Του Κωσταντίνου Δούνα, διευθύνοντος συμβούλου Logiscoop-Pansyfa
Ως αιτία των ελλείψεων φαρμάκων σε πλανητική κλίμακα προβάλλεται η διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας με αποτέλεσμα την περιορισμένη παραγωγή πρώτων υλών και σκευασμάτων λόγω του covid αφενός και της Ρώσο- ουκρανικής σύγκρουσης αφετέρου, με τις γνωστές επιπτώσεις στον ενεργειακό τομέα, τον πληθωρισμό κ.λπ. Η πρόταξη τους ως κύριες αιτίες ουσιαστικά συγκαλύπτει τις ανεπάρκειες του σημερινού μοντέλου του οικονομικού συστήματος που έχει εισαχθεί συνολικά στον τομέα της υγείας και των αντιλήψεων που το καθορίζουν. Ασφαλώς τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν επιδρούν, αλλά ως δευτερεύοντα αίτια. Οι κύριες αιτίες εδράζονται στην κατάταξη των δαπανών της υγείας στις καταναλωτικές δαπάνες και όχι στις αναπαραγωγικές. Το γεγονός αυτό εισάγει τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς στο χώρο της υγείας. Πρωταρχική παράμετρος είναι η αποδοτικότητα δηλαδή η μείωση των κρατικών δαπανών και τα υπερκέρδη των ιδιωτικών εταιριών. Ως εκ τούτου, πλήττεται η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων προς όφελος των μεγάλων πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιριών και εταιριών παραγωγής πρώτων υλών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι πωλήσεις της εγχώριας παραγωγής φαρμάκων αντιστοιχούσαν στο 55% της ελληνικής αγοράς το 1990 και σήμερα μετά βίας αντιστοιχούν στο το 18%. Είναι γνωστό ότι ο σκοπός του ιδιωτικού επιχειρείν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους. Ως εκ τούτου το σύνολο του ιδιωτικού τομέα της Δύσης, προκειμένου να μεγιστοποιήσει το κέρδος, επένδυσε στην Κίνα και γενικότερα στον ασιατικό χώρο, αξιοποιώντας το χαμηλό κόστος παραγωγής. Έτσι επετεύχθη αφενός τα κράτη να ελέγξουν την αύξηση των φαρμακευτικών δαπανών και αφετέρου ο ιδιωτικός τομέας να αυξήσει τα κέρδη. Όμως η διπλή αυτή επίτευξη είχε και το τίμημα της. Η απομάκρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας από τις χώρες της Ευρώπης και η συγκέντρωση της στις ασιατικές χώρες έχει σαν αποτέλεσμα την εξάρτηση της από τις χώρες αυτές. Το 60% και πλέον της παραγωγής των πρώτων υλών το κατέχουν η Κίνα και η Ινδία. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των χωρών αυτών με την σειρά του αύξησε την δυνατότητα πρόσβασης όλο και μεγαλύτερου πληθυσμού στις αναβαθμισμένες δομές υγείας και τις ανάγκες για περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα. Το 2000 από τις 589 πιστοποιημένες δραστικές ουσίες φαρμάκων στην Ευρώπη το 59% παρήχθη στην Ευρώπη και το 31% στην Ασία, ενώ το 2020 από τις 3,689 πιστοποιημένες δραστικές ουσίες φαρμάκων το 33% παρήχθη στην Ευρώπη και το 66% στην Ασία (European Certificate Database). Ωστόσο οι επενδύσεις και οι παραγωγικές μονάδες που δημιουργήθηκαν ήταν προγραμματισμένες να καλύψουν, κατά κύριο λόγο, τις ανάγκες των δυτικών χωρών μιας και αυτές είχαν την μεγαλύτερη απορρόφηση φαρμακευτικών σκευασμάτων. Έτσι λοιπόν η Κίνα και η Ινδία δίνουν προτεραιότητα στην κάλυψη των δικών τους αναγκών. Να θυμηθούμε την απαγόρευση εξαγωγής της ρεμδεσιβίρης από την Ινδία ή την δέσμευση των μασκών από την Κίνα κατά την περίοδο έξαρσης του Covid. Και μην ξεχνάμε ότι ο πληθυσμός της Κίνας, της Ινδίας και των αναπτυσσόμενων χωρών της υπόλοιπης Ασίας υπερβαίνει τα 4 δις, έναντι των 470 εκ της Ευρώπης και των 312εκ των ΗΠΑ. Ένα μόνο παράδειγμα μας προϊδεάζει για το τι θα συμβεί στο μέλλον. Οι διαγνωσμένοι διαβητικοί στη Ινδία ήταν περί τα 30 εκ το 2015 και περί τα 40 εκ. το 2020. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, ότι δηλαδή το 10% πάσχει και το 50% δεν το γνωρίζει σημαίνει ότι για την Ινδία και μόνο θα φθάσουν οι διαγνωσμένοι διαβητικοί τα 80 εκ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 33 εκατομμύρια πολίτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση νοσούν από διαβήτη. Τα στοιχεία της περασμένης δεκαετίας ανέφεραν μάλιστα ότι με αυτούς τους ρυθμούς, μέχρι το 2030, η ασθένεια στην Ευρωπαϊκή ήπειρο θα έχει χτυπήσει την πόρτα 65 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το ίδιο συμβαίνει και για τις άλλες κατηγορίες παθήσεων. Εδώ να προστεθεί και το γεγονός ότι η πολυεθνικές εταιρίες φαρμάκων δέσμιες της μετοχικής χρηματιστηριακής ιδιοκτησιακής δομής θα προτιμούν να διαθέτουν την παραγωγή τους στις χώρες που τα σκευάσματα τους έχουν υψηλότερες τιμές. Συνεπώς στο όνομα της αποδοτικότητας του συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου που εισήχθη στον τομέα της υγείας θυσιάστηκε η αυτάρκεια.
Το άριστο μέτρο μεταξύ της αποδοτικότητας και της αυτάρκειας
Είναι προφανές ότι η μετάβαση αυτή δεν μπορεί να περάσει άκριτα από τη μία πλευρά στην άλλη. Πρέπει να αναζητηθεί η περιοχή του μέτρου ούτως ώστε όχι μόνο να επιτευχθεί η αυτάρκεια αλλά και να μπορεί να υποστηριχθεί οικονομικά. Καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη του μέτρου, εκτός των άλλων, είναι ο τομέας της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Και συγκεκριμένα οι πολιτικές για την προαγωγή της υγείας ,την πρόληψη, την προ διάγνωση, την αυτό διάγνωση και την αυτό θεραπεία της νόσου. Φάνηκε καθαρά ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε το φαρμακείο την περίοδο του Covid. Η πολιτεία διαθέτει ένα δίκτυο 10.500 σημείων υγείας που τα επισκέπτονται καθημερινά περί τους 300,000 πολίτες με επιβεβαιωμένη την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του φαρμακοποιού. Πρόσφατη έρευνα που οργάνωσε ο Πειραϊκός Φαρμακευτικός Σύνδεσμος (ΠΕΙΦΑΣΥΝ) ανέδειξε το αίτημα των πολιτών για να παρέχει το φαρμακείο υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας. Η προαγωγή της υγείας συμβάλει στην ενδυνάμωση του οργανισμού υπέρ της παρεμπόδισης εγκατάστασης παραγόντων κινδύνου για νόσηση. Η πρόληψη για την αποφυγή της νόσου π.χ. εμβολιασμός. Η προ διάγνωση για να αντιμετωπιστεί η νόσος πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων π.χ. συμπλήρωση ερωτηματολογίου για τον διαβήτη. Η αυτό διάγνωση με την χρήση των νέων συστημάτων όπως τα τεστ για covid, για γρίπη, για στρεπτόκοκκο και πολλά άλλα ώστε να αποτρέπεται η προσέλευση στα νοσοκομεία και εξεταστικά κέντρα. Ειδικότερα στο σημείο αυτό η πολιτεία θα πρέπει όχι μόνο να μονιμοποιήσει την διεξαγωγή των rapid test στα φαρμακεία αλλά και να τα επεκτείνει σε άλλους τομείς[1]. Η αυτό θεραπεία σε συνεργασία με τον φαρμακοποιό για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων ή ήπιων νοσημάτων με την χρήση ΜΥΣΥΦΑ. Είναι φανερό ότι τα ανωτέρω μπορούν να μειώσουν δραστικά τα κόστη της υγείας πράγμα που επιβεβαιώνεται από μελέτες του παγκόσμιου οργανισμού υγείας. Επιπλέον με την μείωση του κόστους δημιουργείται «δημοσιονομικός χώρος», όπως τελευταία συχνά αναφέρεται, ώστε η πολιτεία να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή πρώτων υλών και φαρμακευτικών σκευασμάτων, να σταματήσει να μειώνει τις τιμές στα ήδη φθηνά φάρμακα που κάνουν ασύμφορη την παραγωγή από την εγχώρια βιομηχανία. Η Ελληνική Φαρμακευτική Βιομηχανία επενδύει συστηματικά σε νέες παραγωγικές μονάδες και έχει επιδείξει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα σε πολλούς τομείς όπως εξαγωγές, έρευνα κ.λπ. Με την ενίσχυση αυτή η Ελληνική βιομηχανία θα μπορεί να ενσωματώνει νέες τεχνολογίες που περιορίζουν το εργασιακό κόστος, αυξάνουν και βελτιώνουν την παραγωγικότητα πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει μείωση του κόστους παραγωγής. Ο συνδυασμός της μείωσης των δαπανών υγείας ένεκα της ανάπτυξης υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και της μείωσης του κόστους παραγωγής από την Ελληνική Βιομηχανία ορίζει το κατάλληλο μέτρο μεταξύ αποδοτικότητας και αυτάρκειας. Οι ανακατατάξεις/αναταράξεις στο status σχέσεων μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. διαμορφώνουν ευνοϊκούς όρους ώστε η ελληνική πολιτική ηγεσία, να πάρει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες. Η ισχυρή επιρροή των θεσμοποιημένων λόμπι στην λήψη των αποφάσεων στην Ε.Ε. και η μεταξύ τους αντιπαράθεση, επιφέρουν σημαντικές καθυστερήσεις, όπως διαπιστώθηκε στην περίοδο του Covid και όχι μόνο.
Το φάρμακο δεν είναι καταναλωτικό προϊόν αλλά κοινωνικό αγαθό. Οι δαπάνες υγείας δεν ταξινομούνται ως καταναλωτικές αλλά ως αναπαραγωγικές. Συνεπώς η πολιτεία έχει την ευθύνη για να ορίζει/επιβάλει τους κανόνες σχετικά με το φάρμακο και τις υπηρεσίες υγείας.
[1] Για περισσότερη ενημέρωση σχετικά με τις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας απευθυνθείτε στην Ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδας (ΟΣΦΕ) https://sites.google.com/view/osfe-coop/