Γενετικά τροποποιημένος σολομός του Ατλαντικού Ωκεανού, ο οποίος διασταυρώθηκε με άγρια πέστροφα, απέκτησε απογόνους που αναπτύσσονταν πολύ ταχύτερα από τον πρώτο επικρατώντας εις βάρος των υπολοίπων ψαριών στην αναζήτηση τροφής. Επιστήμονες εκφράζουν ανησυχία ότι το ψάρι αυτό συνιστά απειλή για τα άγρια είδη.
Τα αποτελέσματα της μελέτης των καναδικών πανεπιστημίων ΜακΓκιλ και Μεμόριαλ, τα οποία δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society B, καταδεικνύουν για πρώτη φορά, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι από τη διασταύρωση μεταλλαγμένων ψαριών με άλλα είδη προκύπτουν ψάρια που έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των προγόνων τους.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες είδαν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης τόσο των άγριων ψαριών όσο και των γενετικά τροποποιημένων σολομών ήταν πολύ χαμηλότεροι όταν στο βιότοπό τους ζούσαν υβρίδια.
«Τα αποτελέσματά μας εντοπίζουν μια νέα οδό πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και καθιστούν σαφές ότι ενδέχεται να χρειάζεται επιπλέον επαγρύπνηση όταν παράγουμε μεταλλαγμένα είδη σε περιοχές, όπου θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με συγγενή είδη», λέει η Κρίστα Όουκ από το πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ, εκ των ερευνητών που συμμετείχαν στις μελέτες. «Δείχνουν ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν πραγματικά αυστηρά μέτρα ασφαλείας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μεταλλαγμένα ψάρια είναι στείρα και πως είναι αδύνατο να διαφύγουν.»
Η καναδική εταιρεία βιοτεχνολογίας AquaBounty αναπτύσσει από τη δεκαετία του 1990 έναν τύπο σολομού του Ατλαντικού, ο οποίος θα φθάνει στο πλήρες μέγεθός του στο μισό χρόνο σε σχέση με τον άγριο σολομό. Τα ψάρια αυτά μεγαλώνουν σε ειδικές δεξαμενές στον Παναμά. Η εταιρεία έχει υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αμερικανική υπηρεσία, προκειμένου να της επιτραπεί να τα διοχετεύσει στην αγορά.
Η αρχή τροφίμων και φαρμάκων έκρινε πρόσφατα ότι οι μεταλλαγμένοι σολομοί δεν συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, ωστόσο δεν έχει ακόμη δώσει το «πράσινο φως» για την πώλησή τους.
Οι επιστήμονες σημειώνουν ότι στην άγρια φύση παρατηρούνται σπάνια – σε ποσοστό περίπου 1% – διασταυρώσεις ανάμεσα σε σολομούς και πέστροφες. Όταν όμως σολομοί διαφεύγουν από ιχθυοτροφεία, το ποσοστό «σκαρφαλώνει» ακόμη και στο 41%. «Αυτό είναι σημαντικό γιατί, όταν βλέπουμε μεταλλαγμένους σολομούς στη φύση, πρόκειται συνήθως για ψάρια που διέφυγαν», εξηγεί η Όουκ.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ενισχύουν τους φόβους περιβαλλοντικών οργανώσεων για διατάραξη των οικοσυστημάτων σε περίπτωση διαφυγής των ψαριών αυτών στην άγρια φύση. «Εάν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα διατηρηθεί στη φύση, τα υβρίδια θα μπορούσαν να επηρεάσουν με καταστροφικές συνέπειες τους πληθυσμούς άγριου σολομού», προειδοποιεί η Όουκ.