Οι κυβερνήσεις αναζητούν αντίποινα, οι κεντρικές τράπεζες επανεξετάζουν τις πολιτικές τους, οι επιχειρήσεις παγώνουν σχέδια και οι αγορές αντιδρούν νευρικά. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πόλεμο» των δασμών που έχει εξαπολύσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που φοβούνται ότι η κύρια επίπτωσή του θα είναι η επιστροφή του «δικέφαλου τέρατος»: του στασιμοπληθωρισμού.
Αυτά εφόσον οι δασμοί και τα αντίποινα μείνουν σε ισχύ και επεκταθούν. Παρά τις ιδιορρυθμίες του Τραμπ και την έως τώρα σκληρή στάση που τηρεί, μερίδα οικονομολόγων εκτιμά ότι τα χειρότερα θα αποτραπούν. Και τούτο γιατί πιστεύουν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποιεί τους δασμούς περισσότερο ως διαπραγματευτικό χαρτί, με στόχο να αποσπάσει από τους συμμάχους των ΗΠΑ άλλες υποχωρήσεις.
Πώς πραγματικά λειτουργούν οι δασμοί
Οι οικονομολόγοι δεν συμπαθούν τους δασμούς για διάφορους λόγους. Όπως είχε εξηγήσει σε ανάλυσή του ο Ντάνι Ρόντρικ «σε εμποδίζουν να μου πουλήσεις κάτι που εκτιμώ περισσότερο από εσένα, αφήνοντάς μας και τους δύο σε χειρότερη θέση».
Η οικονομική θεωρία αναγνωρίζει ότι αυτή η αναποτελεσματικότητα μπορεί να αντισταθμιστεί από κέρδη αλλού. Για παράδειγμα, οι δασμοί μπορεί να έχουν κάποιο θετικό αντίκτυπο στην περίπτωση αναδυόμενων βιομηχανιών, της διάχυσης γνώσης, της μονοπωλιακής ισχύος ή ανησυχιών εθνικής ασφάλειας.
Ακόμη και τότε, όμως, οι περισσότεροι προειδοποιούν πως οι δασμοί είναι ένα πολύ αμβλύ εργαλείο. Ένας εισαγωγικός δασμός είναι στην ουσία ένας συνδυασμός δύο διαφορετικών πολιτικών: ενός φόρου στην κατανάλωση του εισαγόμενου αγαθού και μιας επιδότησης για την εγχώρια παραγωγή του, με ίσο συντελεστή.
Οποιοσδήποτε οικονομικός ή μη οικονομικός στόχος μπορεί να επιτευχθεί πιο αποτελεσματικά εφαρμόζοντας αυτές τις πολιτικές ξεχωριστά και σε προσαρμοσμένα ποσοστά, στοχεύοντάς τες απευθείας στα επιθυμητά αποτελέσματα. Για τους οικονομολόγους, οι δασμοί είναι σαν ένα όπλο στραμμένο στο ίδιο σου το πόδι.
Τι επιδιώκει ο Τραμπ
Η άποψη του Τραμπ δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική, σύμφωνα με τον Ρόντρικ. «Στη δική του φαντασία, οι δασμοί μοιάζουν με έναν ελβετικό σουγιά: ένα εργαλείο που μπορεί ταυτόχρονα να διορθώσει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα, να προωθήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την καινοτομία, να στηρίξει τη μεσαία τάξη και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας στη χώρα», εξηγεί.
Η Oxford Economics πιστεύει ότι ακόμη και εάν ο Ντόναλν Τραμπ έχει όλες τις παραπάνω προσδοκίες για τον οικονομικό αντίκτυπο του όπλου αυτού, πρωτίστως προσδοκά άλλα οφέλη. Από το να ανακόψουν τις μεταναστευτικές ροές και να εντείνουν τη μάχη κατά της διακίνησης ναρκωτικών έως το να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους.
«Όπως συνέβη και στο παρελθόν είναι πιθανό και αυτή τη φορά – τουλάχιστον εν μέρει, να τους χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό εργαλείο για να πιέσει τις στοχευμένες χώρες να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους προς όφελος των ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θεωρούμε ότι η ανακοίνωση των αντίποινων δασμών απαιτεί σημαντική αναθεώρηση των προβλέψεών μας για την παγκόσμια οικονομία. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η πιο πιθανή πολιτική των ΗΠΑ θα είναι η επιβολή στοχευμένων μόνο δασμών σε οικονομίες με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα έναντι των ΗΠΑ», αναφέρει χαρακτηριστικά η Oxford Economics.
Τι θα γίνει όμως εάν μείνουν σε ισχύ οι δασμοί στις εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου, φαρμακευτικών προϊόντων, ημιαγωγών και αυτοκινήτων; Σε μία τέτοια περίπτωση, αναγνωρίζει η Oxford Economics, οι κίνδυνοι για τις αλυσίδες εφοδιασμού, ιδίως στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, θα είναι μεγάλοι. Το πλήγμα θα μπορούσε να είναι βαρύ και για τις ίδιες τις ΗΠΑ, που δεν παράγουν τις ποσότητες των ημιαγωγών, που απαιτούνται για την κατασκευή προηγμένων ηλεκτρονικών ειδών και υπολογιστών. Αυτό εφόσον δεν αναγκάσει τελικά τους παραγωγούς να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους στις ΗΠΑ.