«Ώθηση» 215 εκατομμυρίων ευρώ δίνει συμφωνία-ρεκόρ που επετεύχθη μεταξύ περιβαλλοντικών οργανώσεων, ιδρυμάτων και ιδιωτών επενδυτών για την προστασία ενός τεράστιου τμήματος του τροπικού δάσους του Αμαζονίου.
Τα χρήματα αυτά θα διατεθούν σε χρονικό ορίζοντα 25ετίας για την ενίσχυση του Προγράμματος Προστατευόμενων Περιοχών του Αμαζονίου – γνωστού και ως ARPA – το οποίο καλύπτει το μεγαλύτερο εθνικό πάρκο τροπικών δασών στον κόσμο.
Χάρη στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, 89.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα δάσους θα προστεθούν στο πρόγραμμα ARPA, ανεβάζοντας τη συνολική προστατευόμενη περιοχή σε 600.000 τ.χλμ. – μια έκταση λίγο μικρότερη από τη Γαλλία!
Τα χρήματα θα αξιοποιηθούν κατά κύριο λόγο για την ενίσχυση της αστυνόμευσης και την εφαρμογή των περιβαλλοντικών κανονισμών στα 90 πάρκα που περιλαμβάνει το δίκτυο, το οποίο αντιστοιχεί στο 15% της έκτασης του Αμαζονίου της Βραζιλίας.
Επιπλέον, πάρκα που είχαν αφεθεί στην τύχη τους πρόκειται να αναβαθμιστούν, ενώ από το ίδιο ταμείο θα δημιουργηθούν θύλακες, από τους οποίους οι τοπικές κοινότητες και οι ιθαγενείς θα μπορούν να ζουν και να εξασφαλίζουν τα μέσα βιοπορισμού τους με βιώσιμο τρόπο.
«Η έκρηξη στη ζήτηση για φυσικούς πόρους έχει καταστήσει ευάλωτα τα πάρκα μας και τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», δήλωσε ο Κάρτερ Ρόμπερτς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του WWF, το οποίο πρωτοστατεί στην πρωτοβουλία.
«Ονειρευόμαστε να κάνουμε κάτι σε τόσο μεγάλη κλίμακα όσο μεγάλα είναι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Όταν βλέπει κανείς τους ρυθμούς της αποψίλωσης παγκοσμίως και πώς αυτή συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή, έχει μεγάλη σημασία να κάνουμε κάτι τόσο μεγάλο – να δημιουργήσουμε ένα σύστημα πάρκων που είναι σε μέγεθος όσο μιάμιση Καλιφόρνια», πρόσθεσε μιλώντας στο Bloomberg.
Το 1998 η κυβέρνηση της Βραζιλίας δεσμεύτηκε να τριπλασιάσει την έκταση του Αμαζονίου υπό καθεστώς νομικής προστασίας, κάτι που πέντε χρόνια αργότερα οδήγησε σε μια ευρεία συνεργασία κυβερνητικών υπηρεσιών και μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Πριν από δύο χρόνια ωστόσο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση της αποψίλωσης κατά 30%, μία εξέλιξη που στιγμάτισε σχεδόν μία δεκαετία προόδου και αποδόθηκε σε πρόσφατες αλλαγές της νομοθεσίας περί διατήρησης των δασών.