Skip to main content

Κλίμα: Επένδυση 440 δισ. δολ. σε πυρηνικούς αντιδραστήρες σχεδιάζει η Κίνα

Της Μαρίας Βε
 
Τουλάχιστον 150 νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες σχεδιάζει για τα επόμενα 15 χρόνια η Κίνα, περισσότερους από ό,τι έχει κατασκευάσει ο υπόλοιπος κόσμος τα τελευταία 35 χρόνια, ενώ η συγκεκριμένη προσπάθεια θα μπορούσε να κοστίσει έως και 440 δισεκατομμύρια δολάρια.
 
Δεδομένης της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, των εκκλήσεων για δράση που προέκυψαν από τη σύνοδο κορυφής για το κλίμα COP26 στη Γλασκώβη, αλλά και μετά από δεκαετίες υπερβάσεων κόστους, δημόσιες διαμαρτυρίες και καταστροφές, η ασιατική χώρα σχεδιάζει να παράξει γρήγορα και με σχετικά χαμηλό κόστος, μια εντυπωσιακή ποσότητα πυρηνικής ενέργειας, με σκοπό ένα μέλλον απαλλαγμένο από εκπομπές ρύπων άνθρακα. 
 
Η κυβέρνηση της Κίνας δεν έκρυψε ποτέ το ενδιαφέρον της για την πυρηνική ενέργεια, μαζί με άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.  Ήδη από τα μέσα αυτής της δεκαετίας, ο μεγαλύτερος παραγωγός εκπομπών ρύπων, έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ, αποτελώντας την ισχυρότερη εταιρεία παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο κόσμο.
 

Τα κράτη αντιδρούν- Δεν εμπιστεύονται την Κίνα 

 
Ο πρόεδρος της υποστηριζόμενης από το κράτος China General Nuclear Power Corp. (CGN) διατύπωσε τον μακροπρόθεσμο στόχο: 200 γιγαβάτ μέχρι το 2035, αρκετά για να τροφοδοτήσουν περισσότερες από δώδεκα πόλεις στο μέγεθος του Πεκίνου, ενώ η κυβέρνηση διατείνεται ότι τα σχέδιά της θα μπορούσαν να αποτρέψουν περίπου 1,5 δισεκατομμύριο τόνους ετήσιων εκπομπών άνθρακα, περισσότερους από αυτούς που παράγονται από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία μαζί. 
 
Το σχέδιο της Κίνας είναι ένα καθαρό περιβάλλον έως το 2060. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, αιολική και ηλιακή ενέργεια θα κυριαρχήσουν στο ενεργειακό μείγμα της χώρας. Ωστόσο, η πυρηνική ενέργεια, η οποία είναι πιο ακριβή αλλά και πιο αξιόπιστη, θα αποτελέσει σχεδόν το ένα τρίτο, σύμφωνα με εκτίμηση ερευνητών του Πανεπιστημίου Τσινγκχουά. 
 
Αρωγός σε αυτό το εγχείρημα είναι και η κυβέρνηση, καθώς περίπου το 70% του κόστους των κινεζικών αντιδραστήρων καλύπτεται από τραπεζικά δάνεια υποστηριζόμενα από το κράτος, με πολύ χαμηλότερα επιτόκια από αυτά που μπορούν να εξασφαλίσουν άλλα έθνη, τοποθετώντας την Κίνα σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τη συγκεκριμένη πρακτική. 
 
Η απόκλιση είναι τεράστια σε σχέση με άλλα κράτη, καθώς με επιτόκιο 1,4%, περίπου για έργα υποδομής σε μέρη όπως η Κίνα ή η Ρωσία, η πυρηνική ενέργεια κοστίζει περίπου 42 δολάρια ανά μεγαβατώρα, πολύ φθηνότερη από τον άνθρακα και το φυσικό αέριο σε πολλά μέρη, ενώ ένα ποσοστό 10% στις ανεπτυγμένες οικονομίες, το κόστος της πυρηνικής ενέργειας εκτοξεύεται στα 97 δολάρια. 
 
Ωστόσο, το CGN βρίσκεται στη μαύρη λίστα της κυβέρνησης των ΗΠΑ από το 2019 για φερόμενη κλοπή στρατιωτικής τεχνολογίας, ενώ τον Ιούλιο, το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να αναζητά τρόπους για να αποκλείσει το CGN από την ανάπτυξη του αντιδραστήρα Sizewell. 
 
Οι Συντηρητικοί το θέτουν ωμά: «Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τους Κινέζους».
 

Η εξωστρέφεια της Κίνας 

 
Η χώρα αναμένει επίσης τα έργα της να πείσουν πιθανούς πελάτες από το εξωτερικό. Το 2019, ο πρώην πρόεδρος του CGN δήλωνε ότι, η Κίνα θα μπορούσε να κατασκευάσει 30 αντιδραστήρες, που θα μπορούσαν να αποφέρουν στις κινεζικές εταιρείες 145 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030 μέσω της πρωτοβουλίας «Belt and Road».
 
Προθυμία για την πρωτοβουλία έδειξε το Πακιστάν, με την Κίνα να κατασκευάζει πέντε πυρηνικούς αντιδραστήρες εκεί από το 1993, συμπεριλαμβανομένου ενός που τέθηκε σε λειτουργία φέτος και ενός άλλου που αναμένεται να ολοκληρωθεί του χρόνου. 
 
Όμως, άλλες χώρες εμφανίζονται πιο διστακτικές. Η Ρουμανία ακύρωσε πέρυσι μια συμφωνία για δύο αντιδραστήρες με την CGN και επέλεξε να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ. Μια συμφωνία του 2015 με την Αργεντινή σταμάτησε λόγω της οικονομικής κρίσης και των αλλαγών στην ηγεσία της χώρας, ενώ τα μνημόνια συνεργασίας για την κατασκευή αντιδραστήρων με χώρες όπως η Κένυα και η Αίγυπτος δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί σε κάτι συγκεκριμένο.
 
Ταυτόχρονα, μαζί με το ενδεχόμενο γεωπολιτικών επιπτώσεων, οι πιθανοί εταίροι έχουν και άλλες ανησυχίες. Η Κίνα δεν έχει υπογράψει καμία από τις πολλές διεθνείς συνθήκες που ορίζουν πρότυπα για τον επιμερισμό της ευθύνης σε περίπτωση ατυχήματος. Επίσης, δεν έχει προσφερθεί να δέχεται αναλωμένα καύσιμα, ένα πρόσθετο μειονέκτημα την ώρα που ανταγωνίζεται τη Ρωσία, η οποία ήδη το κάνει.
 
Ως αναλωμένα καύσιμα ορίζονται τα πυρηνικά καύσιμα που έχουν ακτινοβοληθεί και οριστικά αφαιρεθεί από τον πυρήνα ενός αντιδραστήρα, τα οποία μπορεί είτε να θεωρηθούν ως χρησιμοποιήσιμοι πόροι που μπορούν να υποβληθούν σε επανεπεξεργασία, είτε να προορίζονται για διάθεση, εάν θεωρούνται ραδιενεργά απόβλητα. 
 
Σημειώνεται ότι το αναλωμένο καύσιμο μπορεί να απελευθερώσει είκοσι φορές τη θανατηφόρα δόση ακτινοβολίας σε μία ώρα. Και σε περίπτωση διαρροής ή έκρηξης, οι πιθανότητες για άμεση και μακροπρόθεσμη ζημιά είναι τεράστιες. 
 

Στη σκιά του Τσερνόμπιλ και της Φουκουσίμα 

 
Πολλά έχουν αλλάξει από το καταστροφικό Τσερνόμπιλ το 1986 και τη κατάρρευση του σταθμού της Φουκουσίμα το 2011, σύμφωνα με τους επιστήμονες. 
 
Εντούτοις, οποιαδήποτε αναφορά σε πυρηνική ενέργεια, ξυπνά μνήμες από το Τσερνόμπιλ, όπου 350.000 άνθρωποι χρειάστηκε να απομακρυνθούν μετά από την έκρηξη που εκτόξευσε ραδιενεργό υλικό στην ατμόσφαιρα, ενώ δεκάδες εργαζόμενοι πέθαναν δηλητηριασμένοι από ραδιενέργεια μέσα σε λίγες εβδομάδες.
 
Περισσότερα μάλιστα από 30 χρόνια αργότερα, εξακολουθούν να υπάρχουν αναφορές για επικίνδυνα υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας στο τοπικά παραγόμενο γάλα και δημητριακά.
 
Πριν από το ατύχημα στη Φουκουσίμα το 2011, οι πυρηνικοί στόχοι της Κίνας ήταν ακόμη μεγαλύτεροι. Μέσα σε μια εβδομάδα από το κύμα αντιδράσεων που προκάλεσε η κατάρρευση στο ιαπωνικό πυρηνικό εργοστάσιο, η κινεζική κυβέρνηση έθεσε μορατόριουμ σε νέα έργα και ξεκίνησε μια βαθιά αναθεώρηση ασφάλειας ολόκληρου του προγράμματός της. 
 
Μέχρι το 2014, είχε αποφασίσει να μην κατασκευάσει περισσότερους αντιδραστήρες που απαιτούσαν μέτρα ενεργητικής ασφάλειας, όπως στη Φουκουσίμα και παράλληλα σταμάτησε τις εγκρίσεις για αρκετά χρόνια. 
 
Ωστόσο, ένα περιστατικό τον Ιούνιο στο γαλλικό πυρηνικό σταθμό της Ταϊσάν στην νότια Κίνα  που αφορούσε πιθανή διαρροή ραδιενέργειας στις εγκαταστάσεις, πυροδότησε ξανά τις ανησυχίες για την ασφάλεια, ενώ οι αδιαφανείς κινεζικές πρακτικές, δημιουργούν ένα εχθρικό περιβάλλον με τις άλλες χώρες ακόμη και σε αυτό το θέμα.