Με «όπλο» την καινοτομία και τα «διδάγματα της φύσης», η γερμανική εταιρεία «CMBlu Energy», γνωστή στην Ελλάδα για τα σχέδια της να αναπτύξει εργοστάσιο παραγωγής οργανικών μπαταριών στην Θεσσαλονίκη, σχεδιάζει να φέρει την «επανάσταση» στην αποθήκευση ενέργειας.
Ειδικότερα, η εν λόγω εταιρεία συνιστά «pionner» στο κομμάτι των οργανικών μπαταριών με ερευνητική δραστηριότητα στο κλάδο πάνω από δέκα χρόνια, επιχειρώντας να προσαρμόσει σε ένα νέο περιβάλλον, αυτό της αποθήκευσης, υφιστάμενη τεχνολογία, ωστόσο με τελείως διαφορετική εφαρμογή. Το εγχείρημα εκκινεί από το «μηδέν», όπως επισήμανε μεταξύ άλλων, ο Διευθύνων Σύμβουλος της «CΜBlu Energy» Constantin Eis, μιλώντας σε δημοσιογράφους που επισκέφτηκαν το εργοστάσιο και τα εργαστήρια της εταιρείας στην Φρανκφούρτη της Γερμανίας.
Η εν λόγω τεχνολογία έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά με την τεχνολογία μπαταριών λιθίου που σήμερα κυριαρχούν, εμφανίζοντας σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που δύναται να κατοχυρώσουν τις οργανικές μπαταρίες σε συνθήκες αυξανόμενης διείσδυσης των ΑΠΕ. Διαθέτοντας μια ομάδα με πάνω από 150 επιστήμονες και πάνω από 120 κατοχυρωμένες πατέντες και με μια πρώτη συμφωνία με την Mercedez-Benz, η «CMBlu Energy» ετοιμάζεται για το επόμενο μεγάλο βήμα που είναι η δημιουργία ενός εργοστασίου παραγωγής μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα εγκαινιάζοντας έτσι την πρώτη γραμμή παραγωγής τέτοιων μπαταριών παγκοσμίως.
Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω επένδυση έχει ήδη προκριθεί για χρηματοδότηση με 30 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος «Παραγωγικές Επενδύσεις Πράσινης Οικονομίας – Produc-E Green» που υλοποιείται με την υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η κατασκευή του εργοστασίου, όπως ανέφερε ο Διευθύνων Σύμβουλος της «CMBlu Energy Greece», Γιώργος Πατεράκης, αναμένεται να ξεκινήσει ενός του 2026 με δυναμικότητα 800 MW, ώστε οι πρώτες μπαταρίες να φτάσουν στην αγορά το 2027, ενώ σχεδιάζεται να ακολουθήσει και δεύτερη μονάδα παραγωγής, κατά πάσα πιθανότητα στις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε από την διοικητική ομάδα της εταιρείας, τα «σήματα» της αγοράς, παρά τις όποιες παλινωδίες καταγράφονται στο αφήγημα της «ενεργειακής μετάβασης» είναι αισιόδοξα, καθώς η νέα μπαταρία, λόγω της φυσιογνωμίας της έρχεται να καλύψει και να απαντήσει σε σημαντικές προκλήσεις της εποχής. Το νέο προϊόν διακρίνεται από χαμηλό κόστος έως και το ήμισυ του κόστους μιας μπαταρίας λιθίου, υψηλή απόδοση, μεγάλη διάρκεια ζωής με σταθερούς δείκτες απόδοσης, ασφάλεια και βιωσιμότητα (όντας ανακυκλώσιμη) με ευκολία στην κατασκευή.
Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τις μπαταρίες λιθίου, η εν λόγω γραμμή παραγωγής είναι παντελώς ανεξάρτητη από την διαθεσιμότητα σπάνιων γαιών (βλ. λίθιο) και κατά συνέπεια των αναταράξεων που λαμβάνουν χώρα στην σχετική παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, δεδομένου ότι δεν στηρίζεται για την παραγωγή τις σε σπάνια μέταλλα, παρά στη χημική επεξεργασία πολυμερών άνθρακα.
Όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω τεχνολογία βασίζεται σε εφαρμογές της αυτοκινητοβιομηχανίας, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνει μια τελείως διαφορετική διάσταση με την «CMBlu Energy» αφενός να αξιοποιεί ένα υφιστάμενο «know-how» ωστόσο να καλείται να διαμορφώσει από το μηδέν το hardware και το software της μπαταρίας.
Επιπλέον, οι οργανικές μπαταρίες εμφανίζουν σημαντικά πλεονεκτήματα, λόγω της τεχνολογικής τους δομής, στην αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας σε σχέση με τις μπαταρίες λιθίου, γεγονός που εξηγεί και την προσήλωση της «CMBlu Energy» σε μεγάλης κλίμακας εφαρμογής, αφήνοντας «εκτός κάδρου» την ηλεκτροκίνηση και τις μπαταρίες σε νοικοκυριά.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιδίωξη της εταιρείας είναι να εισαγάγει στην αγορά μπαταρίες 5 και 10 ωρών, δηλαδή σημαντικά μεγαλύτερης απόδοσης έναντι των μπαταριών που σήμερα «κυκλοφορούν» στην αγορά, επιχειρώντας έτσι να αντιστοιχηθεί με τις αυξημένες ανάγκες που αντιμετωπίζουν τα ηλεκτρικά συστήματα των χωρών σε συνθήκες που καλούνται να διαχειριστούν σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες «πράσινης» ενέργειας σε σχέση με την καμπύλη της ζήτησης.
Το project της Θεσσαλονίκης
Η σχεδιαζόμενη επένδυση για την δημιουργία εργοστασίου στην Θεσσαλονίκη εκτιμάται στα 50 εκατομμύρια ευρώ με την εταιρεία να έχει ήδη εξασφαλίσει, όπως προαναφέρθηκε ένα μέρος των κεφαλαίων και να αναζητά τόσο νέες πόρους χρηματοδότησης όσο και τυχόν συνέργειες που θα συμβάλουν στην περαιτέρω ωρίμανση του project.
Αναλυτικότερα, όπως αποκάλυψαν τα στελέχη της εταιρείας, η σχετική «ατζέντα» περιλαμβάνει το ενδεχόμενο χρηματοδότησης από το Innovation Fund καθώς και συνεργασίες με εγχώριους παίκτες όπως η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και η Βιοχάλκο που έχουν δείξει ένα ενδιαφέρον για εμπλοκή στην επένδυση. Η μονάδα στην συμπρωτεύουσα θα έχει ετήσια δυναμικότητα 800 MW και θα παράγει σε πρώτη φάση μπαταρίες συνολικής χωρητικότητας 4.000 MWh (Μεγαβατωρών).
Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να σημειωθεί ότι το εγχείρημα συνιστά μέρος μιας συνολικότερης αγοράς που εκτιμάται στα 130 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως και έρχεται να «απαντήσει» σε ένα από τα κρισιμότερα ερωτήματα της «ενεργειακής μετάβασης» αυτό της αποθήκευσης ενέργειας με βιώσιμο και ασφαλή τρόπο. Σε αυτή την κατεύθυνση, η εταιρεία εστιάζει να βεβαιώσει την λειτουργικότητα και αξιοπιστία της μπαταρίας, εκτιμώντας ότι αυτό θα αποτελέσει και το «κλειδί» για την πλατιά διάδοση του καινοτόμου προϊόντος.