Skip to main content

Κόστα Ρίκα: Πώς τα πτηνά αποφέρουν χρήματα στους καλλιεργητές καφέ

Την τέλεια συμβιωτική σχέση των άγριων πτηνών με τις φυτείες καφέ αναδεικνύει μία νέα έκθεση που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Ecology Letters. Οι επιστήμονες έδειξαν όχι μόνο πώς ορισμένα είδη πτηνών που τρέφονται με έντομα προστατεύουν τις καλλιέργειες, αλλά για πρώτη φορά εκτίμησαν πόσα χρήματα εξοικονομούν οι παραγωγοί χάρη στους μικρούς συμμάχους τους.

Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, στην Καλιφόρνια, επικεντρώθηκαν στο κίτρινο ωδικό πτηνό Setophaga petechia, βασικό θήραμα του οποίου είναι ένα σκαθάρι που αποτελεί καταστροφικό παράσιτο για τις φυτείες καφέ της Κόστα Ρίκα.

Είδαν ότι, χάρη στο συγκεκριμένο και άλλα μικρά πτηνά, ο ιδιοκτήτης μιας φυτείας μεσαίου μεγέθους εξοικονομεί έως και 9.400 δολάρια το χρόνο, ποσό σχεδόν ίσο με το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα.

Όπως αναφέρουν στην έκθεσή τους, τα αποτελέσματα μπορούν να λειτουργήσουν ως κίνητρο για την προστασία του βιοτόπου των πτηνών, αφού όσο μεγαλύτερες δασικές εκτάσεις υπάρχουν δίπλα στη φυτεία, τόσο περισσότερα πτηνά προσελκύει και, συνεπώς, τόσο περισσότερο προστατεύεται από το σκαθάρι.

«Τα οφέλη μπορούν να είναι τεράστια», λέει ο βασικός συντάκτης της έκθεσης Ντάνιελ Καρπ. «Αυτά τα μικρά κομμάτια τροπικού δάσους έχουν μεγάλη αξία, την οποία δεν συνειδητοποιούμε. Πρόκειται για μια βιώσιμη ευκαιρία διαχείρισης των παρασίτων, από την οποία όλοι κερδίζουν.»

Το σκαθάρι, το οποίο κατάγεται από την Αφρική, μπαίνει μέσα στους κόκκους του καφέ και τους τρώει, καταστρέφοντάς τους. Έχει επεκταθεί σχεδόν σε όλες τις χώρες που φημίζονται για τον καφέ τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ευθύνεται για απώλειες της τάξεως του 75%. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι κάθε χρόνο το έντομο προκαλεί ζημιές ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό αρκετά υψηλό όταν 100 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως κερδίζουν τα προς το ζην από τον καφέ.

Ο Καρπ και οι συνάδελφοί του υπολόγισαν ότι πέντε είδη πτηνών περιορίζουν τους ρυθμούς εξάπλωσης του σκαθαριού κατά περίπου 50% και, ανάλογα με την εποχή, εξοικονομούν στους παραγωγούς από 75 έως 310 δολάρια ανά δέκα στρέμματα γης.