Skip to main content

Εμπορικός πόλεμος: Τα οπλοστάσια των 2 υπερδυνάμεων

Και οι δύο κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη έχουν στην κατοχή τους «βαριά χαρτιά», που ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθούν θα μπορούσαν να διαμορφώσουν και τις εξελίξεις

Ένας «πόλεμος» με διακύβευμα τον επανασχεδιασμό του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού και οικονομικού γίγνεσθαι βρίσκεται στα σκαριά, με ΗΠΑ και Κίνα να αναμετρούν τις δυνάμεις τους για το ποιο τελικά σύστημα θα υπερισχύσει.

Η φυγή των επενδυτών από το αμερικανικό ενεργητικό τις τελευταίες ημέρες εντάσσεται μέσα σε αυτή την «πολεμική», χωρίς ωστόσο να έχει κριθεί ακόμη τίποτε, καθώς και οι δύο κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη έχουν στην κατοχή τους «βαριά χαρτιά», που ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθούν θα μπορούσαν να διαμορφώσουν και τις εξελίξεις.

Από τη μία ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προωθεί μία θεμελιώδη αναδιάταξη της παγκόσμιας οικονομίας, έτσι ώστε τα εργοστάσια σε ευρύ φάσμα βιομηχανιών να επιστρέψουν στις ΗΠΑ, και από την άλλη η Κίνα θέλει να διατηρήσει το μοντέλο της ως το «εργοστάσιο του πλανήτη», που εκπροσωπεί το 15% των αμερικανικών εισαγωγών και κατασκευάζει το 60% των παγκόσμιων ηλεκτρικών αυτοκινήτων και το 80% των μπαταριών.

Χαμηλότερες ταχύτητες στις δύο οικονομίες

Το αμερικανικό ΑΕΠ ανέρχεται στα 30 τρισ. δολάρια, με την οικονομία των ΗΠΑ να «τρέχει» με ρυθμό 2,8% το 2024, ενώ το αντίστοιχο ΑΕΠ της Κίνας κυμαίνεται στα 18,5 τρισ. δολάρια με ρυθμό ανάπτυξης 5,1% το περσινό έτος. Οι προβλέψεις κάνουν τώρα λόγο για χαμηλότερες ταχύτητες και στις δύο κορυφαίες οικονομίες, η Goldman Sachs αναθεώρησε πτωτικά τις προβλέψεις της για την κινεζική οικονομία φέτος στο 4,5% και η S&P βλέπει τις ΗΠΑ να αναπτύσσονται φέτος με 1,9%, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο από την επιβολή δασμών.

Η κινητήρια δύναμη της αμερικανικής οικονομίας είναι οι καταναλωτικές δαπάνες, οι οποίες εκπροσωπούν τα δύο τρίτα του αμερικανικού ΑΕΠ και οι οποίες έφθασαν το ρεκόρ των 16,273 τρισ. δολαρίων στο τελευταίο τρίμηνο του 2024.

Η Κίνα, η οποία κάνει αγώνα δρόμου για να καταστήσει την οικονομία της περισσότερο εξαρτημένη από την εσωτερική κατανάλωση αντί για τις εξαγωγές, κατάφερε να ωθήσει την κατανάλωση στο 44,5% του ΑΕΠ πέρυσι, ξεπερνώντας τις επενδύσεις και τις εξαγωγές και εκπροσωπώντας ένα ποσοστό 2,2% στο ΑΕΠ της.

Το 2024 το Πεκίνο προέβη σε μέτρα στήριξης της οικονομίας του άνω των 10 τρισ. γιουάν (1,5 τρισ. δολαρίων), ενώ έχει εξαγγείλει φέτος και νέα μέτρα.

Αθέμιτες πρακτικές

Εκτός από αυτά τα τεράστια μέτρα στήριξης, η Κίνα οφείλει την ασύλληπτη άνοδό της σε αθέμιτες πρακτικές που κατά κόρον εφαρμόζει στο εμπόριο και στη βιομηχανική πολιτική της και αυτό είναι ένα πανίσχυρο «πλεονέκτημα», που της προσδίδει προβάδισμα έναντι των εταίρων της.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι ασυνήθιστα γενναίες επιδοτήσεις που χορηγούσε και εξακολουθεί να χορηγεί το Πεκίνο στις βιομηχανίες του για να διατηρεί χαμηλό το κόστος τους.

Το 2020 το κόστος των επιδοτήσεων και γενικώς της βιομηχανικής πολιτικής της Κίνας -εργοστάσια, υποδομές, ακίνητα ανερχόταν σε 248 δισ. δολ., ποσό αντίστοιχο με το 1,73% του ΑΕΠ της, σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών.

Παράλληλα το Πεκίνο χρηματοδοτεί στρατηγικής σημασίας και ανερχόμενες βιομηχανίες μέσω τουλάχιστον 1.800 κρατικά ελεγχόμενων επενδυτικών ταμείων που έχουν επιστρατεύσει γι’ αυτόν τον σκοπό πάνω από 900 δισ. δολ. και έχουν στόχο να ξεπεράσουν κατά πολύ το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.

«Μυθικό» εμπορικό πλεόνασμα

Με τον τρόπο αυτό, η Κίνα έχει καταφέρει να έχει ένα «μυθικό» εμπορικό πλεόνασμα ύψους 1 τρισ. δολ. με τον υπόλοιπο κόσμο και να έχει εμπορικό πλεόνασμα με σχεδόν όσες χώρες έχει εμπορικές συναλλαγές: με τις ΗΠΑ το εμπορικό πλεόνασμα ανήλθε πέρυσι στα 361 δισ. δολ. και με την Ε.Ε. στα 247 δισ. δολάρια.

Οι ΗΠΑ εξήγαγαν αγαθά αξίας 143,5 δισ. δολαρίων στην Κίνα το 2024 και εισήγαγαν αγαθά αξίας 438,9 δισ. δολαρίων. Η Goldman Sachs υπολογίζει ότι στα κινεζικά εργοστάσια δουλεύουν από 10 έως 20 εκατομμύρια άτομα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των Αμερικανών καταναλωτών για τα πάντα, από οικιακά είδη, παιχνίδια έως τις πιο σύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές.

Επίσης, ενώ ένας εργαζόμενος στην αμερικανική μεταποίηση αμείβεται με περίπου 6.000 δολάρια, στην Κίνα ο μέσος μισθός είναι κοντά στα 1.100 δολάρια.

Νομίσματα και ομόλογα

Ιδιαίτερη βαρύτητα στον εμπορικό πόλεμο παίζουν και τα πανίσχυρα χρηματοοικονομικά «όπλα», όπως νομίσματα και κρατικά ομόλογα, η σημασία των οποίων έχει βρεθεί στο επίκεντρο τις τελευταίες μέρες με τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχεται το αμερικανικό ενεργητικό, αναγκάζοντας την Ουάσιγκτον να παρέμβει με παύση των δασμών για 90 ημέρες και εξαιρέσεις σε κάποιους τομείς.

Το δολάριο αποτελεί το κορυφαίο αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη, ωστόσο η αναλογία στα παγκόσμια αποθεματικά έχει καθοδική πορεία: τα τελευταία πέντε έτη έχει υποχωρήσει από το 61% στο 57%, ενώ αντίθετα το ευρώ εκπροσωπεί το 20%, διατηρώντας σταθερό το ποσοστό αυτό, σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ.

Επίσης, το ψηφιακό γιουάν συνιστά μία ακόμη μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη μείωση της εξάρτησης από το δολάριο στο διεθνές εμπόριο.

Η επιβολή δασμών από τον Τραμπ στους εμπορικούς εταίρους έχει ασκήσει τεράστια πίεση στο δολάριο, κάτι που εν μέρει αντανακλά την πιθανή απώλεια της θέσης του δολαρίου ως ασφαλούς καταφυγίου, επισημαίνουν αναλυτές.

Πολλοί κορυφαίοι επενδυτές, ωστόσο, αμφισβητούσαν παλαιότερα την ικανότητα άλλων νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ, να ανταγωνιστούν τον μακροχρόνιο ρόλο του δολαρίου ως κύριου αποθεματικού ενεργητικού ,κυρίως λόγω της τεράστιας κλίμακας των 29 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της αγοράς των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, η οποία «υποσκάπτει» την αγορά του 1,8 τρισ. ευρώ των γερμανικών κρατικών ομολόγων.

Το γιουάν

Την ίδια στιγμή, η Κίνα «καθοδηγεί» το γιουάν σε πτώση, αλλά με προσεκτικά ενορχηστρωμένο ρυθμό, καθώς η κεντρική τράπεζα επιδιώκει να αμβλύνει ορισμένες από τις οικονομικές επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου χωρίς να αποσταθεροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το Πεκίνο επιθυμεί μεν να αποδυναμώσει με ήπιο τρόπο το γιουάν, αλλά όχι να προχωρήσει σε υποτίμηση.

Η κεντρική τράπεζα της Κίνας αποκλιμάκωσε το ημερήσιο επιτόκιο αναφοράς του γιουάν για πέμπτη συνεχόμενη συνεδρίαση την προηγούμενη Τετάρτη, αλλά μετρίασε τον ρυθμό της προσαρμογής.

Μια επιπλέον ένδειξη ότι το Πεκίνο επιδιώκει να ελέγξει τον ρυθμό της πτώσης του νομίσματος, σύμφωνα με το Bloomberg, είναι ότι οι κινεζικές κρατικές τράπεζες προχώρησαν σε πωλήσεις μεγάλων ποσοτήτων δολαρίων στη χερσαία αγορά στο επίπεδο των 7,346 δολαρίων.

«Όπλο» και το αμερικανικό κρατικό χρέος

Πολύ περισσότερο, η Κίνα διακρατεί αμερικανικό κρατικό χρέος αξίας 761 δισ. δολαρίων και η πώληση μεγάλων ποσοτήτων θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις αγορές.

Τις τελευταίες ημέρες υπήρξαν φημολογίες για πωλήσεις κρατικών ομολόγων από Κίνα και Ιαπωνία, γεγονός που οδήγησε σε έντονες αναταράξεις στην αμερικανική αγορά κρατικού χρέους, κάνοντας τον Τραμπ να επανεξετάσει τη δασμολογική πολιτική του.

Πρόκειται για μια σεισμική αλλαγή, εάν σκεφτεί κανείς ότι τυπικά οι ΗΠΑ δέχονται σχεδόν 2 τρισ. δολάρια σε εισροές ξένων κεφαλαίων κάθε χρόνο, από επενδύσεις σε επιχειρήσεις, τραπεζικό δανεισμό, αλλά και ξένους επενδυτές, που αγοράζουν αμερικανικές μετοχές και ομόλογα.

Το μερίδιο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων έχει σχεδόν διπλασιαστεί από τα επίπεδα όπου βρισκόταν ακριβώς πριν από την πανδημία, στο 41%.

Οι δασμοί όμως του Τραμπ αλλάζουν τα πάντα. «Το δολάριο, το οποίο θα έπρεπε να ενισχυθεί στο περιβάλλον ενός εμπορικού
πολέμου, αποδυναμώνεται σταθερά.

Αυτό μαρτυρά ότι οι ξένοι επενδυτές πώλησαν και συνεχίζουν να πωλούν τις αμερικανικές μετοχές και να στέλνουν τα χρήματά τους αλλού» αναφέρει ανάλυση της Gabelli Funds.

Ο ρόλος του δολαρίου

«Το μεγάλο στοιχείο σταθερότητας στην πολιτική των ΗΠΑ των τελευταίων δεκαετιών είναι η προσκόλληση στον κεντρικό ρόλο του δολαρίου. Πιστεύω ότι και η κυβέρνηση Τραμπ έχει αυτή την άποψη, αλλά είναι πολύ ασυνάρτητη στον τρόπο με τον οποίο την εφαρμόζει» είπε πρόσφατα ο Βιλερουά ντε Γκαλό, διοικητής της γαλλικής κεντρικής τράπεζας.

Οι νέες εκδόσεις χρέους στην Κίνα έφθασαν τα 200 δισ. δολάρια στο πρώτο τρίμηνο και στις ΗΠΑ αναμένονται για φέτος εκδόσεις ύψους άνω του 1 τρισ. δολ.

Οι αυστηροί περιορισμοί μείωσαν τις επενδύσεις του Πεκίνου

Αναφορικά με τις επενδύσεις της Κίνας στις ΗΠΑ, γνώρισαν σημαντική πτώση το 2024, τάση που ξεκίνησε από την πρώτη θητεία
Τραμπ και συνεχίζεται εξαιτίας των πιο αυστηρών περιορισμών.

Ωστόσο, οι νέες επενδύσεις ήταν πιο στοχευμένες στην αυτοκινητοβιομηχανία, στην ενέργεια, στα ορυκτά και στα μέταλλα, εκπροσωπώντας το 80% των νέων συμφωνιών. Στοιχεία του American Enterprise Institute έδειξαν ότι οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ μειώθηκαν από τα 46,86 δισ. δολάρια το 2017 στα 7 δισ. δολάρια το 2023 και μόλις στα 860 εκατ. δολάρια στο πρώτο εξάμηνο του
2024.

Επίσης, έρευνα του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα καταδεικνύει ότι πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα επιταχύνουν τα σχέδιά τους για μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων τους στη μεταποίηση.

Επίσης, η Κίνα προσθέτει ολοένα και περισσότερες αμερικανικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευάστριας drones Skydio, στη λίστα των εξαγωγικών ελέγχων, διεύρυνε τη λίστα αναξιόπιστων οντοτήτων και έχει επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές περισσότερων ορυκτών σπάνιων γαιών, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή από smartphones και αυτοκινήτων μέχρι προηγμένων τσιπ ημιαγωγών και συστημάτων αντιβαλλιστικών πυραύλων.

Εν τω μεταξύ, αμερικανικές εταιρείες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα για τις προμήθειές τους, όπως η Walmart, έχουν κληθεί από το Πεκίνο να μην ασκήσουν πίεση στους Κινέζους προμηθευτές για μείωση των τιμών, ενώ η κρατική υπηρεσία σχεδιασμού της Κίνας είπε στις κινεζικές εταιρείες να καθυστερήσουν οποιεσδήποτε προγραμματισμένες επενδύσεις στις ΗΠΑ.

Το 2024 οι επενδύσεις αμερικανικών επιχειρήσεων στην Κίνα επηρεάστηκαν σημαντικά από τις νέες πολιτικές περιορισμού της πρώην αμερικανικής κυβέρνησης Μπάιντεν.

Στις 10 Αυγούστου 2023 ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που απαγόρευε ορισμένες νέες επενδύσεις σε
κινεζικές εταιρείες στους τομείς των ημιαγωγών, της κβαντικής πληροφορίας και της τεχνητής νοημοσύνης, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτό το μέτρο είχε ως αποτέλεσμα την εκροή κεφαλαίων από ξένες εταιρείες, οι οποίες απέσυραν πάνω από 160 δισ. δολάρια από την Κίνα σε διάστημα έξι εβδομάδων μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2023.

Επιπλέον, η Ουάσιγκτον αποτρέπει τις αμερικανικές εταιρείες στο να συναλλάσσονται με εισηγμένες κινεζικές εταιρείες χωρίς ειδικές άδειες, με Huawei και δεκάδες άλλες κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας να βρίσκονται σε αυτή τη λίστα.