Την ανάπτυξη εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη και διεθνώς αναδεικνύει η πρόσφατη μελέτη της Frontier Economics – που ανατέθηκε από τις εταιρείες Fluence, BayWar.e., ECOSTOR, enspired και Kyon Energy – και παρέχει πληροφορίες για την προώθηση της ενεργειακής μετάβασης. Σύμφωνα με τη μελέτη, η αναγνώριση του ρόλου των συσσωρευτών αποθήκευσης ενέργειας στα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια εάν υπάρχει ένα υποστηρικτικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει 40πλάσια αύξηση σε σύγκριση με σήμερα. Επίσης η αποθήκευση ενέργειας μπορεί να μειώσει σημαντικά την ανάγκη για επενδύσεις σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου καθώς επίσης και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές.
Ο Dr. Christoph Gatzen, Διευθυντής της Frontier Economics, θεωρεί τα αποτελέσματα της μελέτης σαφείς δείκτες για τον μελλοντικό ρόλο της αποθήκευσης ενέργειας, τονίζοντας ότι η αξιοποίησή της αναμένεται να ακολουθήσει μια πορεία ανάπτυξης παρόμοια με αυτή που γνώρισε η τεχνολογία των φωτοβολταϊκών τα τελευταία χρόνια, τόσο όσον αφορά τη μείωση του κόστους όσο και τον ρυθμό επέκτασης. Ωστόσο, η ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας καθοδηγείται καθαρά από την αγορά, καθώς τα νέα έργα μπορούν να κατασκευαστούν και να λειτουργήσουν οικονομικά χωρίς κρατική χρηματοδότηση.
Υπερυπολογιστές και τεχνητή νοημοσύνη (ίσως) βρήκαν τον αντικαταστάτη του λιθίου στις μπαταρίες
Το παράδειγμα της Γερμανίας
Ειδικότερα στη Γερμανία η Frontier Economics εκτιμά ότι η χρήση της αποθήκευσης για τη μετατόπιση της διαθεσιμότητας της ηλεκτρικής ενέργειας, από περιόδους πλεονάζουσας παραγωγής σε περιόδους έλλειψης, μπορεί να δημιουργήσει (μακρο)οικονομική αξία περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2050. Η αξία αυτή υπολογίζεται με βάση την εξοικονόμηση μόνο από τη χονδρική και θα αυξηθεί περαιτέρω όταν ληφθούν υπόψη τα πρόσθετα οφέλη της αποθήκευσης, όπως οι υπηρεσίες συστήματος, οι μειωμένες εκπομπές CO2 και η συμμετοχή στις ενδοημερήσιες αγορές. Μέχρι το 2030 ο όγκος των συσσωρευτών αποθήκευσης ενέργειας στη Γερμανία αναμένεται να τετραπλασιαστεί και να φθάσει τις 57 GWh με εγκατεστημένη ισχύ στο δίκτυο 15 GW. Με την ανάπτυξη εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας, η Γερμανία μπορεί να αποφύγει την ανάγκη κατασκευής επιπλέον 9 GW νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου έως το 2030, μειώνοντας τις εκπομπές CO2 έως και 6,2 εκατομμύρια τόνους το 2030 και κατά περίπου 7,9 εκατομμύρια τόνους το 2040. Επιπλέον, η συμμετοχή της αποθήκευσης στη χονδρική αγορά θα μειώσει τη χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας κατά μέσο όρο κατά 1 €/MWh μεταξύ 2030 και 2050 σε σύγκριση με το σενάριο όπου δεν θα κατασκευαστούν εγκαταστάσεις αποθήκευσης ενέργειας.
Εάν δεν κατασκευαστούν τέτοιες εγκαταστάσεις και η ελλείπουσα δυναμικότητα δεν αντικατασταθεί από πρόσθετες, νέες μονάδες φυσικού αερίου, οι τιμές χονδρικής θα αυξηθούν κατά 4 €/MWh. Η μοντελοποίηση της Frontier Economics κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν και η αποθήκευση δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως την κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, θα μειώσει σημαντικά τις απαιτούμενες επενδύσεις σε σύγκριση με μια αυξημένη κατασκευή και λειτουργία έως το 2030. Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα δημοσιονομική κρίση και την έλλειψη χρηματοδότησης για σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου που μπορούν να λειτουργήσουν και με υδρογόνο, ο Dr. Christoph Gatzen δήλωσε πως «τα συστήματα αποθήκευσης βιομηχανικής κλίμακας δύναται να υλοποιηθούν χωρίς κρατική ενίσχυση ενώ παράλληλα μειώνουν την ανάγκη για κατασκευή νέων θερμικών μονάδων αερίου με δυνατότητα καύσης υδρογόνου, όσο και την περαιτέρω χρήση ορυκτών καυσίμων. Η διασφάλιση της βιωσιμότητας των επενδύσεων για σταθμούς αποθήκευσης και σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέσω της θέσπισης ενός σαφούς και αξιόπιστου ρυθμιστικού πλαισίου θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Αναμένουμε ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και οι απαιτήσεις φορτίων αιχμής στη Γερμανία θα αυξηθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για νέα συστήματα αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας και εργαλεία παραγωγής, παράλληλα με την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη διασφάλιση του εφοδιασμού».
Οι προσδοκίες του κλάδου από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής
Οι εμπνευστές της μελέτης της Frontier Economics καλούν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να διασφαλίσουν τις επενδύσεις για την ανάπτυξη νέων συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες μεγάλης κλίμακας. Τονίζουν πως θα πρέπει να μειωθούν τα γραφειοκρατικά και ρυθμιστικά εμπόδια, όπως οι πολύπλοκες διαδικασίες έγκρισης νέων έργων αποθήκευσης. Όλες οι αγορές για την εμπορία ενέργειας, τη δυναμικότητα και τις επικουρικές υπηρεσίες θα πρέπει να διαμορφώνονται ελεύθερα βάσει της αγοράς και να είναι ανοικτές σε όλες τις τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης.
Να σημειωθεί ότι η μελέτη χρησιμοποίησε τη μοντελοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το Combined Investment and Dispatch Model της Frontier σε τρία διαφορετικά σενάρια: (1) μια μοντελοποίηση αναφοράς, στην οποία η ενδογενής επέκταση των μπαταριών και των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου υλοποιείται στο μοντέλο, και δύο παραλλαγές προσομοίωσης στις οποίες η επέκταση της αποθήκευσης ενέργειας δεν είναι δυνατή στη Γερμανία και η αντικατάσταση της ισχύος της ελλείπουσας αποθήκευσης ενέργειας από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου επιτρέπεται (2) ή δεν επιτρέπεται (3).
Η Frontier Economics είναι μια εταιρεία μικροοικονομικών συμβούλων που παρέχει οικονομικές συμβουλές σε πελάτες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού, τη δημόσια πολιτική, τη ρύθμιση, τη στρατηγική των επιχειρήσεων, τα συμπεριφορικά οικονομικά, την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή. Το δίκτυο της αποτελείται από ξεχωριστές εταιρείες που εδρεύουν στην Ευρώπη (Βερολίνο, Βρυξέλλες, Κολωνία, Δουβλίνο, Λονδίνο, Μαδρίτη και Παρίσι), καθώς και στην Αυστραλία (Μελβούρνη, Σίδνεϊ και Μπρίσμπεϊν) και στη Σιγκαπούρη.