Έως και το 90% των αρπακτικών ψαριών των κοραλλιογενών υφάλων της Καραϊβικής έχουν εξαφανιστεί, προκαλώντας αρνητικές συνέπειες στο οικοσύστημα του ωκεανού, αλλά και στην παράκτια οικονομία, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι ερευνητές εντόπισαν συγκεκριμένους υφάλους, οι οποίοι μπορούν να υποστηρίξουν μεγάλους αριθμούς αρπακτικών ψαριών, εάν εισαχθούν πάλι σε αυτές τις τοποθεσίες.
Η προστασία αυτών των υφάλων, που διαθέτουν πολλές γωνίες και σχισμές στην επιφάνειά τους, ενεργούν ως κρυψώνες για τα θηράματα και προσελκύουν αρπακτικά, πρέπει να έχει προτεραιότητα, σύμφωνα με τους ερευνητές. Μάλιστα, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως μοντέλα που προβάλλουν την αξία της βιοποικιλότητας για τον τουρισμό και άλλες χρήσεις. Άλλα ευνοϊκά χαρακτηριστικά αυτών των υφάλων είναι οι διαθέσιμες ποσότητες τροφής, το μέγεθός τους και η εγγύτητα σε ριζοφόρα δέντρα.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε 39 υφάλους στις Μπαχάμες, την Κούβα, την Φλόριντα, το Μεξικό και το Μπελίζ, τόσο εντός όσο και εκτός θαλάσσιων πάρκων, για να υπολογίσουν πόσα ψάρια είχαν χαθεί, συγκρίνοντας την βιομάζα των ψαριών σε παρθένες περιοχές και σε έναν τυπικό ύφαλο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 90% των αρπακτικών ψαριών είχαν χαθεί εξαιτίας της υπεραλίευσης.
«Ένας ζωντανός καρχαρίας έχει αξία πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια σε έσοδα για τον τουρισμό κατά τη διάρκεια ζωής του, επειδή οι καρχαρίες ζουν για δεκαετίες και χιλιάδες άνθρωποι ταξιδεύουν μόνο για να βουτήξουν και να τους δουν από κοντά», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Άμπελ Βαλντίβια. «Υπάρχει ένα τεράστιο οικονομικό κίνητρο για την αποκατάσταση και την προστασία των καρχαριών και άλλα κορυφαίων αρπακτικών στους κοραλλιογενείς υφάλους», πρόσθεσε.