Skip to main content

ΗΠΑ: Αντιδράσεις και προβληματισμός για την αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων

Η Ρυθμιστική Επιτροπή Πυρηνικής Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε την απόφαση πως οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας θα μπορούν πλέον να αποθηκεύουν τα πυρηνικά τους απόβλητα σε φρουρούμενες εγκαταστάσεις πάνω από το έδαφος.

Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα μετά από σχετική ψηφοφορία την προηγούμενη εβδομάδα, και άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία νέων πυρηνικών σταθμών παράλληλα με την εξάπλωση των λειτουργιών των υπαρχόντων, παρά την έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδίου για την ασφαλή ταφή ή απομάκρυνση των αποβλήτων.

Η πρόεδρος της επιτροπής Άλισον Μακφάρλεϊν, παρά το γεγονός ότι ψήφισε υπέρ της απόφασης, εξέφρασε την ανησυχία της πως η ψήφος μπορεί να οδηγήσει στην υποβάθμιση της σημασίας του προβλήματος.

«Αν επαναπαυθούμε πως ιδρύματα όπως η Ρυθμιστική Επιτροπή θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να εξασφαλίζουν την ασφαλή φύλαξη των αποβλήτων για εκατοντάδες χρόνια, τότε το Κογκρέσο δε θα εμφανίσει ποτέ ιδιαίτερη πρωτοβουλία να ασχοληθεί με το θέμα», πρόσθεσε.

Τη δεκαετία του 1980, το Κογκρέσο επέλεξε μια τοποθεσία κοντά στο Λας Βέγκας ως χώρο ταφής πυρηνικών αποβλήτων, ωστόσο δεν επετεύχθη συναίνεση με τους τοπικούς φορείς εν μέσω ισχυρών αντιδράσεων.

Τις επόμενες δεκαετίες η επιτροπή λειτουργούσε υπό το λεγόμενο «κανόνα εμπιστοσύνης», βασιζόμενη στην τότε χαμηλή ποσότητα αποβλήτων. Τα απόβλητα φυλάσσονταν σε δεξαμενές και βαρέλια έως ότου καθοριστεί η κεντρική διαχείριση, κάτι που δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα το 2012 να παγώσει δικαστικά η διαδικασία αδειοδότησης των σταθμών. Το Υπουργείο Ενέργειας δηλώνει τώρα πως θα καθοριστεί ένας νέος χώρος ταφής έως το 2048, αλλά πρακτικά οι υπεύθυνοι δε διαθέτουν κάποια μέθοδο για την εύρεσή του.

Οι οικολογικές οργανώσεις προειδοποιούν πως το θέμα είναι σίγουρο πως θα φτάσει στα δικαστήρια. Εξάλλου τα επόμενα χρόνια, οι υπεύθυνοι της επιτροπής και του υπουργείου θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα διαφορετικό πρόβλημα, τον αυξανόμενο αριθμό πυρηνικών σταθμών που είτε θα παύσουν λειτουργία είτε θα περάσουν στη διαδικασία του παροπλισμού τους, γεγονός που θα απαιτήσει την αναθεώρηση του ρυθμιστικού και ασφαλιστικού πλαισίου που τα περιβάλλει, σύμφωνα με τη Μακφάρλεϊν.