Η επιβολή τιμωρητικών δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά της Κίνας αναδιαμορφώνει τις παγκόσμιες εμπορικές ροές, εντείνει τον ανταγωνισμό και θα μπορούσε να πυροδοτήσει ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις.
Σύμφωνα με ανάλυση της Capital Economics, ακόμη και ένας «λογικός» δασμός της τάξης του 60% θα μπορούσε να μειώσει τις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ κατά ένα τρίτο εντός διετίας – με ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στη συνέχεια.
Μια συχνή παραδοχή είναι ότι μια επιθετική αντίδραση των ΗΠΑ απέναντι στις κινεζικές εξαγωγές θα προκαλέσει μια πλημμυρίδα κινεζικών εξαγωγών προς άλλες οικονομίες, η οποία θα μπορούσε να εκτοπίσει την εγχώρια παραγωγή, να περιορίσει την αναπτυξιακή δυναμική άλλων αναδυόμενων αγορών και/ή να έχει αποπληθωριστικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Πόσο πιθανό είναι αυτό να συμβεί; Η έκταση της εξασθένησης των εξαγωγών της Κίνας προς τις ΗΠΑ –και συνεπώς η πιθανή πλημμύρα εισαγωγών σε άλλες χώρες– θα εξαρτηθεί από την ελαστικότητα της ζήτησης για κινεζικά αγαθά στις ΗΠΑ.
Ποιοι κερδίζουν, ποιοι χάνουν
Εάν οι ΗΠΑ πράγματι περιορίσουν την εξάρτησή τους από τα κινεζικά προϊόντα, χώρες με χαμηλότερα τιμολόγια και αντίστοιχο βιομηχανικό προφίλ –όπως το Μεξικό, η Ινδία και το Βιετνάμ – ενδέχεται να επωφεληθούν. Ειδικά για προϊόντα όπως ρουχισμός, παιχνίδια, μηχανές και εξαρτήματα, οι οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής θεωρούνται οι βασικοί υποψήφιοι αντικαταστάτες.
Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα είναι πιο σύνθετη. Οι Κινέζοι εξαγωγείς παραμένουν εξαιρετικά ανταγωνιστικοί. Οι τιμές των κινεζικών εξαγώγιμων αγαθών έχουν μειωθεί κατά 20% τα τελευταία δύο χρόνια, ενισχύοντας την ελκυστικότητά τους διεθνώς. Το πιθανότερο είναι ότι η Κίνα θα ανακατευθύνει μεγάλο μέρος των εξαγωγών της προς άλλες αγορές – κυρίως στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε πλημμύρα φθηνών κινεζικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα αυξανόμενη πίεση στους εγχώριους παραγωγούς των χωρών αυτών – και μείωση του περιθωρίου κέρδους για τους ίδιους τους Κινέζους βιομηχάνους.
Η πολιτική του Πεκίνου εξακολουθεί να ευνοεί τη στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής αντί της ενίσχυσης της εγχώριας κατανάλωσης. Αυτό διατηρεί την υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα – και ενισχύει τη βούληση για εξαγωγές. Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αυξήθηκε από τα $350 δισ. το 2018 στο $1 τρισ. το 2024, χωρίς να έχουν ακόμη τεθεί σε ισχύ οι νέοι δασμοί των ΗΠΑ.
Η συνέπεια είναι ότι χώρες όπως η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, το Μεξικό και η Τουρκία έχουν δει τα εμπορικά τους ελλείμματα με την Κίνα να διευρύνονται σημαντικά. Οι περισσότερες από αυτές τις οικονομίες θα δεχθούν πίεση όχι μόνο στην εσωτερική τους αγορά, αλλά και στις εξαγωγικές τους επιδόσεις προς τρίτες αγορές, όπου πλέον θα ανταγωνίζονται άμεσα με τις κινεζικές επιχειρήσεις.
Στην Ευρώπη, η Ε.Ε. έχει ήδη επιβάλει δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα, ενώ εξετάζει μέτρα σε στρατηγικούς τομείς όπως η ηλιακή ενέργεια και οι μπαταρίες λιθίου. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει μιλήσει για «απο-εξάρτηση» από την Κίνα, με στόχο την αποτροπή κρίσεων σε περίπτωση διακοπής σχέσεων.
Η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Αυστραλία, αν και πιο διστακτικές, εξετάζουν στοχευμένα μέτρα για την προστασία εγχώριων στρατηγικών κλάδων. Ο φόβος δεν είναι μόνο οικονομικός – σχετίζεται και με την εθνική ασφάλεια. Η Κίνα έχει ήδη κυριαρχήσει σε νευραλγικούς τομείς, από ηλεκτρικά οχήματα έως μικροτσίπ.
Η πολιτική Τραμπ ως καταλύτης
Η Capital Economics εκτιμά ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι απαραίτητα η άμεση αντίδραση σε δασμούς των ΗΠΑ, αλλά η επιτάχυνση ενός παγκόσμιου «αποσυνδετικού» εμπορικού κύματος από την Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης, ακόμη και χωρίς τη στήριξη των υπόλοιπων ανεπτυγμένων οικονομιών.
Για τις αναδυόμενες αγορές, η κατάσταση είναι διττή: από τη μία, έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν μερίδια αγοράς στις ΗΠΑ· από την άλλη, κινδυνεύουν να υποστούν ζημίες από τον κινεζικό ανταγωνισμό στις δικές τους εσωτερικές αγορές. Πολλές χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ταϊλάνδη και το Μεξικό, ήδη εξετάζουν μέτρα για την προστασία της τοπικής τους παραγωγής.
Η οικονομία της Κίνας δεν μπορεί πλέον να επεκτείνει την παγκόσμια εξαγωγική της επιρροή με τους ίδιους ρυθμούς του παρελθόντος, καθώς ο προστατευτισμός επιστρέφει. Όμως παραμένει εξαιρετικά ανταγωνιστική και με τεράστιες δυνατότητες υποτίμησης τιμών.
Ο κόσμος δεν οδηγείται αναγκαστικά σε έναν εμπορικό πόλεμο πλήρους κλίμακας. Αλλά οι εντάσεις αυξάνονται, τα στρατόπεδα διαμορφώνονται – και τα επόμενα βήματα, είτε από την Ουάσινγκτον είτε από το Πεκίνο, θα αλλάξουν το εμπόριο της επόμενης δεκαετίας.