Το τελικό σχέδιο Οδηγίας για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων της Ευρώπης δόθηκε την Τετάρτη στη δημοσιότητα στις Βρυξέλλες από τους αρμόδιους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως Ιδιοκτητών Ακινήτων (UIPI), Στράτος Παραδιάς, επισήμανε ότι η σημαντικότερη ρύθμιση του τελικού σχεδίου της Οδηγίας είναι ότι η απαγόρευση δικαιοπραξιών όπως η μίσθωση ή πώληση κτηρίων και διαμερισμάτων που δεν θα έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά, που προβλεπόταν στο προσχέδιο μέχρι και χθες, τελικά αποσύρθηκε χάρις στις εντονότατες αντιδράσεις της Διεθνούς Ενώσεως Ιδιοκτητών Ακινήτων (UIPI) στις Βρυξέλλες, και των οργανώσεων – μελών της σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου. «Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου νίκη και επιτυχία των ιδιοκτητικών οργανώσεων, το ότι το τελικό σχέδιο Οδηγίας δεν περιέχει πλέον τις ρυθμίσεις αυτές, που θα οδηγούσαν όχι στην “απανθρακοποίηση” των κτηρίων, αλλά κυριολεκτικά στην “απανθράκωση” της αξίας τους…» επισημαίνει.
Σύμφωνα με το σχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα, οι κυριότερες διατάξεις του είναι οι εξής:
Έως το 2030 όλα τα νέα κτήρια (έως το 2027 αν η χρήσιμη επιφάνειά τους υπερβαίνει τα 2.000 τ.μ.) και τα δημόσια κτήρια έως το 2027, θα πρέπει να είναι μηδενικής εκπομπής ρύπων.
Υποχρέωση για ενεργειακή αναβάθμιση έχουν πλέον όλα τα κτήρια που κατατάσσονται στις δύο χαμηλότερες ενεργειακές βαθμίδες, ιδιοχρησιμοποιούμενα ή ενοικιαζόμενα, όπως αυτές θα αναμορφωθούν ριζικά με τις νέες προδιαγραφές ενεργειακής βαθμολόγησης και κατάταξης κτιρίων με Π.Ε.Α. Το σχέδιο της Οδηγίας διακρίνει τρεις κατηγορίες κτηρίων:
α) κτήρια και κτηριακές μονάδες ιδιοκτησίας δημοσίων φορέων
β) κτήρια και κτηριακές μονάδες μη κατοικιών, πλην αυτών που ανήκουν σε δημόσιους φορείς και
γ) κτήρια και κτηριακές μονάδες κατοικιών.
Στο σχέδιο ορίζεται ότι:
Τα οικιστικά κτήρια και κτηριακές μονάδες, καθώς και αυτά που ανήκουν σε δημόσιους φορείς, πρέπει να επιτυγχάνουν:
i) μετά την 1η Ιανουαρίου 2027, τουλάχιστον κατηγορία ενεργειακής απόδοσης F και
(ii) μετά την 1η Ιανουαρίου 2030, τουλάχιστον κατηγορία ενεργειακής απόδοσης Ε.
Τα κτήρια κατοικιών και οι κτήριακές μονάδες πρέπει να επιτυγχάνουν το αργότερο:
(i) μετά την 1η Ιανουαρίου 2030, τουλάχιστον κατηγορία ενεργειακής απόδοσης F
ii) μετά την 1η Ιανουαρίου 2033, τουλάχιστον κατηγορία ενεργειακής απόδοσης Ε.
Συνεπώς, τα καταστήματα, γραφεία και λοιπά μη οικιστικά κτήρια που κατατάσσονται στην κατώτατη βαθμίδα (G) θα πρέπει να αναβαθμιστούν μέχρι την 31.12.2026 τουλάχιστον στη βαθμίδα (Ε), ενώ οι κατοικίες μέχρι την 31.12.2029. Όλα αυτά υπολογίζονται μεσοσταθμικά στο 15% του κτηριακού αποθέματος.
Τα κτήρια καταστημάτων και γραφείων κλπ που κατατάσσονται στην επόμενη βαθμίδα (F) θα πρέπει να αναβαθμιστούν και αυτά μέχρι και την 31.12.2029 και τα οικιστικά κτίρια μέχρι 31.12.2032, στη βαθμίδα (Ε). Όλα αυτά υπολογίζονται επίσης σε 15% του κτηριακού αποθέματος.
Συνολικά δηλαδή το 30% του κτηριακού δυναμικού που κατατάσσεται στις δύο χαμηλότερες ενεργειακές βαθμίδες (πάνω από ένα εκατομμύριο κτήρια για την Ελλάδα που διαθέτει 3.650.000 κτίρια) θα πρέπει να έχει αναβαθμιστεί στην βαθμίδα (Ε) μέχρι την 31.12.2032, πράγμα απολύτως αδύνατον, με δεδομένο ότι η μεταφορά των ρυθμίσεων αυτών στις εθνικές νομοθεσίες θα απαιτήσει πολλά χρόνια. Η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια, με κάθε επόμενη ενεργειακή κλάση να αντιπροσωπεύει το 15% του συνόλου του κτιριακού δυναμικού, με πρωτοβουλία και ευθύνη των κρατών-μελών, έτσι ώστε έως το 2050 όλα τα κτήρια θα είναι μηδενικών εκπομπών και πλήρως «απανθρακοποιημένα».
«Οι συνέπειες για όσα κτήρια δεν αναβαθμιστούν σύμφωνα με τους παραπάνω στόχους, θα καθοριστούν από τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών, ελπίζουμε (και αυτό ζητήσαμε) σύμφωνα με τις κρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της κάθε χώρας.
Το πρόβλημα σε όλο αυτό το σχέδιο, δεν βρίσκεται στο αν οι ιδιοκτήτες ακινήτων διαφωνούν με τις παραπάνω ρυθμίσεις, δεδομένου ότι όλοι ενδιαφέρονται για τη βελτίωση των κτηρίων τους και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά στο πόσοι από αυτούς έχουν πράγματι τη δυνατότητα, υπό το κράτος της ανυπαρξίας ουσιαστική κρατικής αρωγής και διπλασιασμού του κόστους ανακαίνισης κατά το τελευταίο έτος, και με ΦΠΑ 24% να προβούν στις αναβαθμίσεις που τόσο αισιόδοξα, αλλά και τόσο μη ρεαλιστικά περιλαμβάνονται στο σχέδιο της Οδηγίας αυτής» υπογραμμίζει ο κ. Παραδιάς.