Μνημόνιο συνεργασίας για τη δημιουργία νέου εργοστασίου παραγωγής βιολογικών φαρμάκων στη Lendava της Σλοβενίας, υπέγραψε η Sandoz με στόχο, να υποστηρίξει την αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για βιοομοειδή φάρμακα.
Η επένδυση της Sandoz αναμένεται να φτάσει τουλάχιστον τα 400 εκ. δολάρια, υποστηρίζοντας τη φιλοδοξία της εταιρείας να οδηγήσει τη μελλοντική ανάπτυξη του παγκόσμιου χαρτοφυλακίου βιοομοειδών της. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς επενδύσεις ιδιωτικού τομέα στη Σλοβενία.
Πρόσφατα μάλιστα, ανακοίνωσε ακόμη μία επένδυση 50 εκ. ευρώ για την επέκταση του δικτύου παραγωγής αντιβιοτικών στην Ευρώπη, ανεβάζοντας τη συνολική νέα επενδυτική της δέσμευση στο δίκτυο τα τελευταία χρόνια σε 250 εκ. ευρώ. Τα φάρμακα κατά των λοιμώξεων (κυρίως αντιβιοτικά) αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη δραστηριότητα της Sandoz μετά τα βιομοειδή, ενώ και τα δύο έχουν τις ρίζες τους στη μοναδική 75χρονη ιστορία της εταιρείας στην ανάπτυξη τεχνολογιών για την παραγωγή προϊόντων από ζύμωση.
Με αφορμή την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας, πρωθυπουργός της Σλοβενίας, Dr Robert Golob, δήλωσε ιδιαίτερα ικανοποιημένος για αυτή την επένδυση καθώς όπως είπε, πρόκειται για έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό επενδυτή και μια κοινωνικά υπεύθυνη και βιώσιμη εταιρεία, η οποία είναι ήδη ένας από τους μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς εργοδότες στη Σλοβενία. «Με τέτοιου είδους επενδύσεις βρισκόμαστε σε καλό δρόμο για μια άκρως παραγωγική, ανταγωνιστική και πράσινη οικονομία» τόνισε.
Ενώ, ο διευθύνων σύμβουλος της Sandoz, Richard Saynor, επεσήμανε ότι τα βιοομοειδή φάρμακα αυξάνουν την πρόσβαση σε βιολογικές θεραπείες αιχμής για τους ασθενείς που τις χρειάζονται περισσότερο.
Οι εργασίες για το νέο εργοστάσιο πρόκειται να ξεκινήσουν φέτος, με την πλήρη λειτουργία να έχει προγραμματιστεί υπό όρους για τα τέλη του 2026.
Η Sandoz είναι θυγατρική της Novartis και θεωρείται πρωτοπόρος και ηγέτης της αγοράς στα βιοομοειδή και η κορυφαία παραγωγός γενόσημων αντιβιοτικών παγκοσμίως. Διαθέτει ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο υψηλής ποιότητας φαρμάκων που καλύπτει όλες τις βασικές θεραπευτικές περιοχές, με τις πωλήσεις να ανέρχονται το 2022 στα 9,2 δις δολάρια Η.Π.Α..