Μια διαφορετική προσέγγιση που από την μια συνεχίζει να αναγνωρίζει το θετικό «momemtum» της Ελλάδας στο τομέα των ΑΠΕ και αφετέρου «διαβάζει» με μεγαλύτερη προσοχή τα ρίσκα και τις προκλήσεις που συνοδεύουν την πράσινη μετάβαση αντικατοπτρίζει η επιλογή ξένων funds να τραβήξουν «φρένο» στην υλοποίηση νέων επενδύσεων σε σχέση με μερικούς μήνες πριν.
«Στάση αναμονής», «αναζήτηση ενός νέου baseline», «πιο προσεκτικές κινήσεις», «αβεβαιότητα ως προς τι θα γίνει», «αλλάζουν οι όροι του παιχνιδιού», «παγωμάρα» είναι μερικά από τα σχόλια παραγόντων του κλάδου σε έρευνα της «Ν» σχετικά με το επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων εταιρειών να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική αγορά των ΑΠΕ. Χρειάζεται να σημειωθεί ότι τα παραπάνω συνιστούν περισσότερο ή λιγότερο γνωρίσματα συνολικά της ευρωπαϊκής αγοράς «πράσινης» ενέργειας στη βάση των νέων προκλήσεων που συνοδεύει την υλοποίηση της στρατηγικής της πράσινης μετάβασης.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι επενδυτές επιχειρούν ένα «βήμα πίσω» για να υλοποιήσουν στη συνέχεια «δύο βήματα μπροστά», έχοντας μεγαλύτερη ορατότητα ως προς την βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων τους.
Δίκτυα και πρόσβαση στην αγορά
Στην περίπτωση της Ελλάδας τα δύο βασικά προβλήματα που δημιουργούν πλέον «αναστολές» στο επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων fund αφορούν αφενός στο μεγάλο pipeline έργων που παραμένουν στην ουρά, αντικατοπτρίζοντας την υπερθέρμανση του κλάδου και αφετέρου την απουσία εναλλακτικών πρόσβασης στην αγορά.
Με άλλα λόγια, η υφιστάμενη εικόνα της ελληνικής αγοράς δείχνει να έχει προσεγγίσει τα όρια της, μη αφήνοντας σημαντικό περιθώριο για πρόσθετες κινήσεις και επιχειρηματικές ευκαιρίες, ιδιαίτερα, στην περίπτωση των ξένων επενδυτών που εκκινούν από διαφορετικό σημείο σε σχέση με τους εγχώριους παίκτες ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης μιας επένδυσης.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά παράγοντες της αγοράς στη «Ν», μια νεοεισερχόμενη εταιρεία στην ελληνική αγορά δεν θα δείξει κάποιο ενδιαφέρον για έργα μικρότερα των 150 MW, όταν σήμερα, τέτοιου μεγέθους έργα με διασφαλισμένη ή με σαφή ορατότητα πρόσβασης στο δίκτυο και διαθέσιμα προς πώληση είναι εξαιρετικά λίγα με τα περισσότερα να έχουν καταλήξει στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών ενεργειακών ομίλων.
Ένα πρόσθετο στοιχείο που κυριαρχεί στις επιλογές των ξένων επενδυτών αφορά στη φάση ωρίμανσης του έργου με το ενδιαφέρον να επικεντρώνει σε έτοιμα προς κατασκευή έργα (ready to build) που έχουν σύμβαση σύνδεσης και άδεια εγκατάστασης καθώς και ένα σαφές χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης. Πρόκειται για όρους που δεν πληρούνται σε ένα μεγάλο κομμάτι του χαρτοφυλακίου που βρίσκεται εν αναμονή λήψης όρων σύνδεσης.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι «πράσινο» portfolio της χώρας αριθμεί ήδη 15 GW έργων ΑΠΕ σε λειτουργία με επιπλέον 15 GW να έχουν δεσμεύσει ηλεκτρικό χώρο, όταν το σύνολο της δυναμικότητας του δικτύου μεταφοράς του ΑΔΜΗΕ το 2030 υπολογίζεται σε 28-30 GW. Σωρευτικά τα αιτήματα στην ουρά του ΑΔΜΗΕ ξεπερνούν τα 48 GW, καλύπτουν ακόμη και τους επίσημους στόχους του 2050 (το ΕΣΕΚ μιλά για 48,05 GW, χωρίς τα offshore αιολικά που αθροίζουν 1,9 GW, ενώ στο νούμερο συμπεριλαμβάνονται και τα περίπου 15 GW ΑΠΕ εν λειτουργία). Η έτερη κρίσιμη παράμετρος αφορά την πρόσβαση στην αγορά με τις εναλλακτικές (βλέπε συμβόλαια επί της διαφοράς, CfDs, διμερείς συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, PPAs) να βρίσκουν ακόμη αρκετά περιορισμένη εφαρμογή στην ελληνική αγορά, εν αντιθέσει με άλλες αγορές που συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και την μεγέθυνσή τους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Βουλγαρία με τα CfD, ή χώρες όπως η Ιταλία και η Πολωνία με τα PPAs στη βάση της σημαντικής βιομηχανικής βάσης που διαθέτουν και επομένως υπάρχει περιθώριο για την σύναψη διμερών συμβάσεων. «Αν υπάρχει μόνο ο δρόμος της αγοράς, merchant όπως ονομάζεται, η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και καταλήγει αποτρεπτική για ένα επενδυτή να προχωρήσει στην υλοποίηση ενός έργου, καθώς δεν μπορεί να διασφαλίσει σταθερές χρηματοροές από την λειτουργία του πάρκου», ανέφερε χαρακτηριστικά στέλεχος συμβουλευτικής εταιρείας με γνώση του θέματος.
Πουλάνε παρά αγοράζουν
Μάλιστα, όπως προσθέτει, τα αιτήματα των ξένων επενδυτών πλέον προσανατολίζονται περισσότερο στο να πουλήσουν assets που διαθέτουν στην ελληνική αγορά παρά να αγοράσουν. Το γεγονός αυτό, όπως εξηγεί άλλο στέλεχος της αγοράς, δεν συνιστά απαραίτητα απόσυρση από την ελληνική αγορά με την έννοια της απουσίας επενδυτικού ενδιαφέροντος ή σε απόρροια μεταβολής του επενδυτικού κλίματος της χώρας, παρά μέρος ενός συνολικότερου σχεδιασμού που είτε εξαρχής είχε στόχο την ανάπτυξη έργων και μεταπώλησή τους με κάποια υπεραξία είτε στο πλαίσιο νέων ιεραρχήσεων ένα fund επιλέγει να προσανατολίσει κεφάλαια και πόρους σε άλλες αγορές.
Το επόμενο διάστημα, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές αναμένεται να υπάρξουν τέτοια παραδείγματα στην ελληνική αγορά, ως αποτέλεσμα της συνολικότερης επαπροσέγγισης που υπάρχει ως προς την διαχείριση των «πράσινων» χαρτοφυλακίων. Οι εν λόγω κινήσεις, όπως συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές, σχετίζονται με το ερώτημα κατά πόσο παρουσιάζει σήμερα σημαντικές ευκαιρίες και οφέλη το «development» των έργων ΑΠΕ σε σχέση με την επιλογή πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας ως «power providers», πράγμα που σε κάθε περίπτωση, προκύπτει στη βάση των νέων δεδομένων στο χώρο της ενέργειας.
Αβεβαιότητα στα έσοδα
Όπως έχει αναδείξει σε προηγούμενο ρεπορτάζ της η «Ν», οι περικοπές «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής, οι μηδενικές και οι αρνητικές τιμές ασκούν σημαντικές πιέσεις στα έσοδα ενός πάρκου με αποτέλεσμα να «υποχρεώνουν» σε αναπροσαρμογές τους επενδυτές προκειμένου να διασφαλίσουν την βιωσιμότητα των επενδύσεών τους, πράγμα που αναμένεται να το δούμε πιο έντονα το επόμενο διάστημα.
Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Eurelectric επισημαίνει την σημαντική αύξηση των αρνητικών τιμών το 2024 όπου από 821 ώρες με αρνητικές τιμές το 2023 μετρούσαμε ήδη 1.031 ώρες μέχρι τον Σεπτέμβριο. Παρότι, όπως αναφέρει, το σύνηθες μέχρι τώρα ήταν οι αρνητικές τιμές να παρατηρούνται κυρίως στην ενδοημερήσια αγορά, το 2024 σηματοδότησε την πρώτη εμφάνιση του φαινομένου αυτού και στην αγορά επόμενης ημέρας.
Ένα ακόμη στοιχείο – παρεμφερές μεν, ενδεικτικό δε – που επιβεβαιώνει την τρέχουσα υποχώρηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος και μας μεταφέρει στέλεχος μεγάλης συμβουλευτικής εταιρείας που ειδικεύεται στην «χαρτογράφηση» της ελληνικής ενεργειακής αγοράς προς αναζήτηση ευκαιριών, αφορά στους λιγότερους συνδρομητές που καταγράφει πλέον η έκθεση της εταιρείας σε σχέση με μερικούς μήνες πριν όπου περισσότερες ξένες εταιρείες, λαμβάνοντας το report, ενδιαφέρον να διερευνήσουν τις προοπτικές της εγχώριας αγοράς.
Ωστόσο υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν πηγές της αγοράς, η υποχώρηση του επενδυτικού κλίματος δεν συνιστά αναγκαία μια ανησυχητική νότα όσο μια φάση στη κύκλιση που αντικειμενικά χαρακτηρίζει την αγορά με βασικό στοιχείο για την «επόμενη μέρα» να αναδεικνύεται η ανθεκτικότητα των επενδυτών στις ανωμαλίες της αγοράς έως ότου επέλθει η νέα κατάσταση ισορροπίας.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που συγκέντρωσε η «Ν» και αφορούν τους επενδυτές που έχουν ενδιαφερθεί για εξαγορά portfolio ΑΠΕ κατά την διετία 2023-2024. Αναλυτικά ενδιαφέρον έχουν εκφράσει:
4 Γαλλικά Fund που κάποια από αυτά έχουν ήδη προβεί σε κάποιες εξαγορές σε όλες τις τεχνολογίες PV, Wind, BESS. Η συνολική ισχύς των έργων που υπήρξε το ενδιαφέρον ξεπερνά τα 4,5 GW. Τα χαρτοφυλάκια περιελάμβαναν τόσο έργα σε λειτουργία όσο και έργα υπό ανάπτυξη.
3 Αγγλικά Fund που τουλάχιστον το ένα έχει προβεί σε εξαγορά χαρτοφυλακίου PV και ξεκινά την κατασκευή. Η συνολική ισχύς των έργων που υπήρξε το ενδιαφέρον αγγίζει το 1 GW. Συγκεκριμένα ενδιαφέρον έχει εκφράσει η Foresight Solar Fund.
3 Γερμανικά Fund. Η συνολική ισχύς των έργων που υπήρξε/υπάρχει το ενδιαφέρον ξεπερνά τα 1,5 GW. Τα χαρτοφυλάκια περιελάμβαναν τόσο έργα σε λειτουργία όσο και έργα υπό ανάπτυξη.
2 Ισραηλινά Fund έχουν ενδιαφερθεί για επενδύσεις σε ΑΠΕ -κυρίως PV- σε έργα μικρού ή μεσαίου μεγέθους <20MWp
Επίσης, υπάρχουν στη χώρα μας εταιρείες που εκπροσωπούν Αμερικανικά Fund και είναι στην αναζήτηση έργων, με στόχο να αναπτύξουν χαρτοφυλάκια άνω των 500MW.
Δε λείπουν βέβαια και επενδυτές από τη Σκανδιναβία (πχ OX2), την Αυστρία και την Τουρκία που αναζητούν κάποιες ευκαιρίες στις ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά πέραν των ανωτέρω, παρουσία στην ελληνική αγορά έχουν η γερμανική RWE σε σύμπραξη με την ΔΕΗ για την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών πάρκων 2GW στη Δυτική Μακεδονία, η Ιταλική Eni που εξαγόρασε προ ετών το χαρτοφυλάκιο 800 MW της Solar Conzept Greece, οι βρετανικές SSE και National Energy, η Γαλλική Mirova στο τομέα των αιολικών, η πορτογαλική EDPR κλπ.
Στα παραπάνω χρειάζεται να προσθέσουμε τις επενδύσεις των Masdar και Amazon με την πρώτη να προχωρά στην εξαγορά του 70% των μετοχών της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή έναντι 3,2 δισεκατομμυρίων ευρώ και την δεύτερη να ανακοινώνει την κατασκευή τριών αιολικών πάρκων μεγάλης κλίμακας στην Ελλάδα συνολικής αξίας άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων για να καλύψει με φθηνή ενέργεια τα «energy hungry» data centers που αναπτύσσει στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Οι Έλληνες κοιτάνε Ρουμανία και Βουλγαρία
Την ίδια στιγμή που ξένοι επενδυτές δείχνουν εγκράτεια ως προς την ελληνική αγορά, οι εγχώριοι παίκτες αυξάνουν «στροφές» ως προς την διείσδυση τους στις γειτονικές βαλκανικές αγορές με το ενδιαφέρον να εστιάζει κύρια σε Ρουμανία και Βουλγαρία, ενώ ακολουθούν προοπτικά και οι υπόλοιπες αγορές. Ο λόγος, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές της αγοράς, είναι οι σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω αγορές, έχοντας για την ώρα σημαντικά μικρότερο κορεσμό έναντι της Ελλάδας και κατά συνέπεια υψηλότερες επιδόσεις.
Ως γνωστόν, όλες οι μεγάλες ελληνικές ενεργειακές εταιρείες έχουν ενισχύσει τα χαρτοφυλάκιά τους με έργα στις εν λόγω αγορές, πράγμα που ωστόσο, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Ένα ενδεικτικό στοιχείο ότι πλέον οι αγορές αυτές βρίσκονται υψηλά στις προτεραιότητες των Ελλήνων παικτών είναι αφενός η στελέχωση τους με προσωπικό που επιφορτίζεται στενά με την ανάπτυξη τους σε αυτές τις αγορές όπως και η παρουσία τους σε πολλά ενεργειακά συνέδρια στις χώρες αυτές.