Ο Τραμπ υποχρέωσε τον κόσμο ολόκληρο σε μια ξέφρενη βόλτα μέσα σε λίγες μόνο μέρες, για να κάνει τελικά τη μεγάλη ανατροπή στο θέμα των δασμών.
Στις 2 Απριλίου, παρουσίασε έναν πίνακα με «αμοιβαίους δασμούς» σε όλον τον πλανήτη, κάτι που φαινόταν να είναι μια από τις μεγαλύτερες απειλές για το παγκόσμιο εμπόριο και την οικονομία στην πρόσφατη ιστορία.
Επτά ημέρες μετά, στις 9 Απριλίου, την ίδια ημέρα που επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ αυτοί οι δασμοί, ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε μια στροφή 180 μοιρών, αποσύροντας τα περισσότερα από αυτά τα τιμωρητικά μέτρα για 90 ημέρες. Με εξαίρεση την Κίνα, όπου παραμένει ο συντελεστής 125%
Για τις υπόλοιπες χώρες, η υποχώρηση Τραμπ ήταν καλό νέο. Δίνει μια ευκαιρία για μια ανάσα στις περισσότερες από 75 χώρες που θέλουν να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ίσως και τη δυνατότητα για μια λύση που θα είναι επωφελής για όλες τις πλευρές.
Νέα ερωτήματα
Πέραν αυτού, όμως, δεν υπάρχει κάτι θετικό στα γεγονότα της εβδομάδας που πέρασε. Ο Τραμπ έχει προκαλέσει πόνο στη χώρα του και στον υπόλοιπο κόσμο που ήταν και είναι εντελώς περιττός. Το μορατόριουμ των 90 ημερών εγείρει τώρα νέα, περίπλοκα ερωτήματα. Ποιος εγγυάται ότι ο Τραμπ δεν θα αλλάξει γνώμη με την επόμενη ευκαιρία;
Ο ίδιος ο Τραμπ παραδέχτηκε την Τετάρτη ότι παίρνει αποφάσεις στο πόδι. Το ένστικτό του μπορεί να ήταν σωστό πολλές φορές στο παρελθόν, διαφορετικά δεν θα κέρδιζε δύο προεδρικές εκλογές. Αλλά το επικίνδυνο χάος που προκάλεσε, έδειξε ότι ο κόσμος στο εξής δεν θα παίρνει τοις μετρητοίς τα λόγια του;
Τι συνέβη που έκανε τον Τραμπ να κάνει μια τέτοια στροφή, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα;
Δύο σενάρια
Υπάρχουν βασικά δύο σενάρια: Το πρώτο είναι ότι ο Τραμπ αναγκάστηκε από τις αγορές να κάνει τη στροφή 180 μοιρών για να αποφύγει μια πραγματική κατάρρευση, τόσο στο χρηματιστήριο όσο και στην οικονομία.
Το δεύτερο σενάριο, που προβάλουν οι οπαδοί του Τραμπ είναι ότι η απόσυρση των δασμών ήταν μέρος μιας επιθετικής διαπραγματευτικής στρατηγικής για την άσκηση μέγιστης πίεσης στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ και την τόνωση των αμερικανικών εξαγωγών.
Ο διάσημος οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπίνι υποστηρίζει το πρώτο σενάριο: «Η αγορά -από τη Fed, λίγους συμβούλους και την πλειοψηφία του Κογκρέσου- ήταν το εμπόδιο που επέβαλε πειθαρχία στον Τραμπ και απέτρεψε μια ύφεση στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο. Η αγορά των ομολόγων και οι χρηματιστές αναδείχθηκαν και πάλι ως οι πιο ισχυροί άνθρωποι στον κόσμο !» σχολίασε ο Ρουμπινί στο Χ.
Σύμφωνα με το NBC, αυτό ήταν το «κλειδί» πάνω από όλα. Ενώ πρόθεση του Τραμπ ήταν να διατηρήσει τους δασμούς και να ξεκινήσει μια οδυνηρή πορεία που θα επέβαλλε τελικά μια νέα παγκόσμια οικονομική τάξη,συνάντησε μια απροσδόκητη αντίδραση: Ορισμένοι από τους συμβούλους «πανικοβλήθηκαν πρακτικά για την αγορά ομολόγων», αναμένοντας εκτόξευση του χρέους». Αυτό δεν συνέβη, καθώς οι επενδυτές κατάλαβαν ότι ένα τέτοιο πλήγμα στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου θα είχε αρνητικό αντίκτυπο σε όλη την αμερικανική οικονομία.
Άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ παραδέχτηκε δημοσίως πριν ένα μήνα ότι το σχέδιο ήταν ακριβώς το αντίθετο: να χρησιμοποιήσει την αγορά χρέους προς όφελός του. «Δεν θα ζητήσουμε από τη Fed να μειώσει τα επιτόκια, αλλά αντίθετα επικεντρωνόμαστε στο να επιτύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, μειώνοντας τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων», είχε πει ο Μπέσεντ.
Για την ιστορία, υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πλήρωνε περισσότερα από 949 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, μόνο για τόκους. Η φθηνότερη αναχρηματοδότηση και η αναδιάρθρωσή του χρέους είναι μία από τις φιλοδοξίες που έχει εκφράσει επανειλημμένα ο Λευκός Οίκος
Ο «κανόνας 3-3-3»
Το σχέδιό Μπέσεντ συνίστατο στον «κανόνα 3-3-3»: μείωση του ελλείμματος στο 3%, της τιμής του πετρελαίου το ίδιο και αύξηση της ανάπτυξης στο 3%.
Η εταιρεία Αpollo εκτιμά ότι κάθε αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων κατά 100 μονάδες βάσης ισοδυναμεί με μείωση του ΑΕΠ μεταξύ 0,5% και 1%. Υπό αυτή την έννοια, το αποτέλεσμα θα ήταν το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε ο Μπέσεντ.
Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πιο επιφανείς σύμβουλοι του Τραμπ που προσπάθησαν να επιβάλουν μια νέα προσέγγιση ήταν ο ίδιος ο Μπέσεντ και ο υπουργός Εμπορίου, Χάουαρντ Λούτνικ συναντήθηκαν στο Οβάλ Γραφείο με τον πρόεδρο για να τον πείσουν.
Όσον αφορά το δεύτερο σενάριο αν ήταν όλα «προγραμματισμένα», η Gavekal Research είναι ξεκάθαρη ότι η αγορά και οι απροσδόκητες οικονομικές συνέπειες, ανάγκασαν τον Τραμπ να υποχωρήσει. Σύμφωνα με την εταιρεία, όταν συνειδητοποίησε αυτή την πραγματικότητα, «ο Τραμπ έπρεπε να μειώσει δραστικά την απειλή του και τώρα ξέρει ότι αν την επαναλάβει, θα συμβεί το ίδιο».
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει η Gavekal Research, «οι επόμενες μέρες θα μπορούσαν να είναι κρίσιμες για να δούμε αν είμαστε στην αρχή μιας πλήρους ανατροπής των πολιτικών του Τραμπ ή αν πρόκειται απλώς για ένα διάλειμμα».