Skip to main content

Πέτρος Τζεφέρης (ΥΠΕΝ): Στο τραπέζι λύσεις για τις αδειοδοτήσεις για την εξόρυξη Κρίσιμων Πρώτων Υλών

Στο επίκεντρο περιβαλλοντική αδειοδότηση, κοινωνική άδεια και χρηματοδότηση εξορυκτικών έργων   

Για τις προβλέψεις της ελληνικής πολιτείας σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας μας στον κανονισμό των Κρίσιμων Πρώτων Υλών της Ε.Ε. (CRM Act) και την αντιμετώπιση θεμάτων, όπως η αδειοδότηση αλλά και η χρηματοδότηση των εξορυκτικών έργων, μιλά στη «Ν» ο Δρ Πέτρος Τζεφέρης, Γενικός Διευθυντής Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Σύμφωνα με τον κ. Τζεφέρη, η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη νέα πραγματικότητα αναμένεται σημαντική και ήδη έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον εγχώριων και ξένων επενδυτών. Στο μεταξύ ξεκίνησε η πρόσκληση υποβολής αιτήσεων για στρατηγικά έργα βάσει του CRM Act. Τα έργα αφορούν όλες τις κατηγορίες,  εξόρυξη (42%), επεξεργασία (35%), ανακύκλωση (15%) και υποκατάσταση (8%).

Προέρχονται τόσο από τις χώρες της  Ε.Ε. όσο και τρίτες χώρες, και περιλαμβάνουν αρκετά από τα κρίσιμα μέταλλα υψηλής τεχνολογίας, ενδεικτικά Λίθιο (Li-Battery grade), Νικέλιο (Ni-Battery grade), Χαλκός (Cu), Κοβάλτιο (Co),  Σπάνιες Γαίες (REE), Μαγγάνιο (Mn-Battery grade),  Πλατινοειδή (PGMs),  Γραφίτης (Battery grade) Βολφράμιο (W),  Βωξίτης-Αλουμίνα, Γάλλιο (Ga),  Γερμάνιο (Ge),  Βόριο(B),  Μαγνήσιο (Mg).

Κύριε Τζεφέρη, ποιες είναι οι προβλέψεις της Πολιτείας για την αδειοδότηση αλλά και τις διοικητικές δομές που απαιτεί το CRM Αct για τα κρίσιμα και στρατηγικά υλικά;

Η Ελληνική Πολιτεία και ειδικότερα το Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει από την πρώτη στιγμή συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή προσπάθεια διαμόρφωσης του CRM Act  ενώ ήδη στο πλαίσιο της υλοποίησης του Κανονισμού έχει εγκαίρως σχεδιαστεί η Ίδρυση Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ, Point of Single Contact) στη Γενική Διεύθυνση Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ. Το ΕΚΕ θα είναι υπεύθυνο αναφορικά με την τεχνική αδειοδότηση της εξόρυξης Κρίσιμων και Στρατηγικών Ορυκτών Πρώτων Υλών  καθώς και την επεξεργασία των προϊόντων εξόρυξης ή/και των εξορυκτικών αποβλήτων, όταν οι πάσης φύσεως εγκαταστάσεις επεξεργασίας χωροθετούνται εντός μεταλλευτικών χώρων, καθώς και αναφορικά με τη σύνταξη και υποβολή  των τακτικών αναφορών και εκθέσεων στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα. Βεβαίως, πιθανότατα θα χρειαστούν και άλλα ΕΚΕ από άλλες αρχές και υπουργεία, διότι το πεδίο αναφοράς του κανονισμού είναι ευρύτερο, πχ. e-waste, battery waste, δευτερογενή υλικά, recycling κλπ.

Ποια είναι τα σημαντικότερα ανασταλτικά ζητήματα για την προώθηση των έργων CRMs και ποιος ο ρόλος της κοινωνικής άδειας;

Ένα από τα ζητήματα που απασχολεί την αγορά είναι οι χρόνοι ωρίμανσης και αδειοδότησης των μεταλλευτικών έργων. Ένα μεταλλευτικό έργο απαιτεί καταρχήν μια περίοδο ωρίμανσης 7–10 ετών από την κοιτασματολογική έρευνα μέχρι έναρξη της διαδικασίας αδειοδότησης της παραγωγικής εξόρυξης. Για το αδειοδοτικό ζήτημα επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο του CRM Act η Ε.Ε. προτείνει αυστηρές προθεσμίες σύντμησης σε σχέση με τους χρόνους των μέχρι σήμερα αδειοδοτήσεων (το ορόσημο είναι το ανώτερο μέχρι 27 μήνες, άρθρο 10 του Κανονισμού).

Σχετικά λοιπόν  με το αδειοδοτικό, το μεγαλύτερο “πρόβλημα” δεν είναι ούτε η τεχνική αδειοδότηση και η τυχόν «πολυπλοκότητα» του έργου ούτε η αποτελεσματικότητα των αρμοδίων υπηρεσιών. Ο Μεταλλευτικός Κώδικας (ΜΚ επικαιροποιείται ήδη από ειδική ομάδα του ΥΠΕΝ με στόχο να γίνει περισσότερο συμβατός με το σημερινό διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον χωρίς όμως εκπτώσεις αναφορικά σε θέματα ασφαλείας και εθνικής κυριαρχίας.

Οι διεθνείς διαγωνιστικές διαδικασίες που προβλέπει για τους δημόσιους μεταλλευτικούς χώρους (ΔΜΧ) κρίνονται αδιαπραγμάτευτες για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Όμως τα πλέον σημαντικά ζητήματα που μπορεί να οδηγήσουν από σημαντική καθυστέρηση μέχρι και αναστολή των επενδυτικών σχεδίων είναι κυρίως η περιβαλλοντική αδειοδότηση και η λεγόμενη κοινωνική άδεια καθώς και τα προβλήματα χρηματοδότησης των εξορυκτικών έργων.

Τι εννοείτε με το θέμα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης;

Το ζήτημα είναι πανευρωπαϊκό, στην Ελλάδα όμως εντείνεται για επιμέρους ειδικότερους λόγους. Η Ελλάδα διαθέτει έναν τεράστιο αριθμό σε προστατευόμενες περιοχές, μόνο το δίκτυο Natura 2000 καταλαμβάνει το 27,3% της χερσαίας επικάλυψης της χώρας και η απαίτηση για ειδική οικολογική αξιολόγηση είναι σύνηθες φαινόμενο. Επιπλέον, από τα δεδομένα των 26 Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) της Χώρας που βρίσκονται στη διαδικασία έγκρισης και θεσμοθέτησης (ΠΔ), η Εξόρυξη αποτελεί μια οριζοντίως απαγορευμένη δραστηριότητα για το 10%-12% περίπου της χερσαίας έκτασης της χώρας, και ειδικότερα όσο αφορά τις περιοχές Natura 2000 για ένα ποσοστό πάνω από το 50% της έκτασης που καταλαμβάνει το δίκτυο αυτό.

Όμως πάνω από 30%-35% του ορυκτού μας πλούτου εντοπίζεται εντός των περιοχών αυτών, για τις οποίες προβλέπεται οριζόντια απαγόρευση! Αντιλαμβάνεστε συνεπώς το «πρόβλημα», αυτός ο “πλούτος” είτε δεν θα καταφέρει να αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά είτε θα καθυστερήσει σημαντικά, όσο δεν υφίσταται πρακτικός, ασφαλής και θεσμικά υλοποιήσιμος τρόπος συνύπαρξης.

Σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα είναι γεωπολιτικό, αν αναλογιστούμε ότι σε χώρες πέραν της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, το θεσμικό πλαίσιο είναι τελείως διαφορετικό, διαμορφώνοντας ανισότητες σε κάθε επίπεδο αδειοδότησης και λειτουργίας. Υπάρχουν λύσεις, τις οποίες επεξεργάζεται το αρμόδιο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Αγκάθι όμως αποτελεί και το ζήτημα της χρηματοδότησης των επενδυτικών έργων Κρίσιμων Πρώτων Υλών. Ποιες είναι προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση;  

Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που επηρεάζει τα δικά μας έργα και όχι μόνον αλλά γενικότερα τα έργα που χαρακτηρίζονται ως στρατηγικά υπό  την αιγίδα του CRM Αct, είναι τα προβλήματα χρηματοδότησής τους. Η Ελλάδα δεν έχει τις δυνατότητες να χρηματοδοτήσει μεγάλες επενδύσεις με δικά της μέσα, όπως κάνουν η Γερμανία, η Γαλλία και ενδεχομένως η Ιταλία.

Στηρίζεται στην χρήση ευρωπαϊκών ταμείων, τα οποία όμως έχουν όρους και  “πειθαρχίες” που ενίοτε είναι αποτρεπτικές για τον εξορυκτικό τομέα. Το Ταμείο Ανάκαμψης έχει τον περιορισμό του χρόνου, ολοκληρώνεται το 2026 χωρίς να διαφαίνονται σημεία για τυχόν παράτασή του. Το Ταμείο Συνοχής -που για την περίοδο 2021-2027 εστιάζει κυρίως σε πράσινη κυκλική οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα- έχει ήδη χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια του. Το Ταμείο Εκσυγχρονισμού έχει ειδικό όρο που δυστυχώς “αποκλείει” εξαρχής τις μεταλλευτικές επενδύσεις. Πρόκειται για την αρχή «Να μην προκαλεί σημαντική βλάβη» (DNSH) που ορίζεται στο άρθρο 17 του Taxonomy Regulation, με την αποδοχή ότι οι μεταλλευτικές επενδύσεις είναι a priori ζημιογόνες περιβαλλοντικά! Επομένως θα έπρεπε η Ε.Ε. και τα εντεταλμένα όργανά της να υποστηρίξουν τέτοιες επενδύσεις στα ανωτέρω ταμεία, ώστε να τροποποιήσουν τους κανόνες τους ειδικά για τις περιπτώσεις των Κρίσιμων Ορυκτών και να αποδέχονται την χρηματοδότηση των σχετικών επενδύσεων.

Η ιδανική λύση, όπως έχει προτείνει από την πρώτη συνεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου CRMA,  o επικεφαλής Έλληνας εκπρόσωπος,  κ. Α. Αϊβαλιώτης, ΓΓΕΟΠΥ ΥΠΕΝ, θα ήταν να ιδρυθεί ειδικό Ταμείο για τα Critical Raw Materials (CRM Fund). Τέλος, το χρονικό ορόσημο του  2030 ως καταληκτικός χρόνος υλοποίησης των επενδύσεων αποτελεί τροχοπέδη, καθότι σε πολλές περιπτώσεις είναι βέβαιο ότι δεν είναι εφικτή η επίτευξή του.

Έχει ξεκινήσει διάλογος και για την κοινωνική άδεια;  

Ο όποιος εφοδιασμός της αγοράς με εξορυκτικά προϊόντα δεν μπορεί να γίνεται χωρίς υπεύθυνη εξόρυξη και κατεργασία/επεξεργασία των ορυκτών πρώτων υλών.  Αλλά και χωρίς τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών για την εξορυκτική δραστηριότητα.

Η βιώσιμη και υπεύθυνη εξορυκτική δραστηριότητα αποτελεί μονόδρομο για την επίτευξη της αυτονομίας στον τομέα των πρώτων υλών, αλλά και ο  μόνος δρόμος για να διατηρήσουμε το αναπτυξιακό και πολιτιστικό μας πρότυπο. Περαιτέρω, η αναμενόμενη σημαντική ανάπτυξη του τομέα Ορυκτών Πρώτων Υλών θα πρέπει να συνοδεύεται από ενέργειες που προωθούν την κυκλική οικονομία, την επαναχρησιμοποίηση-ανακύκλωση αλλά και τη δέουσα διαφάνεια και τη συμπερίληψη κριτηρίων αναφοράς για το περιβάλλον, την κοινωνία και την διακυβέρνηση. Οι κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού ορυκτών δεν μπορούν να είναι πραγματικά ασφαλείς, αξιόπιστες και ανθεκτικές, εκτός εάν είναι ταυτοχρόνως βιώσιμες και υπεύθυνες. Εντούτοις, ο γεωπολιτικός παράγοντας κι εδώ δεν μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Ελάχιστες χώρες υιοθετούν αυτήν την ορθή διαλεκτική στις δημόσιες πολιτικές τους και ακόμη λιγότερες την εφαρμόζουν επί τοις ουσίας καθότι απαιτεί σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις.

Το γνωστό σύνδρομο ΝΙΜΒΥ (Not in my backyard) και οι παραλλαγές του έχουν υπερισχύσει σε ολόκληρη την γηραιά Ήπειρο, η οποία έχει ανάγκη από  ουσιαστικές πρωτοβουλίες που αφορούν την βελτίωση του βαθμού κοινωνικής αποδοχής των εξορυκτικών έργων και τελικά μετρίαση ή άρση της παγιωμένης αρνητικής αντίληψης για έργα αυτά.

Για παράδειγμα, για τα εξορυκτικά έργα που αφορούν το λίθιο, του οποίου η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί αρκετές φορές έως το 2050, δεν έχει διαπιστωθεί ευρύτερη συναίνεση. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η Ευρώπη παρότι διαθέτει αρκετά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λιθίου,  δεν διαθέτει επί του παρόντος κανένα ενεργό ορυχείο λιθίου (για παραγωγή λιθίου battery grade), κανένα εργοστάσιο  επεξεργασίας λιθίου (ορισμένα είναι υπό κατασκευή) και επίσης ουδέν εργοστάσιο ανακύκλωσης μπαταριών λιθίου εμπορικής κλίμακας.  Κι αυτό συμβαίνει κυρίως  επειδή δεν υπάρχει η εξασφάλιση της κοινωνικής άδειας. Απαιτούνται συνεπώς παρεμβάσεις που αφορούν αλλαγές ουσίας στο συλλογικό αξιακό μας κεφάλαιο, καθώς και στοχευμένα συλλογικά προγράμματα ενημέρωσης και ενίσχυσης της κοινής γνώμης αλλά και μετάδοσης του σωστού μηνύματος στους σωστούς αποδέκτες.