Skip to main content

Καύσιμο από μεταλλαγμένα βακτήρια E.coli

Ερευνητές από πανεπιστήμιο της Βρετανίας ανακοίνωσαν ότι κατόρθωσαν να παρασκευάσουν ένα νέο συνθετικό τύπο βιοκαυσίμου αναμειγνύοντας τμήματα DNA διαφόρων οργανισμών. Υποστηρίζουν ότι το καύσιμό τους θα μπορούσε μια μέρα να αντικαταστήσει το ντίζελ.

Μετά από μία δεκαετία μελετών, οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Έξετερ δημιούργησαν ένα στέλεχος βακτηρίου, το οποίο έχει την ικανότητα να παράγει καύσιμο. Συγκεκριμένα, τροποποίησαν γενετικά βακτήρια Εσερίχια κόλι, γνωστότερα ως E.coli για να μετατρέψουν σάκχαρα σε έλαιο, οι ιδιότητες του οποίου είναι σχεδόν πανομοιότυπες με αυτές του συμβατικού ντίζελ.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Τζον Λαβ από το πανεπιστήμιο του Έξετερ, το καύσιμο που δημιούργησε η ομάδα έχει ακριβώς την ίδια σύσταση με αυτήν που απαιτείται για να είναι συμβατό με τους υπάρχοντες κινητήρες, σε αντίθεση με τα βιοκαύσιμα, που δεν είναι απόλυτα συμβατά.

«Η ιδέα είναι ότι οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, οι καταναλωτές και οι έμποροι καυσίμων δεν θα καταλάβαιναν καμία διαφορά – θα αποτελούσε απλώς ένα ακόμα τμήμα της αλυσίδας παραγωγής καυσίμων», είπε ο καθηγητής στο BBC.

Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από τον ενεργειακό κολοσσό Shell και το βρετανικό Συμβούλιο Ερευνών Βιοτεχνολογίας και Βιολογικών Επιστημών, ενώ τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα στέλεχος του E.coli που συνήθως λαμβάνει σάκχαρα και τα μετατρέπει σε έλαιο. Χρησιμοποιώντας συνθετική βιολογία, η ομάδα μετάλλαξε τους κυτταρικούς μηχανισμούς του βακτηρίου ώστε τα σάκχαρα να μετατραπούν σε μόρια συνθετικού καυσίμου.

Ωστόσο, το πρόβλημα που καλούνται να λύσουν τώρα οι επιστήμονες είναι η πολύ χαμηλή αποδοτικότητα αυτής της μικροσκοπικής «βιομηχανίας» καυσίμων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Λαβ, χρειάζονται περίπου 100 λίτρα βακτηρίων για να παραχθεί μόλις μία κουταλιά καυσίμου.

«Η πρόκληση για μας είναι να αυξήσουμε την απόδοση προτού προχωρήσουμε σε οποιασδήποτε μορφής βιομηχανική παραγωγή. Έχουμε ένα χρονοδιάγραμμα περίπου τριών με πέντε ετών για να το κάνουμε και να δούμε αν αξίζει τον κόπο να προχωρήσουμε», όπως είπε.