Οι ενεργειακές επιδοτήσεις παγκοσμίως ανέρχονται σε περίπου 5,3 τρισεκατομμύρια δολάρια για το 2015, ή το 6,5 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που προτείνει την εξάλειψή τους.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού προέρχεται από χώρες όπου η φορολογία ενέργειας βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα που αντικατοπτρίζουν πλήρως την περιβαλλοντική ζημιά που σχετίζεται με την κατανάλωση ενέργειας.
Οι επιδοτήσεις αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα στο μέλλον, παρά τη μεγάλη πτώση των ενεργειακών τιμών διεθνώς.
Ο υψηλός ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης ενέργειας, κυρίως του άνθρακα, ο πληθωρισμός και η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος, καθώς και η επίμονη υποτίμηση του περιβαλλοντικού κόστους είναι οι βασικοί παράγοντες αυτού του φαινομένου, αναφέρει η έκθεση.
Οι ενεργειακές επιδοτήσεις είναι αρκετά υψηλές σε όλες σχεδόν τις χώρες, τόσο σε προηγμένες όσο και σε αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η Κίνα έχει τις υψηλότερες επιδοτήσεις όσον αφορά το συνολικό ποσό, η Ουκρανία ως ποσοστό του ΑΕΠ και το Κατάρ τις υψηλότερες κατά κεφαλήν επιδοτήσεις.
Η εξάλειψη των επιδοτήσεων ενέργειας θα μπορούσε να μειώσει τους θανάτους που σχετίζονται με τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων κατά περισσότερο από 50 τοις εκατό, και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα πάνω από 20 τοις εκατό.
Η αύξηση των εσόδων από την κατάργηση των ενεργειακών επιδοτήσεων υπολογίζεται στα 2,9 τρισεκατομμύρια δολάρια (3,6 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ) το 2015. Αυτό προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για τη μείωση άλλων φόρων ή την ενίσχυση των εσόδων σε εθνικό επίπεδο, καταλήγει η έρευνα.