Όπως οι δακτύλιοι στους κορμούς των δέντρων, έτσι και η κυψελίδα – το κερί στο αυτί – των φαλαινών «μαρτυρά» βασικούς σταθμούς στη ζωή τους, για παράδειγμα πότε πέρασαν το κατώφλι της σεξουαλικής ωρίμανσης, πότε κορυφώθηκε ο ανταγωνισμός τους με άλλα θηλαστικά για την εξεύρεση συντρόφου ή ακόμη και σε ποιες χημικές ουσίες εκτέθηκαν.
Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο Μπέιλορ του Τέξας μελέτησαν την κυψελίδα μιας γαλάζιας φάλαινας, η οποία σκοτώθηκε όταν πλοίο προσέκρουσε πάνω της, ανοιχτά της Σάντα Μπάρμπαρα, το 2007. Διαπίστωσαν ότι το θηλαστικό περιείχε υψηλά επίπεδα της ορμόνης κορτιζόλης, από την περίοδο που ωρίμασε σεξουαλικά, ενώ είχε έρθει σε επαφή και με οργανικούς ρύπους.
Βρήκαν ότι η αρσενική φάλαινα, που πέθανε σε ηλικία περίπου 12 ετών, ήρθε σε επαφή κατά τη διάρκεια της ζωής της με 16 έμμονους οργανικούς ρύπους, ανάμεσά τους παρασιτοκτόνα και επιβραδυντικά φλόγας. Η έκθεση στις ισχυρότερες ουσίες ήταν μεγαλύτερη κατά τον πρώτο χρόνο ζωής της φάλαινας, κάτι που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, καταδεικνύει ότι τα χημικά περνούν από τη μητέρα στο μικρό της, τόσο κατά την κύηση όσο και με το θηλασμό.
Όπως εξηγούν, το – πλούσιο σε λίπος – κερί λειτουργεί ως «δεξαμενή» αποθήκευσης χημικών δεδομένων, παρόμοια με το ίδιο το λίπος της φάλαινας. Επιπλέον, σε αυτό καταγράφονται πληροφορίες που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες περιόδους της ζωής του ζώου και οι οποίες αποτυπώνονται σε ανοιχτόχρωμες και σκουρόχρωμες λωρίδες, όπως συμβαίνει με τους δακτυλίους των δέντρων. Οι λωρίδες αυτές παραμένουν άθικτες ακόμη και μετά το θάνατο της φάλαινας.
«Κάποια από αυτά τα χημικά δεν χρησιμοποιούνται πλέον, για παράδειγμα τα επιβραδυντικά φλόγας που απαγορεύτηκαν το 2005, όμως παραμένουν ενεργά για 50 ή 60 χρόνια», δήλωσε στο Nature ο επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας Σάσα Ούσενκο.
Οι επιστήμονες παραδέχονται ότι, αν και τα αποτελέσματα της μελέτης τους ρίχνουν φως σε άγνωστες πτυχές της ζωής των φαλαινών, δεν μπορούν να διακρίνουν εάν η αύξηση των επιπέδων στρες που διαπίστωσαν σχετίζονται με φυσικούς παράγοντες ή με την ανθρώπινη παρουσία. Για να το ανακαλύψουν σκοπεύουν να μελετήσουν πάνω από 1.000 δείγματα φαλαινών από μουσεία.