Skip to main content

Ολική ανατροπή ενεργειακού τοπίου λόγω Ουκρανίας και Τραμπ

Ολιστικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να συντελούνται στον τομέα της ενέργειας και οι οποίες αναμένονται σε πλήρη ανάπτυξη ίσως και από τη φετινή χρονιά.

ΟΛΙΣΤΙΚΕΣ ανατροπές που έχουν ξεκινήσει ήδη να συντελούνται στον τομέα της ενέργειας και αναμένονται σε πλήρη ανάπτυξη ίσως και από τη φετινή χρονιά, πάντοτε σε ένα σύνθετο κουβάρι ευρύτερων οικονομικών, γεωπολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων, αντικατοπτρίζουν η ολική διακοπή διαμετακόμισης ρωσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας και η ανατρεπτική πολιτική Τραμπ.

Αναλυτές που μίλησαν στη «Ν» για το θέμα κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων, για «αλλαγή υποδείγματος», «καινούργια φάση», «καμπή» και εν τέλει ανάγκη προσαρμογής στο «new business», αφού σε διαφορετική περίπτωση το κόστος θα αποβεί ιδιαίτερα υψηλό, φτάνοντας μέχρι και τον τελικό καταναλωτή αργά ή γρήγορα.

Η μάχη για την Ευρώπη

Ο τερματισμός της ροής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας ήρθε να «σφραγίσει» με τον πλέον επίσημο τρόπο την αλλαγή σκυτάλης στην ευρωπαϊκή αγορά, όπου πλέον ο ρωσικός παράγοντας υποχώρησε έναντι των ΗΠΑ, οι οποίες αναδεικνύονται προοδευτικά σε βασικό προμηθευτή LNG για τις ευρωπαϊκές αγορές με αυξανόμενο μερίδιο στο ευρωπαϊκό «καλάθι» αερίου.

Μάλιστα, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την ευρωπαϊκή αγορά και δη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι προσπάθειες απομείωσης των ρωσικών υδρογονανθράκων αναμένεται να συνεχιστούν, βάζοντας στο κάδρο το ρωσικό LNG και τις εναπομείνασες οδούς διέλευσης, όπως είναι ο αγωγός TurkStream που καταλήγει μέσω Τουρκίας στην περιοχή των Βαλκανίων, με τα πρώτα δείγματα γραφής να έχουν ήδη καταγραφεί με την περίπτωση της Gazprombank.

Αναλυτικότερα, σε μια πρώτη «ανάγνωση» της διακοπής του ρωσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, ο αντίκτυπος στην ευρωπαϊκή αγορά αναμένεται μικρός σε συνέχεια των ήδη περιορισμένων ποσοτήτων που συνέχιζαν να ρέουν από την άλλοτε κραταιά οδό διέλευσης των ρωσικών υδρογονανθράκων. Υπενθυμίζεται ότι το 2019 η Ρωσία παρείχε μέσω αγωγών περίπου 172 δισεκατομμύρια κυβικών μέτρων φυσικού αερίου, που κάλυπτε περίπου το 43% της συνολικής ζήτησης για φυσικό αέριο. Μέχρι το τέλος του 2024 η ποσότητα αυτή είχε μειωθεί σε περίπου 15 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ή στο 5% της συνολικής ζήτησης φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η εν λόγω ποσότητα αναμένεται να υποκατασταθεί με πρόσθετες ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου, χωρίς ωστόσο να αλλάζει άρδην το μερίδιο του LNG στο ευρωπαϊκό «καλάθι» του καυσίμου, δεδομένου ότι οι αγώγιμες προμήθειες της Ευρώπης (Νορβηγία, TurkStream και TAP) συνεχίζουν απρόσκοπτα για την ώρα, καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος της ζήτησης.

Global commodity

Το νέο στοιχείο που χρήζει επισήμανσης και προκύπτει με μια δεύτερη «ανάγνωση» των εξελίξεων αφορά το συνολικότερο «αποτύπωμα» στην αγορά του φυσικού αερίου, που πλέον, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο αναλυτής Ενεργειακής Στρατηγικής Μιχάλης Μαθιουλάκης, μιλώντας στη «Ν», «με την εδραίωση του LNG το φυσικό αέριο τείνει να γίνει ένα παγκόσμιο διαπραγματεύσιμο αγαθό όπως το πετρέλαιο». Αυτό πρακτικά σημαίνει πολλαπλάσιους δείκτες τιμών σε ένα περιβάλλον με μεγαλύτερο «volatility», «premiums» και ρίσκα, «υποχρεώνοντας» τους συμμετέχοντες να προσαρμοστούν εν τέλει σε ένα νέο υπόδειγμα αγοράς, σε ένα νέο «business» που διαφοροποιείται ριζικά με το προγενέστερο.

Αν και οι μακροχρόνιες συμφωνίες παραμένουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την προμήθεια φυσικού αερίου και στην περίπτωση του LNG, εντούτοις η νέα κυρίαρχη εμπορική μορφή του καυσίμου επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία διαπραγμάτευσης, με περισσότερες επιλογές τόσο στη μεριά των αγοραστών όσο και στη μεριά των πωλητών. «Η λογική που υπήρχε μέχρι σήμερα ήταν μια λογική χαμηλού ρίσκου και χαμηλών τιμών» αναφέρει σχετικά παράγοντας της αγοράς, περιγράφοντας τη μετατόπιση από την «ασφάλεια» των διμερών συμβολαίων με προσυμφωνημένες μια σειρά παραμέτρους, σε μια πιο δυναμική κατάσταση που επηρεάζεται από πολλαπλάσιες μεταβλητές και απαιτεί ικανότητα ευελιξίας και προσαρμογής από τους συμμετέχοντες. Αν και εκ πρώτης όψεως η αύξηση του κόστους εμφανίζεται λογική συνέπεια του νέου υποδείγματος, εντούτοις-όπως επισημαίνεται- αυτό εξαρτάται από τα αντανακλαστικά της αγοράς, που αν αποδειχθούν «βραδέα» κατ’ αναλογία της Γερμανίας στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση, το κόστος πράγματι θα αποδειχθεί υψηλό.

Παράδειγμα προς αποφυγή

Αναλυτικότερα, η περίπτωση της Γερμανίας εμφανίζεται διδακτική, όπως προσθέτουν οι ίδιοι αναλυτές, καθώς πρόκειται για μια χώρα που επέλεξε να απολαμβάνει το φθηνό ρωσικό αέριο για δεκαετίες, διασφαλίζοντας ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ευρωπαϊκών και μη χωρών, παραγνωρίζοντας ωστόσο τους κινδύνους που ελλοχεύουν και που επιβεβαιώθηκαν στην περίπτωση της ρωσο-ουκρανικής σύρραξης.

Μάλιστα, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, η εν λόγω στάση της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας διαχρονικά απεδείχθη ιδιαίτερα κοστοβόρα για το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, καθώς αφενός ενίσχυσε το ενεργειακό οπλοστάσιο της Ρωσίας και αφετέρου, και σπουδαιότερο, απέτρεψε τα ευρωπαϊκά κράτη να προχωρήσουν σε μια ομαλότερη προσαρμογή με μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Η Γερμανία μέχρι και πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας δεν διέθετε καμία υποδομή υποδοχής LNG, φτάνοντας την «επαύριο» του πολέμου και της διακοπής του ρωσικού αερίου να υποχρεώνεται σε σημαντικές επενδύσεις, μετρώντας σήμερα σε μόλις 2-3 χρόνια 6 τερματικούς σταθμούς.

Το ξανασκέφτονται

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένος θα πρέπει να θεωρείται ο (αυξημένος) ρόλος του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της Ευρώπης, αλλά και παγκόσμια, τροφοδοτώντας με τη σειρά του το βάθος και την έκταση του νέου υποδείγματος. Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες που μέχρι το 2023 αναζητούσαν τρόπους για να μετριάσουν την έκθεσή τους στις εξορύξεις ορυκτών καυσίμων, θέτοντας φιλόδοξους «πράσινους» στόχους, πλέον αναπροσαρμόζουν τα σχέδιά τους, «εμμένοντας» στα ορυκτά καύσιμα.

Οι εν λόγω εταιρείες δεν εγκαταλείπουν τα σχέδιά τους για την ανάπτυξη «πράσινων» χαρτοφυλακίων, ωστόσο, προσαρμόζουν την ταχύτητα, αναγνωρίζοντας, όπως αναφέρει ο αναλυτής Ενεργειακής Στρατηγικής Μιχάλης Μαθιουλάκης, τον κρίσιμο ρόλο των ορυκτών καυσίμων και δη του φυσικού αερίου στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα. Κατά μία άλλη ανάγνωση που επιβεβαιώνει τα παραπάνω, «το φυσικό αέριο αποτελεί το νέο κάρβουνο» που έρχεται να εκτοπίσει από το ενεργειακό μίγμα των χωρών τον πιο βρόμικο λιγνίτη, όπως αναμένεται να συμβεί στην περίπτωση των Βαλκανίων που σήμερα η κατανάλωση λιγνίτη εκτιμάται στα 100 εκατομμύρια τόνους ετησίως.

Τα μεγάλα πλέον μεγέθη

Μια ακόμη σημαντική παράμετρος αφορά τις προοπτικές της βιομηχανίας LNG, όπου τα αμέσως επόμενα χρόνια αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία μια σημαντική δυναμικότητα υποδομών υγροποίησης, εξασφαλίζοντας πλεόνασμα στην αγορά της τάξης των 130 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων, γεγονός που με τη σειρά του θα επιδράσει θετικά στη διαμόρφωση των τιμών σε υποδεέστερα επίπεδα προοδευτικά. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η συνολική δυναμικότητα υγροποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται σε 450 MMTPA/Y, όταν η παραγωγή το 2021 ανήλθε στα 372MMTPA/Y, ποσότητα ίση με 513 bcm, με το 73% της ζήτησης να συγκεντρώνεται στην Ασία και να αυξάνει με διψήφιο ποσοστό. Επιπρόσθετα, η συνολική δυναμικότητα επαναεριοποίησης της Ε.Ε. υπολογίζεται στα 200 bcm/ετησίως. Ένα ακόμη δείγμα της αυξανόμενης σημασίας του LNG στην παγκόσμια αγορά αποτελεί το γεγονός ότι η προμήθεια του καυσίμου αυξάνει για κάθε έτος τη διετία 2027 και 2028 κατά 50 mmtpa, όταν το 2023 υπολογιζόταν κατά μέσο όρο στα 13 mmtpa.

Τέρμα από ΗΠΑ στους «ανεμόμυλους»

Σε μια παράλληλη εξέλιξη, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ, εμμένοντας στην απαξίωση της πράσινης ενέργειας υπέρ των ορυκτών καυσίμων, κατά το γνωστό «drill, baby, drill», χαρακτήρισε «ανεμόμυλους» τις ανεμογεννήτριες, υπογραμμίζοντας την πρόθεσή του να προσπαθήσει να διασφαλίσει πως «δεν θα κατασκευαστούν άλλοι… ανεμόμυλοι».

Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο Μαρ-α-Λάγκο, στη Φλόριντα, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ σημείωσε ότι η αιολική ενέργεια «είναι η πιο ακριβή που υπάρχει. Είναι πολλές, πολλές φορές πιο ακριβή από το καθαρό φυσικό αέριο, επομένως θα προσπαθήσουμε να έχουμε μια πολιτική όπου δεν κατασκευάζονται ανεμόμυλοι», είπε ο Τραμπ, χαρακτηρίζοντας τις ανεμογεννήτριες ως καταστροφή. «Πρόκειται για… σκουπίδια σε όλη τη χώρα μας, είναι σαν να ρίχνουν σκουπίδια σε ένα χωράφι… Σκουριάζουν, σαπίζουν, κλείνουν, πέφτουν… Και βάζουν καινούργια δίπλα τους γιατί κανείς δεν θέλει να τις κατεβάσει, γιατί το να τις κατεβάσει είναι πολύ ακριβό».

Όπως αποτυπώθηκε στη διακύμανση των μετοχών κατασκευαστριών εταιρειών ανεμογεννητριών, οι δηλώσεις Τραμπ επέφεραν μια αναστάτωση στην αγορά. Ειδικότερα, οι μετοχές των δύο μεγαλύτερων κατασκευαστών υπεράκτιων αιολικών πάρκων στον κόσμο, της Orsted της Δανίας και της γερμανικής RWE, υποχώρησαν έως και 7%. Οι κατασκευαστές αεροστροβίλων Siemens Energy, Nordex και Vestas είδαν επίσης τις μετοχές τους να μειώνονται από 2,9% έως 7,3%.

Η ανάπτυξη υποδομών επαναεριοποίησης

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Institute for Energy Economics and Financial Analysis, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2024, από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρώπη έχει προσθέσει 58,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα σε νέα δυναμικότητα τερματικών σταθμών επαναεριοποίησης, εκ των οποίων τα 50,8 bcm στα κράτη-μέλη. Το εν λόγω χαρτοφυλάκιο των 58,5 bcm καταμερίζεται σε 47,7 bcm για νέες πλωτές μονάδες επαναεριοποίησης φυσικού αερίου (Floating Storage Regasification Units/FSRU) και 10,8 bcm σε επέκταση των υφιστάμενων υποδομών. Οι χώρες που έχουν προσθέσει την μεγαλύτερη δυναμικότητα από τον Φεβρουάριο του 2022 είναι η Γερμανία (16 bcm), η Ολλανδία (13 bcm), η Τουρκία (7,7 bcm), η Ιταλία (7,5 bcm), η Γαλλία (6,5 bcm) και η Φινλανδία (5 bcm). Επιπρόσθετα, από τον Φεβρουάριο του 2022, οκτώ FSRU έχουν τεθεί σε λειτουργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα στην Τουρκία.

Πόσο θα κρατήσει

Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς με γνώση του κλάδου του φυσικού αερίου και των συνολικότερων διεργασιών που συντελούνται, ο βαθμός αξιοποίησης του καυσίμου τα επόμενα χρόνια βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με άλλα «μέτωπα» στον ενεργειακό χάρτη. Ως γνωστόν, οι μονάδες φυσικού αερίου, λόγω της ευελιξίας που διαθέτουν, δύναται να αποτελούν φορτία βάσης για το σύστημα, αντισταθμίζοντας τη στοχαστικότητα της παραγωγής των ΑΠΕ και διασφαλίζοντας κατά συνέπεια την ομαλή λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος που δεν δύναται να επαφίεται στην ηλιοφάνεια και στον άνεμο.

Θεωρητικά και δυνητικά, η αποθήκευση ενέργειας και δη οι μπαταρίες ως η πιο ώριμη τεχνολογία ανάμεσα στις τεχνολογίες αποθήκευσης έρχονται να καλύψουν το «κενό» της στοχαστικότητας, πράγμα που ωστόσο μένει να αποδειχθεί στην πράξη, μιας και μέχρι στιγμής πρόκειται για τεχνολογίες που δεν έχουν δοκιμαστεί σε μεγάλη κλίμακα. Ο χρόνος ωρίμανσης των συστημάτων αποθήκευσης και δη των μπαταριών «θα είναι καθοριστικός παράγοντας για το πόσο θα κρατήσει η εποχή του αερίου», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά παράγοντας της αγοράς.

Ένας τελευταίος παράγοντας είναι το υδρογόνο όπου εδώ, όπως διευκρινίζουν πηγές με γνώση του αντικειμένου, η υποκατάσταση του αερίου δεν θα έχει γενικό χαρακτήρα παρά στοχευμένη εφαρμογή. Συγκεκριμένα, το υδρογόνο, με όρους οικονομικής βιωσιμότητας, δύναται να υποκαταστήσει το φυσικό αέριο στη βαριά βιομηχανία (π.χ., χαλυβουργία) και στα συνθετικά καύσιμα σε συνδυασμό με δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS) ως μπλε υδρογόνο, αφήνοντας για μεταγενέστερα, εφαρμογές που θα αφορούν την υποκατάσταση του φυσικού αερίου στα δίκτυα διανομής. Η ταχύτητα προώθησης των παραπάνω -που, αν και συμμορφώνονται με τις γενικές κατευθύνσεις της ενεργειακής μετάβασης, ωστόσο τελούν υπό την αίρεση της ωρίμανσης και της απόδοσης των εν λόγω τεχνολογιών- θα καθορίσει εν πολλοίς τον «κύκλο ζωής» και τον βαθμό χρήσης του φυσικού αερίου, όπου, βέβαια, όλοι οι αναλυτές αναφέρουν ότι θα παραμείνει με βεβαιότητα, στο ενεργειακό μίγμα, περισσότερο ή λιγότερο, μέχρι τα μέσα του αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η πυρηνική… παράμετρος

Άλλη παράμετρος που δύναται να επηρεάσει την χρήση του φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια είναι η πυρηνική ενέργεια και ιδιαίτερα η ανάπτυξη των μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (SMR) που σε ένα ευτυχές σενάριο για την τεχνολογία θα μπορούσαν να αποτελέσουν «στήριγμα» ως φορτία βάσης σε ένα κατά τα άλλα «πράσινο» μίγμα.