Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για τον καρκίνο στην Ελλάδα η οικονομική κρίση του 2008 και τα σχετικά μέτρα λιτότητας είχαν αντίκτυπο στην πρόσβαση στην περίθαλψη του καρκίνου. Όπως αναφέρει, οι επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 στον ελληνικό πληθυσμό και στο ελληνικό σύστημα υγείας ήταν πολύπλευρες. Εκτός από τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες που είχαν αντίκτυπο στους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τον καρκίνο, το σύστημα υγείας επλήγη σοβαρά από μια σειρά περικοπών στον προϋπολογισμό, καθώς και από την αποχώρηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας επιδεινώθηκε, ιδίως λόγω του αυξανόμενου ποσοστού ανεργίας και της απώλειας ασφαλιστικής κάλυψης υγείας (Economou et al., 2017· Karanikolos και Kentikelenis, 2016). Το γεγονός αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στην πρόσβαση στην περίθαλψη του καρκίνου. Κατά την κορύφωση της κρίσης το 2014, καρκινοπαθείς ανέφεραν μακρά αναμονή και έλλειψη ευελιξίας όσον αφορά τα ραντεβού, μεγάλους χρόνους αναμονής για την εξέτασή τους από ιατρό (Pini et al., 2014) και σοβαρά εμπόδια στην πρόσβαση σε θεραπείες για τον καρκίνο και σε αντικαρκινικά φάρμακα.
Η περιορισμένη κοινωνική προστασία θέτει ορισμένους καρκινοπαθείς σε οικονομικό κίνδυνο
Ο χρόνος αναμονής για τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου στον δημόσιο τομέα μπορεί να είναι μεγάλος στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον μη ρυθμιζόμενο ιδιωτικό τομέα υγείας και την έλλειψη μέτρων προστασίας, αύξησε το ποσοστό των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών από τους ίδιους τους ασθενείς, ιδίως στα φτωχότερα νοικοκυριά, με αποτέλεσμα την έκθεσή τους σε μεγαλύτερο κίνδυνο καταστροφικών δαπανών για την υγεία (Thomson, Cylus & Evetovits, 2019). Επιπλέον, το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, εν μέρει λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, αναγκάζει τα νοικοκυριά να παραλείπουν τις εξετάσεις έγκαιρης ανίχνευσης και να αναβάλλουν τη θεραπεία. Η κατάσταση αυτή είναι πιθανό να έχει επιπτώσεις τόσο στα ποσοστά εμφάνισης καρκίνου όσο και στα ποσοστά επιβίωσης. Συνολικά, οι οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις της περίθαλψης του καρκίνου επηρεάζουν την ποιότητα ζωής όχι μόνο των ασθενών αλλά και των συγγενών και των φροντιστών τους, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και την οικονομία. Σύμφωνα με έρευνες κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και στην κορύφωση των μη καλυπτόμενων αναγκών, μεταξύ των ασθενών με καρκίνο του μαστού σε αρχικό και σε τοπικά προχωρημένο στάδιο, εκτιμήθηκε ότι οι συνολικές μέσες ιδιωτικές δαπάνες από τη διάγνωση έως το τέλος της θεραπείας ανέρχονταν σε 4 706 EUR για μέση περίοδο 10,5 μηνών. Σχεδόν το 50 % των νοικοκυριών με μέλος που έπασχε από καρκίνο του μαστού δαπάνησαν ποσοστό άνω του 20 % του συνολικού εισοδήματός τους για θεραπεία· ένα στα τρία νοικοκυριά δαπάνησε ποσοστό άνω του 50 % (Skroumpelos et al., 2016).
Τα ποσοστά αυτά δείχνουν ότι σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού εξακολουθεί να διατρέχει μεγάλο κίνδυνο καταστροφικών δαπανών σε περίπτωση που κάποιο μέλος του νοικοκυριού προσβληθεί από καρκίνο. Τα νοικοκυριά επωμίζονται επίσης πρόσθετο μη κλινικό κόστος λόγω ανισοτήτων ως προς την πρόσβαση, όπως αναλύεται στη συνέχεια. Ομοίως, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, όταν πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχασε τη δουλειά του λόγω των περιορισμών της κυκλοφορίας, τα νοικοκυριά αναγκάστηκαν, αφενός, να αναβάλουν τη διάγνωση και την περίθαλψη του καρκίνου (βλ. ενότητα 5.4) και, αφετέρου, να αναζητήσουν χρήματα για τη χρηματοδότηση της περίθαλψης σε ιδιωτικά νοσοκομεία.
Η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή αριθμό επαγγελματιών σε ειδικότητες του τομέα της ογκολογίας
Το ελληνικό σύστημα υγείας και – κυρίως – ο δημόσιος τομέας παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό στον τομέα της ογκολογίας, όπως παθολόγους, αιματολόγους, χειρουργούς-ογκολόγους, ακτινοθεραπευτές-ογκολόγους, νοσηλευτές ογκολογίας και τεχνικό προσωπικό για τη λειτουργία ογκολογικού εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας. Έλλειψη υπάρχει και όσον αφορά ομάδες οι οποίες συνδυάζουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για την υιοθέτηση ανθρωποκεντρικής προσέγγισης, όπως κοινωνικοί λειτουργοί στον τομέα της ογκολογίας, ψυχίατροι, ψυχολόγοι και διατροφολόγοι. Επιπλέον, ο αριθμός του μη κλινικού προσωπικού που επηρεάζει την ποιότητα της παρεχόμενης περίθαλψης σε ευρύ φάσμα υπηρεσιών —όπως οι τεχνικοί και το προσωπικό συντήρησης και διαχείρισης ιατρικού εξοπλισμού— είναι περιορισμένος και μειώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Όσον αφορά την εκπαίδευση, η ιατρική ογκολογία υποεκπροσωπείται στα προγράμματα σπουδών των ελληνικών ιατρικών σχολών: θεωρείται βασικό μάθημα μόνο σε δύο από τις επτά ιατρικές σχολές (28,5 %), ενώ στη γειτονική Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 89,1 % (Ragias et al., 2020). Επιπλέον, η χειρουργική ογκολογία δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη ως αυτοτελής ειδικότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό στην εκπαίδευση. Παρότι η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό ιατρών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, με 619,5 γιατρούς ανά 100 000 κατοίκους το 2020, το ποσοστό των γενικών ιατρών εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ, καθώς ανέρχεται σε 44 γενικούς ιατρούς ανά 100 000 άτομα. Αυτή η περιορισμένη δυνατότητα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σημαίνει ότι οι ασθενείς καταφεύγουν απευθείας σε νοσοκομειακή και εξειδικευμένη περίθαλψη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται συμφόρηση, να αυξάνονται οι χρόνοι αναμονής και, τελικά, να επηρεάζεται η ποιότητα της περίθαλψης. Συνολικά, παρατηρούνται σημαντικές ανισότητες στην κατανομή των ειδικοτήτων, οι οποίες συνδέονται κυρίως με τη μη ρυθμιζόμενη εισροή από τις ιατρικές σχολές και την προκλητή ζήτηση, με αποτέλεσμα ανισότητες πρόσβασης σε περίθαλψη. Η θέσπιση εθνικής στρατηγικής για το ανθρώπινο δυναμικό στον τομέα της υγείας, σε εναρμόνιση με μια εθνική στρατηγική για τον καρκίνο, είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση χρονιζόντων ζητημάτων, όπως η αποχώρηση επαγγελματιών υγείας από την Ελλάδα, η παραμονή στην εργασία, η εξειδίκευση, η έλλειψη διεπιστημονικής φροντίδας και οι ελλείψεις επαγγελματιών υγείας.
Η δυναμικότητα υπηρεσιών ακτινοθεραπείας είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά οι αριθμοί όσον αφορά τον διαγνωστικό εξοπλισμό είναι υψηλοί
Το 2019 η Ελλάδα διέθετε συνολικά 71 συσκευές ακτινοθεραπείας, δηλαδή περίπου 7 συσκευές ανά 1 000 000 άτομα, αριθμό που είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το σύνολο του εξοπλισμού φυλάσσεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον, ενώ ορισμένες χώρες — όπως η Ιταλία— παρέχουν ακτινοθεραπεία και στο πλαίσιο εξωνοσοκομειακής περίθαλψης. Επιπλέον, η κατανομή των κέντρων σωματιδιακής θεραπείας συγκεντρώνεται στις δύο μεγάλες πόλεις, γεγονός που συνεπάγεται σοβαρές γεωγραφικές ανισότητες ως προς την πρόσβαση.
Αντιθέτως, ο αριθμός των διαθέσιμων αξονικών και μαγνητικών τομογράφων είναι μεγαλύτερος σε μονάδες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης απ’ ό,τι στα νοσοκομεία. Το 2019 η Ελλάδα διέθετε 171 αξονικούς τομογράφους σε νοσοκομειακές μονάδες και 285 σε μονάδες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, αριθμό που αντιστοιχεί σε 4,3 ανά 100 000 άτομα και υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ (2,4). Επιπλέον, υπάρχουν 80 μονάδες μαγνητικής τομογραφίας σε νοσοκομειακό περιβάλλον, ενώ ο αριθμός τους είναι τριπλάσιος (262) σε μονάδες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης. Ωστόσο, αυτό δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μεγαλύτερη πρόσβαση ασθενών: οι περισσότεροι τομογράφοι βρίσκονται σε αστικές και ημιαστικές περιοχές, ενώ εκείνοι που βρίσκονται σε μονάδες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα.
Η πρόσβαση σε νέα αντικαρκινικά φάρμακα είναι βραδύτερη απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Η έγκαιρη πρόσβαση σε νέες θεραπείες για τον καρκίνο και σε φάρμακα ογκολογίας ακριβείας είναι υψίστης σημασίας για τους καρκινοπαθείς, ωστόσο στην Ελλάδα πρέπει συχνά να περιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να λάβουν προσφάτως εγκεκριμένα για αποζημίωση και καινοτόμα φάρμακα. Το 2017 ο χρόνος διάθεσης ογκολογικών φαρμάκων στην αγορά της Ελλάδας υπερέβη τον μέσο όρο της ΕΕ και η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε με την πάροδο του χρόνου (Filosofou et al., 2017). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2021 ο διάμεσος χρόνος από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας έως την ένταξη νέων ογκολογικών φαρμάκων στον κατάλογο αποζημιούμενων φαρμάκων ήταν περίπου 28 μήνες (Kourlaba & Beletsi, 2021), όταν ο μέσος χρόνος μεταξύ της χορήγησης άδειας κυκλοφορίας και της πρώτης πρόσβασης στις 28 χώρες της ΕΕ ήταν σχεδόν ο μισός (398 ημέρες). Ταχύτερη πρόσβαση σε φάρμακα είχαν οι ασθενείς στη Γερμανία (17 ημέρες), στο Ηνωμένο Βασίλειο (22 ημέρες) και στην Αυστρία (31 ημέρες). Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν επίσης πρόβλημα όσον αφορά τα ογκολογικά φάρμακα ακριβείας για τα οποία απαιτούνται εξετάσεις βιοδεικτών· οι εξετάσεις αυτές είτε δεν είναι διαθέσιμες είτε δεν αποζημιώνονται στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, στους ασθενείς συνταγογραφούνται πολύ δαπανηρές και πολύπλοκες νέες θεραπείες ακριβείας χωρίς να είναι γνωστό αν θα είναι επωφελείς γι’ αυτούς, ενώ η χώρα δαπανά χρήματα για θεραπείες οι οποίες ενδέχεται να μην ενδείκνυνται για τους ασθενείς που τις λαμβάνουν.
Οι απομακρυσμένες κοινότητες αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης στην περίθαλψη του καρκίνου
Η γεωγραφικά άνιση ανάπτυξη των υποδομών και των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης έχει δημιουργήσει στη χώρα ανισότητες μεταξύ των αστικών και των αγροτικών ή απομακρυσμένων περιοχών (ειδικότερα των νησιωτικών περιοχών), ιδίως όσον αφορά την εξειδικευμένη περίθαλψη όπως η ογκολογία, δεδομένου ότι οι περισσότεροι Έλληνες ογκολόγοι είναι εγκατεστημένοι σε αστικές περιοχές. Ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός υπηρεσιών ογκολογίας στις αγροτικές περιοχές επηρεάζει την προσβασιμότητα και την έγκαιρη αντιμετώπιση, ενώ είναι συχνή και η εσωτερική μετανάστευση για λόγους μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης περίθαλψης του καρκίνου. Οι μετακινήσεις από τα νησιά προς την Αθήνα ή από τις αγροτικές περιοχές σε κάποια πόλη για λόγους περίθαλψης απαιτούν χρόνο· η κατάσταση αυτή συνεπάγεται απώλεια εισοδήματος, μη κλινικές δαπάνες (μεταφορά και διαμονή) και σοβαρές επιπτώσεις στην προσωπική και κοινωνική ζωή. Επιπλέον, οι εν λόγω δαπάνες μπορούν να επιβαρύνουν περισσότερα του ενός άτομα όταν ο ασθενής συνοδεύεται από φροντιστή, με αποτέλεσμα πρόσθετες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις για τον φροντιστή, συμπεριλαμβανομένων της απώλειας εισοδήματος και της ψυχικής κόπωσης. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί για τους καρκινοπαθείς μεγάλες ανισότητες ανάλογα με την ικανότητά τους να πληρώνουν για την αναζήτηση περίθαλψης (Athanasakis et al., 2012· Ziomas, Konstantinidou & Capella, 2018). Τα μικρά περιφερειακά νοσοκομεία μπορεί να διαθέτουν ογκολόγο, αλλά ενδέχεται να παρουσιάζουν ελλείψεις σε άλλες σημαντικές ειδικότητες για την περίθαλψη του καρκίνου —όπως αιματολόγους και εργαστηριακές ειδικότητες για τις εξετάσεις βιοδεικτών— ενώ ορισμένα διαθέτουν μεν ογκολογικό τμήμα, αλλά όχι ιατρούς.
Η πρόσβαση σε παρηγορητική αγωγή και φροντίδα των ασθενών τελικού σταδίου είναι πολύ περιορισμένη
Η Ελλάδα δεν έχει αναπτύξει οργανωμένο πλαίσιο για υπηρεσίες παρηγορητικής αγωγής και κυρίως για υπηρεσίες που παρέχονται κατ’ οίκον. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο ευρείας συζήτησης, ιδίως μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, μολονότι έχουν καταβληθεί προσπάθειες στο παρελθόν για τη δημιουργία πλαισίου. Οι εξαιρετικά περιορισμένες υπηρεσίες παρηγορητικής αγωγής και φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου της χώρας παρέχονται κυρίως σε εθελοντική βάση, εντός των δημόσιων νοσοκομείων, από νοσηλευτές ή νοσηλεύτριες που αμείβονται από την οικογένεια σε ωριαία βάση, από μη καταρτισμένους φροντιστές κατ’ οίκον (συνήθως μετανάστριες) ή από ιδιωτικούς παρόχους, ΜΚΟ και φιλανθρωπικούς φορείς. Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά και οι οικογένειες αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις, τόσο άμεσα, κατά την κάλυψη του κόστους της φροντίδας, όσο και έμμεσα, όταν τα μέλη της οικογένειας υφίστανται απώλεια εισοδήματος για τη φροντίδα συγγενών. Στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία 2021-2025 αναγνωρίστηκε η ανάγκη ανάπτυξης εθνικής στρατηγικής για την παρηγορητική αγωγή και υπογραμμίστηκε η ανάγκη ενσωμάτωσης της παρηγορητικής αγωγής στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, χωρίς ωστόσο να προβλέπονται συγκεκριμένες δράσεις. Πριν από το τέλος του 2022 κατατέθηκε στη Βουλή νoμοσχέδιο με στόχο τη διαμόρφωση πλαισίου για την ανάπτυξη των υπηρεσιών παρηγορητικής φροντίδας.
Η ποιότητα της περίθαλψης του καρκίνου στην Ελλάδα δεν έχει βελτιωθεί τα τελευταία έτη
Η περίθαλψη του καρκίνου στην Ελλάδα εξακολουθεί να μην είναι επαρκώς ανεπτυγμένη, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις στη θνησιμότητα, τη νοσηρότητα, το φορτίο νοσηρότητας και την ποιότητα ζωής των ασθενών με ιστορικό καρκίνου. Υπάρχουν πολλοί βασικοί μηχανισμοί που μπορούν να εφαρμοστούν, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις παρεμβάσεις στον τομέα της δημόσιας υγείας, τη συμμετοχή διεπιστημονικών ομάδων, την ενίσχυση του ρόλου της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στην πρόληψη, την έγκαιρη ανίχνευση και την αποκατάσταση, καθώς και τη δημιουργία οδών πρόσβασης των ασθενών στην περίθαλψη καθ’ όλη τη διάρκεια της νόσου. Έχουν καταβληθεί ορισμένες προσπάθειες για την ανάπτυξη και την εισαγωγή κλινικών κατευθυντήριων γραμμών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων στη διαχείριση του καρκίνου, ωστόσο εξακολουθούν να μη χρησιμοποιούνται ευρέως με οργανωμένο και ολοκληρωμένο τρόπο. Για παράδειγμα, κλινικές κατευθυντήριες γραμμές για τον καρκίνο του πνεύμονα έχουν παρασχεθεί ή εγκριθεί από επιστημονικές εταιρείες, αλλά δεν εφαρμόζονται ευρέως σε εθνικό επίπεδο, ενώ σπανίως περιλαμβάνουν αλγόριθμους έγκαιρης ανίχνευσης και παραπομπής που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Συνολικά, τα χαμένα έτη αναμενόμενης ζωής από τον καρκίνο στην Ελλάδα μειώθηκαν οριακά από 1 474 έτη ανά 100 000 άτομα το 2000 σε 1 322 έτη το 2018· πρόκειται, δηλαδή, για μείωση της τάξης του 10 %. Συγκριτικά, το ποσοστό μειώθηκε κατά το ήμισυ σε ολόκληρη την ΕΕ: από 1 898 έτη το 2000 σε 982 έτη το 2018. Η μείωση αυτή είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι η Ελλάδα πασχίζει να βελτιώσει τη συνολική ποιότητα του συστήματος περίθαλψης του καρκίνου. Δεν εφαρμόζονται συστήματα διασφάλισης ποιότητας όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών για την καταπολέμηση του καρκίνου στα δημόσια νοσοκομεία. Ο νεοσυσταθείς Οργανισμός Διασφάλισης της Ποιότητας προέβη σε έλεγχο των κλινικών και των νοσοκομείων COVID-19 κατά την πρώτη διετία της λειτουργίας του, αλλά αναμένεται να προβεί σε εργασίες για τη θέσπιση συστημάτων διασφάλισης ποιότητας για τις υπηρεσίες ογκολογίας. Σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται από τον Οργανισμό Ευρωπαϊκών Ινστιτούτων για τον Καρκίνο, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα εννέα κράτη μέλη της ΕΕ τα οποία δεν διαθέτουν ακόμη αναγνωρισμένες ούτε διαπιστευμένες ολοκληρωμένες υποδομές για τον καρκίνο, ενώ μόνο ένα νοσοκομείο της χώρας είναι μέλος του δικτύου.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ολοκληρωμένοι μηχανισμοί διασφάλισης ποιότητας και παρακολούθησης
Η Ελλάδα δεν διαθέτει ολοκληρωμένο μηχανισμό επιτήρησης και παρακολούθησης της συχνότητας εμφάνισης και του επιπολασμού του καρκίνου και των ποσοστών επιβίωσης από καρκίνο, ο οποίος θα μπορούσε να παρέχει στοιχεία σχετικά με την περίθαλψη του καρκίνου και να συμβάλλει στη διαμόρφωση σχετικών πολιτικών. Τα στοιχεία και τα δεδομένα, όταν δεν είναι ανεπαρκή, είναι κατακερματισμένα και αντλούνται κατά γενικό κανόνα από διάφορες πηγές, οι οποίες συνδέονται κυρίως με την πτυχή της της περίθαλψης που αφορά τη νοσηλεία σε νοσοκομείο. Δεν υπάρχουν μέτρα βάσει αναφορών των ασθενών για την αξιολόγηση της ποιότητας της περίθαλψης του καρκίνου στην Ελλάδα, όπως μέτρα βάσει των εκβάσεων και της εμπειρίας που αναφέρονται από ασθενείς. Ορισμένες έρευνες σχετικά με την ποιότητα ζωής διεξάγονται ανεξάρτητα, από ερευνητικές ομάδες, αλλά σπανίως χρησιμοποιούνται από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής. Ομοίως, οι κλινικοί δείκτες που αφορούν τα αποτελέσματα και την παρακολούθηση των ασθενών, όπως τα ποσοστά επανεισαγωγής σε νοσοκομείο, δεν συλλέγονται με συστηματικό τρόπο. Αυτή η έλλειψη δεικτών σημαίνει ότι οι ιατροί δεν ενημερώνονται σχετικά με την τεκμηριωμένη εμπειρογνωσία των ογκολογικών νοσοκομείων/κλινικών σε συγκεκριμένους τύπους ή διαδικασίες καρκίνου, ώστε να μπορούν να παραπέμπουν τους ασθενείς τους εμπιστευτικά σε εξειδικευμένες υπηρεσίες για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Συνολικά, δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι ούτε εθνικοί δείκτες ποιότητας (όπως ο χρόνος αναμονής από τη διάγνωση έως τη θεραπεία και το στάδιο του καρκίνου κατά τη διάγνωση) ούτε τοπικοί δείκτες ποιότητας (όπως η αναλογία ανθρώπινου δυναμικού, η διαπίστευση και τα ποσοστά μετεγχειρητικών επιπλοκών). Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν μηχανισμοί για την εποπτεία και την αξιολόγηση των ιατρικών πρακτικών, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια των ασθενών. Η Ελλάδα δεν διαθέτει κεντρική εθνική αρχή για την αναφορά ιατρικών σφαλμάτων, τα οποία δεν αναγνωρίζονται και δεν αποκαθίστανται, ενώ τα περισσότερα ανεπιθύμητα συμβάντα εντοπίζονται με ειδική υποβολή αναφοράς, στο πλαίσιο της οποίας προσδιορίζεται μικρός μόνο αριθμός τέτοιων συμβάντων. Πολλές έρευνες έχουν καταγράψει υψηλά επίπεδα δυσαρέσκειας των ασθενών όσον αφορά την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα, ιδίως κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης (Economou et al., 2017), αλλά και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Η διαχείριση της περίθαλψης του καρκίνου στην Ελλάδα πραγματοποιείται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον ενδονοσοκομειακό τομέα
Το ελληνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό νοσοκομειοκεντρικό, μεταξύ άλλων και για την περίθαλψη του καρκίνου. Από τα περίπου 270 νοσοκομεία, τα 124 είναι δημόσια. Εκτός από τα ογκολογικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων σε ολόκληρη τη χώρα, υπάρχουν τέσσερα εξειδικευμένα νοσοκομεία για τον καρκίνο, τρία στην περιφέρεια Αττικής (Αθήνα) και ένα στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη). Εξειδικευμένα τμήματα για τον παιδικό καρκίνο βρίσκονται είτε σε παιδιατρικά νοσοκομεία είτε σε γενικά και τριτοβάθμια νοσοκομεία. Η θεραπεία του καρκίνου πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Επιπλέον, περισσότερα από 30 ιδιωτικά νοσοκομεία και εξωνοσοκομειακές κλινικές παρέχουν υπηρεσίες περίθαλψης και θεραπείας του καρκίνου. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη με ολοκληρωμένο και οργανωμένο τρόπο, παρότι έχουν καταβληθεί προσπάθειες από όλες τις κυβερνήσεις κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο ρόλος που διαδραματίζει σήμερα ο τομέας της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη διαχείριση του καρκίνου είναι πολύ περιορισμένος. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την εκπαίδευση των γενικών ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, η οποία δεν περιλαμβάνει συνιστώσες της περίθαλψης του καρκίνου.