Γύρω από τα χωριά Γρίβα, Κάρπη και Καστανερή, στις πλαγιές του Πάικου, στην Κεντρική Μακεδονία,υπάρχει ένα δάσος 10.000 στρεμμάτων καστανιών, που για την περιοχή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γεωργικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ και από τις Ενιαίες Δηλώσεις Εκμετάλλευσης, από αυτά καλλιεργούνται περισσότερα από 6.500 στρέμματα ενώ τα υπόλοιπα θεωρούνται «άγρια».
«Η παραγωγή της περιοχής κυμαίνεται από 800 έως και 1.000 τόνους ετησίως και καλλιεργούνται από τουλάχιστον 150 παραγωγούς», δήλωσε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καστανοπαραγωγών Παϊκου, Φωτεινή Βαϊρλή.
Σημαντική είναι η ποσότητα που κατευθύνεται για τις αγορές του εξωτερικού, καθώς, σύμφωνα με την κ. Βαϊρλή από τους περίπου 270 τόνους κάστανου που διαχειρίστηκε ο Συνεταιρισμός το 2022, το 90% εξήχθη.
Ήδη έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες προκειμένου το κάστανο Πάικου να κατοχυρώσει τη σήμανση ποιότητας Προστασία Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).
Ωστόσο, όπως ανέφερε η Πρόεδρος του Συνεταιρισμού, πριν από αυτό υπάρχουν σημαντικότερα ζητήματα που θα πρέπει να επιλυθούν, όπως είναι αυτό της γήρανσης του πληθυσμού που ασχολούνται με την καλλιέργεια κάστανου. «Κάνουμε μεγάλες προσπάθειες για να κρατήσουμε τους νέους στα χωριά μας. Έχουμε στραφεί σε πιο οργανωμένες μεθόδους καλλιέργειας ώστε να τους προσφέρουμε κίνητρο να μείνουν στην περιοχή» είπε και πρόσθεσε «επιβάλλεται να επενδύσουμε στην μεταποίηση, δεδομένου ότι υπάρχουν τουλάχιστον 17 υποπροϊόντα κάστανου που μπορούν να δώσουν υπεραξία στο προϊόν».
Οι προκλήσεις
Αρκετές είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι καστανοπαραγωγοί. «Ζητήσαμε οι προϋποθέσεις των αποζημιώσεων από τον ΕΛΓΑ να αναπροσαρμοστούν αναφορικά με την καλλιέργεια της Καστανιάς σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της», επισημαίνει η κ. Βαϊρλή εξηγώντας ότι, παραδείγματος χάρη, ήδη από τους 32 βαθμούς Κελσίου κινδυνεύει η παραγωγή ενώ «μόλις» στους 35 βαθμούς Κελσίου κινδυνεύει και η ίδια η καστανιά.
Ζητήματα υπάρχουν και ως προς τους Δασικούς Χάρτες, όπου θα πρέπει να φαίνεται ότι πρόκειται για δενδρώδη καλλιέργεια τουλάχιστον ως προς τη χρήση, προκειμένου να λυθεί το θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ σχετικά με την επιλεξιμότητα, η οποία είναι ζητούμενο, μεταξύ άλλων, για τη δημιουργία εγγειοβελτιωτικών έργων.
Όπως εξηγεί η Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καστανοπαραγωγών Πάικου «η Κοινοτική νομοθεσία δεν προβλέπει ότι από δάσος μπορεί να παραχθεί αγροτικό Προϊόν. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι επιδοτήσεις, που είναι ζωτικής σημασίας για την βιωσιμότητα της καλλιέργειας της καστανιάς, να εγκρίνονται κατ’εξαίρεση, κάθε χρόνο, δημιουργώντας ανασφάλεια στους παραγωγούς».
Προβλήματα ενδέχεται να δημιουργήσουν οι ολοένα μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες λόγω της κλιματικής αλλαγής. Μετά από μελέτες Ιταλών ερευνητών σύμφωνα με την κ. Βαΐρλή προκύπτει «εάν δεχθούμε ότι η κλιματική αλλαγή στην εύκρατη ζώνη θα εκδηλώνεται συχνότερα με ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως είναι τα ξηροθερμικά καλοκαίρια, τότε θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι ότι οι ετήσιες αυξομειώσεις στην παραγωγή κάστανου θα είναι εντονότερες και συχνότερες».
Μπέρδεμα επικρατεί και ως προς την πρόληψη της φαίας σήψης του κάστανου όπου για την αντιμετώπισή της προτείνεται η χρήση διασυστηματικού μυκητοκτόνου με δραστική ουσία Tebuconazole, με δύο ραντίσματα κατά την εποχή ανθοφορίας.
Όμως, όπως σημειώνει η κ. Βαιρλή «στην Ελληνική αγορά υπάρχουν μυκητοκτόνα με την δραστική ουσία Tebuconazole κανένα όμως δεν έχει έγκριση για χρήση στην καλλιέργεια καστανιάς» και συνεχίζει «για να εφαρμόσουμε στην Ελλάδα τα προληπτικά ραντίσματα κατά της φαιάς σήψης του κάστανου χρειάζεται η έγκριση διασυστηματικών μυκητοκτόνων με δραστική ουσία Tebuconazole του τύπου MYSTIC 430 SC ή φωσφονικών αλάτων ψευδαργύρου (Zinc phosphite)», η οποία ακόμη δεν έχει δοθεί».
Τέλος, σύμφωνα με την ίδια ένα ακόμη ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να φέρει επιπλέον ανάπτυξη της καστανοκαλλιέργειας είναι η ανάπτυξη της αγροτικής οδοποιίας και των υποδομών άρδευσης.
Και εξηγεί «το περιβάλλον όπου ευδοκιμεί το κάστανο δεν μπορεί να συγκριθεί με τις πεδινές περιοχές όπου η πρόσβαση είναι εύκολη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μηχανήματα για την καλλιέργεια και τη συγκομιδή. Για το λόγο αυτό πλήθος αγροτικών εργασιών γίνονται αναγκαστικά χειρωνακτικά, γεγονός το οποίο οδηγεί μεταξύ άλλων σε μειωμένη αποδοτικότητα εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ψεκασμοί. Τα μεγάλης ηλικίας δέντρα λόγω του ύψους τους και δεδομένης της ανομοιομορφίας του εδάφους δεν μπορούν να ραντιστούν σωστά, με αποτέλεσμα άθελη σπατάλη των φυτοφαρμάκων και μειωμένη παραγωγή».