Τους νέους της στόχους στο πλαίσιο της στρατηγικής της για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030 παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εισηγούμενη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Επιπλέον, μέσα στα επόμενα 16 χρόνια, το 27% των ενεργειακών αναγκών των κρατών-μελών θα πρέπει να καλύπτεται από ανανεώσιμες πηγές.
Η κοινοτική επίτροπος αρμόδια για το κλίμα έκανε λόγο για την επίτευξη σημαντικής προόδου, με δεδομένη και την οικονομική δυστοκία. «Ο στόχος μείωσης των εκπομπών κατά 40% αποτελεί τον πιο βιώσιμο οικονομικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση και λαμβάνει υπόψη τις ευθύνες μας απέναντι στη διεθνή κοινότητα. Εάν όλες οι υπόλοιπες περιοχές έθεταν εξίσου φιλόδοξους στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο κόσμος θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση», δήλωσε η Κόνι Χέντεγκαρντ.
Στις πρώτες τους αντιδράσεις, οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος χαρακτήρισαν «επικίνδυνα χαμηλό» το στόχο, ο οποίος είναι μεν δεσμευτικός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι και σε επίπεδο κρατών-μελών, τα οποία θα έχουν την ελευθερία να αποφασίσουν πώς θα συμβάλουν. Οι προτάσεις της Κομισιόν άλλωστε θα πρέπει πρώτα να περάσουν από τις κυβερνήσεις των «28».
«Εμείς λέμε ότι το 40% είναι πραγματικά επικίνδυνα χαμηλό. Αυτός ο στόχος σημαίνει ότι έχουμε πιθανότητες 50-50 να ξεπεράσουμε το όριο της ανόδου θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου», δήλωσε στο BBC ο Μπρουκ Ράιλι από τους Φίλους της Γης.
Οι νέοι στόχοι – και κυρίως το κατά πόσο ο χαρακτήρας τους θα είναι δεσμευτικός – είχαν διχάσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Από τη μία πλευρά, χώρες όπως η Βρετανία και η Πολωνία τάσσονταν εναντίον της δεσμευτικής προσέγγισης, η οποία θα τις απέτρεπε να μειώσουν τις εκπομπές τους με οικονομικά βιώσιμο τρόπο, όπως υποστήριζαν.
Από την άλλη, η Γερμανία ήταν ο βασικότερος υποστηρικτής της υιοθέτησης δεσμευτικών στόχων, έχοντας προαναγγείλει το κλείσιμο των πυρηνικών της αντιδραστήρων έως το 2022.