Τη χορήγηση το ταχύτερο δυνατό των αναγκαίων ποσών για την χρηματοδότηση του μηχανισμού της αντιστάθμισης του κόστους CO2 έχει θέσει ως προτεραιότητα η ενεργοβόρος βιομηχανία στον εν εξελίξει διάλογο με τις αρμόδιες αρχές για τη στήριξη των επιχειρήσεων έναντι του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) με επιστολή που έστειλε προ ημερών στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας επισημαίνει την ανάγκη να θεσπιστεί σταθερός κανόνας για τα ποσά που απαιτούνται για τον σχετικό μηχανισμό τα επόμενα έτη.
Όπως τονίζεται στην επιστολή, «Η εξέταση κατά περίπτωση και μάλιστα μετά τη λήξη της χρήσης του εξεταζόμενου έτους και η μη διάθεση των αναγκαίων ποσών για τη χρηματοδότηση του μηχανισμού της Αντιστάθμισης μειώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιλέξιμων προς επιδότηση βιομηχανιών και ανατρέπει τα οικονομικά αποτελέσματα τους. Και τούτο διότι τα εν λόγω ποσά αντιπροσωπεύουν έως και το 30% του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για αυτές. Το ποσό που τελικά διατέθηκε για την αντιστάθμιση για τη χρήση του 2022 διαμορφώθηκε στα 170 εκατ. ευρώ, ενώ απαιτούνταν 190 εκατ. ευρώ. Τα έσοδα από τις δημοπρασίες των διαθέσιμων δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (EUAs) για το 2023 εκτιμώνται στο 1,5 δις. ευρώ, επομένως το ποσό που απαιτείται για την αντιστάθμιση του 2023 ανέρχεται στα 300 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 20% επί των εσόδων από τις δημοπρασίες. Ομοίως για την αντιστάθμιση του 2024 θα απαιτηθούν περίπου 300 εκατ. ευρώ».
Η ΕΒΙΚΕΝ τονίζει ότι θα πρέπει να εξαντληθεί κάθε περιθώριο διασφάλισης των αναγκαίων ποσών για τα έτη 2023 και 2024. Και πολύ περισσότερο καθώς από την αρχή του 2024 παρατηρείται μείωση των τιμών των δικαιωμάτων CO2 (που έχουν υποχωρήσει στα επίπεδα των 62 ευρώ/τόνο έναντι 80-85 ευρώ/τόνο όπου κινούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2023). Εάν η τάση αυτή διατηρηθεί και κατά τους επόμενους μήνες -ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί- θα υπάρξει μείωση των εσόδων από τις δημοπρασίες για το 2024, που θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη να αυξηθεί περαιτέρω το ποσοστό επί των εσόδων που απαιτούνται για την αντιστάθμιση του 2024 σε σύγκριση με το 2023.
Καταλήγει δε ότι θεωρεί επιβεβλημένη τη θέσπιση σταθερού κανόνα για τον προσδιορισμό των διαθέσιμων κονδυλίων που θα αποδεικνύει την πολιτική βούληση για τη στήριξη των βιομηχανιών έντασης ενέργειας κατά προτεραιότητα σε μόνιμη βάση, όπως ορθώς ίσχυε από την αρχή εφαρμογής του μέτρου και ανατράπηκε μόλις τα τελευταία έτη, καθώς υπό το βάρος της ενεργειακής κρίσης μεγάλο μέρος των εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων κατευθύνθηκαν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και διατέθηκαν ως επιδοτήσεις στα νοικοκυριά.
Υπό το πρίσμα της επιστροφής στην κανονικότητα, η ΕΒΙΚΕΝ προτείνει να υπάρξει πρόβλεψη να διατίθεται σταθερά το 25% των εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων για τα επόμενα έτη με αρχή από το 2024. Τα δε όποια αδιάθετα ποσά θα επιστρέφονται, όπως εξάλλου προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Το θέμα της αύξησης των εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων που διοχετεύονται για την αντιστάθμιση του κόστους CO2 έχει τεθεί κατά τις συναντήσεις της ειδικής Ομάδας Εργασίας που έχουν συστήσει το ΥΠΕΝ και ο ΣΕΒ για το θέμα του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών. Το Υπουργείο έχει σηματοδοτήσει ότι οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς να έχει ανοίξει τα χαρτιά του ως προς το πώς προτίθεται να τοποθετηθεί.
Το κόστος ενέργειας πιέζει τις επιχειρήσεις
Σημειώνεται τέλος ότι οι επιχειρήσεις ανέδειξαν το κόστος ενέργειας ως ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και χρήζει αντιμετώπισης και μέσα από την έρευνα του ΣΕΒ «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν» που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα. Το 75% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρεί αναγκαία την παρέμβαση της Πολιτείας στο ζήτημα αυτό, ενώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το ποσοστό αυξάνεται στο 88%, κάτι που καταδεικνύει ότι για την συγκεκριμένη κατηγορία το ενεργειακό είναι υπαρξιακό ζήτημα.
Πάντως, ότι παρά τον προβληματισμό για το ενεργειακό κόστος, την ίδια στιγμή οι επιχειρηματίες δεν θέτουν ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων τους τη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος -ως μέσο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς τους-, καθώς το εν λόγω θέμα βρίσκεται στην όγδοη θέση της σχετικής λίστας, με την εκπαίδευση και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού και την ψηφιοποίηση των διαδικασιών στις πρώτες θέσεις.