Από την έντυπη έκδοση
Του Κ. Ν. Σταμπολή*
Μέσα από μια απλή ανάγνωση της δομής και των δραστηριοτήτων του Ελληνικού Ενεργειακού Τομέα αντιλαμβάνεται κανείς τις τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες που περικλείει. Εάν εξετάσουμε αυτές τις δυνατότητες σε συνάρτηση με την προσπάθεια ενίσχυσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων της χώρας θα δούμε ότι ο ενεργειακός τομέας μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο. Ήδη, και χωρίς ιδιαίτερη ενθάρρυνση από την Πολιτεία, ο τομέας της ενέργειας εισφέρει το 4,0% του ελληνικού ΑΕΠ, καλύπτει σχεδόν το 35% των εξαγωγών και προσφέρει 8.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης και περισσότερες από 50.000 έμμεσες (στοιχεία ΙΕΝΕ 2019).
Με τον ενεργειακό τομέα να αποτελεί τον συνεκτικό ιστό που επιτρέπει και διευκολύνει πλήθος άλλων δραστηριοτήτων στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και μοχλό για τον μετασχηματισμό του σημερινού παραγωγικού μοντέλου.
Σήμερα, οι δραστηριότητες στον ενεργειακό τομέα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που περιλαμβάνει την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή ηλεκτρισμού από θερμικούς σταθμούς της ΔΕΗ, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), το φυσικό αέριο, καθώς και την εμπορία ηλεκτρισμού. Θα πρέπει ακόμα να συμπεριλάβουμε την παραγωγή πετρελαίου (κοίτασμα Πρίνου) καθώς και την εισαγωγή και εμπορία του, όπου η Ελλάδα διαθέτει ένα μοναδικό διυλιστικό πλεονέκτημα χάρη στους δύο μεγάλους πετρελαϊκούς ομίλους (ΕΛΠΕ και Μοτορόιλ)οι οποίοι εξάγουν τα προϊόντα τους σε περισσότερες από 40 χώρες. Ακόμα θα πρέπει να αναφέρουμε την κατασκευή και εγκατάσταση ηλιακών θερμικών συστημάτων, καθώς και τη βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρικών συσσωρευτών, καλωδίων και αγωγών πετρελαίου και φ. αερίου, μετρητών ηλεκτρισμού και φ. αερίου, εξειδικευμένων μεταλλικών κατασκευών, συστημάτων θερμομόνωσης κ.ά.
Οι στόχοι του ΕΣΕΚ για το μερίδιο των ΑΠΕ
Καθώς μέσα στα επόμενα χρόνια έρχονται μεγάλες αλλαγές στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, με πλέον χαρακτηριστική την απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής, και τους υψηλούς στόχους του νέου ΕΣΕΚ για συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή (61-65%) και στο ενεργειακό ισοζύγιο (35%), δημιουργούνται νέες ευκαιρίες για την επέκταση και αναβάθμιση της παραγωγικής – βιομηχανικής βάσης στην ενέργεια.
Στην κεντρική ομιλία του στην ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ τον περασμένο Ιούνιο, ο νέος πρόεδρος, κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην ανάγκη στήριξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πρωταρχικός στόχος του ΣΕΒ είναι να αυξηθεί η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ από 10% σε 15% μέσα σε 10 χρόνια. Αν φτάσουμε εκεί, υπολογίζουμε ότι θα δημιουργούνταν σταδιακά 550.000 νέες, καλά αμειβόμενες και σταθερές θέσεις εργασίας στη χώρα… Ο στόχος μπορεί να φαίνεται φιλόδοξος, αλλά η συγκυρία είναι η καλύτερη εδώ και πολλά χρόνια».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, πρόεδρος της «Ελληνικής Παραγωγής», σε πρόσφατη ομιλία του παρουσία του πρωθυπουργού, επεσήμανε την ανάγκη ριζικής αλλαγής του οικονομικού μοντέλου με κύρια έμφαση στην παραγωγή, τις εξαγωγές και τις υψηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες, με μικρότερη έμφαση στον τουρισμό και τις παρεμφερείς υπηρεσίες.
Σε ό,τι αφορά την ενέργεια, η προώθηση των ΑΠΕ αποτελεί αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα, πλήρως εναρμονισμένη με τους ευρωπαϊκούς στόχους και κλειδί για την «Ενεργειακή Μετάβαση». Ωστόσο, παρατηρείται ανακολουθία μεταξύ των παραγωγικών δραστηριοτήτων στις ΑΠΕ και των υψηλών στόχων για τη διείσδυσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο, αφού εκτός από μία μικρή εγχώρια παραγωγή ηλιακών θερμικών συστημάτων, όλα τα άλλα συστήματα και εξαρτήματα εισάγονται σχεδόν κατά το 85%.
Ανάδειξη καινοτόμων λύσεων
Άρα υπάρχει μια ευκαιρία για εγχώρια παραγωγή ενεργειακών προϊόντων και συστημάτων με την ανάδειξη καινοτόμων λύσεων. Χρειάζεται, επομένως, συνεργασία με μεγάλες και αξιόπιστες διεθνείς εταιρείες, για να τονωθεί η εγχώρια προστιθέμενη αξία, ιδίως με εξαγωγικό πρόσημο. Προς τούτο απαιτείται ένα καλά μελετημένο και συντονισμένο σχέδιο ανάπτυξης, που σήμερα ούτε καν συζητείται. Το επερχόμενο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό πακέτο στήριξης των 72 δισ. ευρώ δημιουργεί ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης της εγχώριας παραγωγής, αρκεί να διατυπωθεί και τεθεί σε εφαρμογή ένα στοχευμένο πρόγραμμα.
Όμως οι ΑΠΕ δεν αποτελούν τη μοναδική μορφή ενέργειας που διαθέτει η Ελλάδα. Σήμερα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το διευρυμένο πλαίσιο δράσης της «Ενεργειακής Μετάβασης» παρουσιάζονται μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις στον ευρύτερο ενεργειακό τομέα, ξεκινώντας από την παραγωγή smart meters και την κατασκευή μπαταριών λιθίου, μέχρι την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων από τα εντοπισθέντα κοιτάσματα στις ελληνικές θάλασσες.
Τα οποία δυστυχώς ένα τμήμα της εγχώριας επιστημονικής ελίτ τα θεωρεί ξεπερασμένα, που καλό θα ήταν να μείνουν για πάντα αναξιοποίητα και θαμμένα στο υπέδαφος υπό το έωλο επιχείρημα ότι σε λίγο δεν θα τα χρειαζόμαστε, προεξοφλώντας (με τι στοιχεία άραγε;) ότι η μετάβασή μας στις καθαρές πηγές ενέργειας είναι θέμα μηνών, άντε ολίγων μόνο ετών.
Εκμετάλλευση υδρογονανθράκων
Σύμφωνα με εκτιμήσεις γεωλόγων πετρελαίου βασισμένες σε πολυετείς έρευνες, η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογες εκμεταλλεύσιμες ποσότητες υδρογονανθράκων (περί τα 2.5 – 3.0 τρισ. κυβ. μέτρα αερίου ή 12-15 bbl) που ευρίσκονται παγιδευμένες σε συγκεκριμένα κοιτάσματα στη Δυτική Ελλάδα και σε παραχωρήσεις στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Η αξιοποίησή τους από τις παραχωρησιούχες εταιρείες μπορεί να συμβάλει άμεσα στην ανάπτυξη της οικονομίας, στη ραγδαία μείωση των εισαγωγών πετρελαίου και φ. αερίου (η Ελλάδα ξοδεύει 5,5 δισ. ευρώ ετησίως, εισάγοντας το 99,5% των υδρογονανθράκων που χρειάζεται) και τη δημιουργία εξαγωγικής βάσης και μερικών χιλιάδων καλοπληρωμένων θέσεων απασχόλησης.
Αρκεί η κυβέρνηση να εγκαταλείψει τις θεωρίες της περί δήθεν «παγιδευμένων» και τελικά «αχρείαστων» κοιτασμάτων (λόγω της σκοπούμενης αλλαγής του ενεργειακού μίγματος και της προώθησης αποκλειστικά «πράσινων» πολιτικών), όταν η επιτυχία της Ενεργειακής Μετάβασης, η οποία θα διαρκέσει 30 και πλέον έτη, βασίζεται κυρίως στο φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις του ΙΕΝΕ, οι συνολικές επενδύσεις του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα την τρέχουσα δεκαετία πρόκειται να ανέλθουν στα 46 δισ. ευρώ. Για την υλοποίηση όλων αυτών εμπλέκονται πολλοί και διαφορετικοί κλάδοι της παραγωγής και εναπόκειται σε εμάς το πώς θα τους αξιοποιήσουμε για τη δημιουργία υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων και απασχόλησης.
* Κ.Ν. Σταμπολής πρόεδρος & εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)