Οι εκλογές του 2024 σηματοδότησαν μια εποχή αβεβαιότητας και νέων προκλήσεων για την παγκόσμια ατζέντα βιώσιμης ανάπτυξης, την κλιματική πολιτική και τον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η μετατόπιση του πολιτικού τοπίου στην ΕΕ μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 αναδιαμορφώνουν τις διεθνείς ισορροπίες, τις στρατηγικές και τη γεωπολιτική της κλιματικής δράσης.
Μέσα από πέντε συνεντεύξεις με ειδικούς στις πολιτικές για το κλίμα, την ενέργεια και τη βιωσιμότητα, το αφιέρωμα του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου ΕΝΑ αναλύει τις προοπτικές, τους κινδύνους και τις ευκαιρίες της νέας πολιτικής πραγματικότητας, απαντώντας σε τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα:
- Ποιες είναι οι επιπτώσεις της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού και της αναζωπύρωσης των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων στη διεθνή ενεργειακή και κλιματική πολιτική;
- Πώς επηρεάζει η νέα πολιτική πραγματικότητα την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, την υλοποίησή της και τις προτεραιότητές της;
- Ποιοι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες τροφοδοτούν τη στροφή προς μια ατζέντα που υποβαθμίζει ή αμφισβητεί την κλιματική και περιβαλλοντική δράση;
- Ποιες είναι οι άμεσες και οι μεσομακροπρόθεσμες επιπτώσεις της νέας διεθνούς συγκυρίας για την Ελλάδα, την ενεργειακή μετάβαση και τη βιώσιμη ανάπτυξη;
Μετά τον Τραμπ: Επιπτώσεις στις εκπομπές CO₂, ο νέος ρόλος της Κίνας και οι ευκαιρίες για την Ελλάδα
Δημήτρης Τσέκερης, Senior Climate Policy Analyst στην Climate Analytics
Ο Δημήτρης Τσέκερης παρουσιάζει αναλυτικά στοιχεία για τις επιπτώσεις των αποφάσεων της προεδρίας Τραμπ, οι οποίες μεταφράζονται σε επιπλέον εκπομπές 2 έως 4 δισεκατομμυρίων τόνων CO₂, σε μια περίοδο όπου το 2024 κατέγραψε νέο θερμοκρασιακό ρεκόρ. Στη συνέντευξη αναλύεται γιατί η επιβράδυνση των ΗΠΑ στις καθαρές τεχνολογίες αναμένεται να δημιουργήσει κενό, το οποίο θα καλυφθεί από άλλες δυνάμεις όπως η Κίνα, η οποία έχει πλέον καθιερωθεί ως παγκόσμιος ηγέτης στον εν λόγω τομέα. Στην Ευρώπη, η υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας συνοδεύεται από αντιφάσεις. Παρότι οι υψηλές τιμές ενέργειας κατά την ενεργειακή κρίση προκλήθηκαν κυρίως από την εξάρτηση από το ορυκτό αέριο και τις ανατιμήσεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αναπτύχθηκε πολεμική ενάντια στην ενεργειακή μετάβαση, παρά το γεγονός ότι αυτή θωρακίζει την ΕΕ απέναντι στην ακρίβεια των ορυκτών καυσίμων. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επενδύσει στην καθαρή ενέργεια και στην ανθεκτικότητα/προσαρμογή, διεκδικώντας ταυτόχρονα ρόλο στην παραγωγή πράσινης τεχνολογίας, όπως πλωτές ανεμογεννήτριες, καλώδια, μετασχηματιστές και μπαταρίες. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται οργανωμένη κρατική πολιτική για την πράσινη βιομηχανία, με στοχευμένα κίνητρα, σαφή στρατηγική και διαβούλευση.
Πέρα από τη Συμφωνία του Παρισιού: Οι επιπτώσεις της ατζέντας Τραμπ στη βιώσιμη ανάπτυξη
Νίκος Τράντας, Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης, στέλεχος της δημόσιας διοίκησης για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης
Ο Νίκος Τράντας αναλύει γιατί η επικράτηση της ατζέντας του Ν. Τραμπ δεν περιορίζεται στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, αλλά επηρεάζει συνολικότερα τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) και τις οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και δικαιωματικές τους διαστάσεις. Παράλληλα, εξετάζονται οι παράγοντες που ενίσχυσαν την κοινωνική αποδοχή του κλιματικού σκεπτικισμού. Όσο λανθασμένος και επικίνδυνος είναι ο κλιματικός σκεπτικισμός, που αμφισβητεί την ανθρωπογενή επιρροή στην κλιματική αλλαγή, άλλο τόσο είναι και ο αισιόδοξος οικομοντερνισμός, που προωθεί ένα ιδεατό πράσινο μέλλον πλήρως απαλλαγμένο από «βρώμικη» ενέργεια, βασιζόμενο αποκλειστικά στην τεχνολογική πρόοδο και τις ΑΠΕ. Όπως επισημαίνεται, δεν υπάρχουν πραγματικά βιώσιμες λύσεις στο πλαίσιο του κυρίαρχου οικονομικού υποδείγματος, το οποίο προτάσσει την οικονομική μεγέθυνση και τα εταιρικά κέρδη εις βάρος των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών. Η ενεργειακή μετάβαση οφείλει να τηρεί τις αρχές της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, ώστε το κόστος της να μην βαραίνει ορισμένες περιοχές και κοινότητες, επιτρέποντας στον πλούσιο Βορρά και τις μεγάλες πόλεις να υπερκαταναλώνουν ενέργεια και πόρους, να συγκεντρώνουν πλούτο και να διευρύνουν τις ανισότητες.
Κλιματική πολιτική και εκλογές: Στήριξη, αντιδράσεις και η ανθεκτικότητα της Πράσινης Συμφωνίας
Ιόλη Χριστοπούλου, Διευθύντρια Πολιτικής, The Green Tank
Η Ιόλη Χριστοπούλου επισημαίνει ότι η σύνδεση των εκλογικών αποτελεσμάτων με την απήχηση της αντικλιματικής ατζέντας δεν είναι απλή. Λίγο πριν τις ευρωεκλογές (Μάιος 2024), το 81% των Ευρωπαίων συμφωνούσε ότι η κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου ο κλιματικός σκεπτικισμός παραμένει ισχυρός, η αναγνώριση της κλιματικής κρίσης αυξάνεται. Δεν πρέπει, ωστόσο, να υποτιμάται ο σκεπτικισμός ή οι αντιδράσεις σε νέες τεχνολογίες και συγκεκριμένα έργα ΑΠΕ, που απαιτούν θεσμικές απαντήσεις για να διασφαλιστεί η κοινωνική συμμετοχή και η δικαιοσύνη.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, νομικά δεσμευτική μέσω του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, έχει αποδώσει σε πολλούς τομείς, όμως η αμφισβήτησή της τροφοδοτείται από μια λαϊκιστική εκμετάλλευση του αυξημένου κόστους ζωής, παραβλέποντας μηχανισμούς στήριξης όπως το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα. Η αντίσταση σε αυτές τις πιέσεις πρέπει να είναι ισχυρή, καθώς η καθυστέρηση στην εφαρμογή των συμφωνημένων μέτρων, πέρα από τις κλιματικές επιπτώσεις, θα οδηγούσε σε απώλεια χρόνου και πόρων. Σήμερα, η βιομηχανία πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, καθώς έχει σημειώσει αναλογικά μικρότερες μειώσεις εκπομπών. Καθοριστικός παράγοντας θα είναι το περιεχόμενο της Συμφωνίας για Καθαρή Βιομηχανία (Clean Industrial Deal), που αναμένεται στις 26 Φεβρουαρίου 2025.
Μετά τις εκλογές: Η μάχη μεταξύ ορυκτών καυσίμων και καθαρής ενέργειας στις ΗΠΑ και η πρόκληση για την Ευρώπη
Ιωσήφ Σινιγάλιας, Μηχανολόγος μηχανικός, μέλος Συντακτικής Επιτροπής εφημερίδας «Η Εποχή»
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας εξηγεί γιατί οι υποσχέσεις του Ν. Τραμπ για μείωση των τιμών των ορυκτών καυσίμων μέσω αύξησης της προσφοράς δύσκολα θα υλοποιηθούν. Τα μέχρι σήμερα γεγονότα προαναγγέλλουν μια τετραετία θεσμικών συγκρούσεων στις ΗΠΑ, με τη νέα κυβέρνηση να επιδιώκει την αποδόμηση της ομοσπονδιακής πολιτικής για καθαρή ενέργεια και περιβάλλον. Αυτή η σύγκρουση εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναδιάταξης ισχύος ανάμεσα στον «ορυκτό» και τον «πράσινο» καπιταλισμό. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, υπό τις συνεχείς επιθέσεις της ακροδεξιάς, εμφανίζει μεικτά αποτελέσματα μετά από πέντε χρόνια υλοποίησης. Ενώ σημειώθηκαν επιτυχίες σε ορισμένους τομείς, παραμένουν καθυστερήσεις και προκλήσεις σε καίρια ζητήματα, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, το πράσινο υδρογόνο και η υπεράκτια αιολική ενέργεια. Η νίκη του Ν. Τραμπ και η προοπτική επιθετικών αντιπεριβαλλοντικών πολιτικών επιβάλλουν βαθιά αυτοκριτική σχετικά με την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας, των δράσεων και των στρατηγικών της «πράσινης» συλλογικότητας σε διεθνές επίπεδο. Είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστεί άμεσα η τοξικότητα που προκύπτει από τις ενεργειακές και περιβαλλοντικές ανισότητες, τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
ESG και πολιτικές πιέσεις: Η οδηγία CSRD διατηρεί τη δεσμευτικότητά της ως στρατηγικό πλεονέκτημα της ΕΕ
Έλενα Δήμα, Οικονομολόγος, ΜSc Διεθνής Πολιτική Οικονομία & Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική, Επιστημονική συνεργάτιδα Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΝΑ
Η Έλενα Δήμα εξετάζει αν και σε ποιο βαθμό οι νέες πολιτικές συνθήκες θα επηρεάσουν μία από τις μεγαλύτερες τομές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας στο πεδίο των ESG: την υποχρέωση των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών να δημοσιεύουν διαφανή, συγκρίσιμα και αξιόπιστα στοιχεία για τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους, σύμφωνα με την οδηγία CSRD. Εκτιμάται ότι, παρά τις πολιτικές πιέσεις από συγκεκριμένα κόμματα και κυβερνήσεις, δεν υπάρχει – προς το παρόν – άμεσος κίνδυνος αποδυνάμωσης της δεσμευτικότητας του νέου πλαισίου εταιρικής βιωσιμότητας. Μια τέτοια εξέλιξη θα στερούσε από την ΕΕ το στρατηγικό της πλεονέκτημα στον τομέα, υπονομεύοντας την «ήπια ισχύ» που απορρέει από το προβάδισμά της στις πολιτικές βιωσιμότητας.
Όλο το αφιέρωμα με τις συνεντεύξεις