Ο πρώτος παγκόσμιος χάρτης εκπομπών αζώτου αποκάλυψε ότι το αποτύπωμα αζώτου των ανεπτυγμένων οικονομιών είναι δέκα φορές χειρότερο από ό,τι των αναπτυσσομένων.
Ο χάρτης, που δημιουργήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϋ στην Αυστραλία, δείχνει ότι τέσσερις χώρες – οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία – είναι υπεύθυνες για το 46% των παγκόσμιων εκπομπών αζώτου.
Οι χώρες με τις χειρότερες εκπομπές ανά κάτοικο, όπως το Χονγκ Κονγκ και το Λουξεμβούργο, παράγουν πάνω από 100 κιλά αζώτου ανά άτομο ετησίως, ενώ τα λιγότερο ρυπογόνα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Παπούα Νέας Γουινέας, της Ακτής Ελεφαντοστού και της Λιβερίας, παράγουν λιγότερο από 7 κιλά ανά κεφαλή.
Οι τομείς που εκπέμπουν τις μεγαλύτερες ποσότητες αζώτου είναι η γεωργία, οι μεταφορές και η παραγωγή ενέργειας.
«Τα κράτη υψηλού εισοδήματος είναι υπεύθυνα για δεκαπλάσιες εκπομπές σε σχέση με τις φτωχότερες χώρες», δήλωσε ο Αρουνιμά Μαλίκ, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ και ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.
«Αυτό αντικατοπτρίζει μεγαλύτερη κατανάλωση ζωικών προϊόντων, επεξεργασία τροφίμων και αγαθά και υπηρεσίες με υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις», πρόσθεσε.
Ο χάρτης, στον οποίο αναφέρονται λεπτομερώς οι εκπομπές αζώτου από 188 χώρες από όλο τον κόσμο, δείχνει ποια κράτη είναι οι λεγόμενοι «εισαγωγείς αζώτου» και ποια εξάγουν περισσότερο άζωτο από ό,τι εκπέμπουν. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για την εισαγωγή ή εξαγωγή αζώτου είναι με τη μορφή γεωργικών και κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι ανεπτυγμένες χώρες είναι συχνά άμεσα υπεύθυνες για τις εκπομπές του αζώτου στο εξωτερικό, καθώς η εντατική παραγωγή αζώτου κινείται περισσότερο προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το μείζον πρόβλημα, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι το γεγονός ότι εκτός από τη φυσική απελευθέρωση αζώτου, η βιομηχανία παράγει αυξημένες ποσότητες μίας συνθετικής μορφής του στοιχείου.
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από το 2010. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, η παγκόσμια οικονομία παρήγαγε 189 εκατομμύρια τόνους αζώτου. Τα 161 εξ αυτών αναλογούν σε εκπομπές από τις βιομηχανίες και τη γεωργία και μόνο τα 28 απευθείας στους καταναλωτές, ως επί το πλείστον από τα λύματα.