Skip to main content

Η αποκλειστική προτίμηση των πάντα στα μπαμπού ίσως τα οδηγεί στην εξαφάνιση

Τα πάντα είναι γνωστά για την διατροφική προτίμησή τους στα μπαμπού. Τα διάσημα απειλούμενα θηλαστικά μπορούν να περάσουν μέχρι και 14 ώρες την ημέρα καταναλώνοντας έως και δώδεκα κιλά αυτού του φυτού.

Ωστόσο μία νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι τα πάντα καταναλώνουν τόσο πολύ μπαμπού επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα για τη σωστή πέψη του.

Σύμφωνα με την έρευνα της Ερευνητικής Βάσης για την Αναπαραγωγή Γιγάντιων Πάντα Τσενγκντού της Κίνας, τα πάντα διαθέτουν μικρόβια που ομοιάζουν περισσότερο με εκείνα των παμφάγων και των σαρκοφάγων παρά με εκείνα των φυτοφάγων ζώων.

Συγκεκριμένα τα πάντα δε διαθέτουν τα συγκεκριμένα βακτήρια που συνδέονται με τη διάσπαση της κυτταρίνης, ενός συστατικού των κυττάρων των φυτών που καθιστά δύσκολη τη διάσπαση φυτικών υλικών από τα παμφάγα. Οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι, παρά την τεράστια ποσότητα μπαμπού που καταναλώνουν τα πάντα, μπορούν να χωνέψουν μόνο περίπου το 17 τοις εκατό που τρώνε.

Για τη μελέτη, οι Κινέζοι ερευνητές εξέτασαν τα μικρόβια των εντέρων των πάντα, αποκωδικοποιώντας την αλληλουχία ριβοσωμικού RNA στα κόπρανα 45 ζώων, και στη συνέχεια συνέκριναν τα αποτελέσματα με αυτά άλλων θηλαστικών όπως άλογα, λιοντάρια, αρκούδες και καγκουρό.

Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι υπάρχει μικρή ποικιλία μικροοργανισμών που ζουν στο έντερο των πάντα και ότι αυτή δεν περιλαμβάνει κανένα από τα βακτήρια για την αποδόμηση της κυτταρίνης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αντιθέτως το έντερο των πάντα κυριαρχείται από τα βακτήρια Streptococcus και Escherichia/Shigella που συναντώνται συνήθως στα σαρκοφάγα ζώα.

 «Το αποτέλεσμα αυτό είναι αναπάντεχο και αρκετά ενδιαφέρον, επειδή υπονοεί πως η μικροχλωρίδα του εντέρου του γιγάντιου πάντα μπορεί να μην έχει προσαρμοστεί βέλτιστα στη μοναδική διατροφή του, τοποθετώντας τα πάντα σε ένα ιδιαίτερο εξελικτικό δίλημμα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Ζιαγιάν Ζανγκ.

Το γιγαντιαίο πάντα είναι ένα από τα πιο απειλούμενα ζώα του κόσμου, με μόνο 1.826 να απομένουν στο φυσικό τους περιβάλλον. Ωστόσο χάρις σε συντονισμένες προσπάθειες ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά σχεδόν 17 τοις εκατό την τελευταία δεκαετία.