από σοβαρές ασθένειες παρέμεινε υψηλή για όλες τις παραλλαγές, με 90,2% για τις άλφα και δέλτα παραλλαγές και 88,9% για το omicron BA.1 στις 40 εβδομάδες.
Με λίγα λόγια, η προστασία ήταν σημαντικά χαμηλότερη για την υποπαραλλαγή Omicron BA.1 και μειώθηκε πιο γρήγορα με την πάροδο του χρόνου από ό,τι η προστασία έναντι προηγούμενων παραλλαγών. Η προστασία από σοβαρή νόσηση ήταν υψηλή για όλες τις παραλλαγές. Ενώ, η ανοσία που παρέχεται από προηγούμενες λοιμώξεις θα πρέπει να σταθμίζεται παράλληλα με την προστασία από τον εμβολιασμό, την κατάσταση υγείας του ατόμου καθώς και την ηλικία του ή την ανοσολογική του κατάσταση.