Ικανοποιητική κρίνεται σε γενικές γραμμές η επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος έως το 2035, εν μέσω απολιγνιτοποίησης και υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί η ομαλή τροφοδοσία της χώρας με φυσικό αέριο για όσο διάστημα απαιτηθεί ώστε να μεταβούμε με ασφάλεια στην εποχή της πράσινης ενέργειας.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της Μελέτης Επάρκειας Ισχύος 2025-2035 του ΑΔΜΗΕ που κατατέθηκε πρόσφατα στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Εκεί επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι η εξεταζόμενη περίοδος είναι μεταβατική καθώς «προβλέπεται ριζικός μετασχηματισμός του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής με στόχο την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων που υιοθετούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (FiT for 55, REPowerEU), αλλά και σε εθνικό επίπεδο μέσω του υπό επικαιροποίηση Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Η Μελέτη του Διαχειριστή ακολουθεί τις παραδοχές του τελευταίου επίσημου ΕΣΕΚ (έκδοση 2019) που προβλέπει εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ 15,5 GW το 2030 (μη συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών), μονάδες αποθήκευσης (μπαταρίες) 1,1 GW και αντλησιοταμίευση 0,7 GW.
Δεδομένων των ραγδαίων εξελίξεων στο ενεργειακό τοπίο, η Μελέτη εξέτασε επίσης:
ένα σενάριο ταχύτερης ενεργειακής μετάβασης στο οποίο υιοθετήθηκαν πιο φιλόδοξοι στόχοι αναφορικά με τη διείσδυση των ΑΠΕ και των συστημάτων αποθήκευσης στη χώρα μας (για το 2030: ΑΠΕ 24 GW, μη συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών, μπαταρίες 2,3 GW, αντλησιοταμίευση 0,7 GW), καθώς και διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξη της ζήτησης έως και το 2035: ένα χαμηλής ζήτησης στις 60.543 GWh στο τέλος της δεκαετίας χωρίς το σύστημα της Κρήτης (3.636 GWh) και ένα υψηλής ζήτησης στις 65.060 GWh το 2035 επίσης χωρίς το σύστημα της Κρήτης (3.976 GWh στο δεύτερο αυτό σενάριο).
Πώς διαμορφώνεται το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα μέχρι το 2035
Σε ό, τι αφορά το ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό της χώρας με ορίζοντα το 2035, η Μελέτη Επάρκειας βασίζεται στις εξής παραδοχές:
· Η απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έχει ολοκληρωθεί πριν από το 2025. Η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V με ισχύ 615 MW που εντάχθηκε στο Σύστημα από τον Ιανουάριο 2023, προβλέπεται να αποσυρθεί στο τέλος του 2028 και να επανέλθει δύο χρόνια μετά (1/1/2031) ως μονάδα φυσικού αερίου, με αυξημένη ισχύ στα 1.000 MW.
· Οι νέες μονάδες φυσικού αερίου Άγιος Νικόλαος ΙΙ με ισχύ 826 ΜW (σ.σ. πρόκειται για τη νέα μονάδα της MYTILINEOS που αναμένεται να τεθεί σύντομα σε εμπορική λειτουργία) και ΒΙΠΕ Κομοτηνής (825 MW- πρόκειται για την υπό κατασκευή μονάδα της κοινοπραξίας ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-Motor Oil) θα είναι διαθέσιμες στις αρχές του 2023 και στις αρχές του 2025 αντίστοιχα. Στο τέλος του 2034 αποσύρονται λόγω παλαιότητας οι μονάδες φυσικού αερίου ΕΝΘΕΣ, Κομοτηνή, Λαύριο IV και Ήρων GTs, ενώ το 2026 εντάσσεται μία επιπλέον μονάδα φυσικού αερίου. Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, οι παραδοχές αυτές ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι η ροή του φυσικού αερίου στην Ελλάδα θα παραμείνει αμετάβλητη το επόμενο διάστημα).
· Η νέα μονάδα αντλησιοταμίευσης της Αμφιλοχίας (660 MW) εντάσσεται το 2026. Πρόσθετη υδροηλεκτρική ισχύς θα αρχίσει να ενσωματώνεται στο σύστημα από την 1η Ιανουαρίου 2025 με τη λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Μετσοβίτικο (29 MW), του ΥΗΣ Μεσοχώρα (160 MW) ένα χρόνο μετά και του ΥΗΣ Αυλάκι (83 MW) από 1/1/2028.
Στη συγκεκριμένη Μελέτη Επάρκειας εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η εγκεκριμένη το 2020 από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας ACER μεθοδολογία ERAA (European Resource Adequacy Assessment Methodology), με την οποία συνεκτιμάται πλέον η επίδραση της οικονομικής βιωσιμότητας των διαθέσιμων πόρων (resources), υφιστάμενων και μελλοντικών, στην επάρκεια των συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής (EVA, Economic Viability Assessment).
«Γκάζι» στις ΑΠΕ, αλλά και mind the gap
Το «mind the gap» είναι ένα από τα κύρια σημεία που εξετάζονται στη Μελέτη Επάρκειας του ΑΔΜΗΕ. Κι αυτό γιατί η αλματώδης ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας επιβάλλεται να γίνει με όρους μέγιστης ασφάλειας, ώστε το ηλεκτρικό σύστημα να συνεχίσει να λειτουργεί με ευστάθεια εν μέσω της αυξανόμενης στοχαστικής παραγωγής των ΑΠΕ.
Η θωράκιση της ηλεκτροδότησης είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο κρίνεται αναγκαίο να διατηρηθούν οι υφιστάμενες και οι υπό κατασκευή μονάδες συμβατικής παραγωγής (φυσικού αερίου) κατά το μεταβατικό διάστημα μέχρι το 2035.
Η συμβατική παραγωγή θα μπορεί να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, εφόσον επιβεβαιώνεται η εγκατάσταση εναλλακτικής ισχύος στο Σύστημα, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ισοδύναμη σε όρους επάρκειας. Παράγοντας – κλειδί για την ενεργειακή ασφάλεια θα είναι και η αξιοποίηση των τεχνολογιών αποθήκευσης, που αναδεικνύεται σε προτεραιότητα για το επόμενο διάστημα.
Εύλογα εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα των νέων ή παλιών μονάδων συμβατικών καυσίμων που θα λειτουργήσουν ως «γέφυρα» για τη μετάβαση σε ένα καθαρότερο ενεργειακό μείγμα. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί η λειτουργική τους ενίσχυση, ώστε να μην υπάρξει «αρρυθμία» στη διαδικασία απόσυρσης των παλιών συμβατικών μονάδων και ένταξης των νέων.