Η ευρωπαϊκή αγορά χρέους θα είναι η πρώτη που θα φορέσει «κράνος» και στολή παραλλαγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων το 2025 θα αυξηθούν κατά 50 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο και το κόστος δανεισμού των χωρών μελών θα αυξηθεί στο μέλλον», εκτιμούν παράγοντες της αγοράς.
«Η πρόθεση των 27 να επανεξοπλιστούν, αυξάνοντας τις αμυντικές τους δαπάνες για την αντιμετώπιση των απειλών ασφαλείας στη Γηραιά ήπειρο, θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και στα ασφάλιστρα επενδυτικού κινδύνου, λόγω της σχεδόν βέβαιης πιθανότητας να αναλάβουν περισσότερο χρέος, καθώς τροποποιούνται οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για το έλλειμμα», εξηγούν στη «Ναυτεμπορική» οι ίδιες πηγές.
Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη μέλη: Τα 650 δισ. ευρώ-το 80% του συνόλου- πρέπει να προέλθουν από την αύξηση των αμυντικών δαπανών των ίδιων των κρατών και μόλις τα 200 δισ. από δάνεια της Κομισιόν, τα οποία επίσης θα πρέπει να αποπληρώσουν οι 27.
«Οι αποδόσεις των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά αντικατοπτρίζουν ήδη αυτό το κλίμα. Είναι ένας δείκτης του αναμενόμενου ποσοστού κέρδους για τους επενδυτές, αλλά είναι επίσης το κόστος που πληρώνει μια κυβέρνηση για δανεισμό. Και αυτό το ποσοστό αυξάνεται ραγδαία, παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μείωσε τα επιτόκιά της, τα οποία, θεωρητικά, θα πρέπει να μειώσουν τις αποδόσεις των ομολόγων», εξηγούν οι ίδιες πηγές.
Οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερη απόδοση για να αναλάβουν τον κίνδυνο μιας πιο χρεωμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δεκαετές γερμανικό ομόλογο είναι συχνά το σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή αγορά, επειδή αντανακλά καλύτερα τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες της οικονομικής μηχανής της ευρωζώνης. Αυτά τα χρεόγραφα έχουν αυξήσει την απόδοσή τους κατά περισσότερες από 55 μονάδες βάσης μέχρι στιγμής φέτος, φτάνοντας το 2,93% την περασμένη εβδομάδα.
Ο φόβος της αβεβαιότητας
Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση δεν ήταν τόσο ακριβή για τη Γερμανία από το 2023. «Δεδομένου ότι τα σχέδια χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής άμυνας θα επηρεάσουν τις οικονομίες για πολλά χρόνια, τα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας είναι αυτά που αυξάνουν περισσότερο την αποστροφή των επενδυτών για τον κίνδυνο, λόγω της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, που περιβάλλει την αγορά ομολόγων, που δεν θα αποπληρωθούν για χρόνια ή και δεκαετίες.
Ο φόβος της μακροπρόθεσμης αβεβαιότητας είναι τέτοιος στην ευρωζώνη, που η διαφορά μεταξύ χρέους 12 μηνών και 30ετίας είναι 120 μονάδες βάσης, σε σύγκριση με το ακριβώς αντίθετο πριν από ένα χρόνο.
«Είναι αλήθεια», λένε Ευρωπαίοι διπλωμάτες, ότι οι Βρυξέλλες θα χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες έτσι ώστε η εκταμίευση δαπανών για την άμυνα να μην υπολογίζεται στον στόχο του 3% για το έλλειμμα. Όμως τα χρήματα θα πρέπει να έρθουν από κάπου, και είναι σαφές ότι θα αυξήσουν το χρέος των ευρωπαϊκών χωρών, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν ήδη σημαντικές ανισορροπίες στους δημόσιους λογαριασμούς τους».
Θα πληγεί περισσότερο η νότια Ευρώπη
Οι επενδυτές ήδη συνυπολογίζουν τον κίνδυνο αύξησης του κόστους δανεισμού στην Ευρώπη. «Αλλά αυτό θα πλήξει περισσότερο τη νότια Ευρώπη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα έχουν τα υψηλότερα επίπεδα χρέους στην ΕΕ, που υπερβαίνουν το όριο του 100% του ΑΕΠ», αναφέρουν οι ειδικοί.
Οι χώρες του Νότου, εκτός από την Ελλάδα, έχουν επίσης τα χαμηλότερα ποσοστά αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ, γεγονός που θα τους αναγκάσει να αυξήσουν τις δαπάνες τους κατά 1,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια της Κομισιόν.
Η Ισπανία, για παράδειγμα, θα πρέπει να επενδύσει επιπλέον 24 δισεκατομμύρια ευρώ στην άμυνα έως το 2029.
«Τα ασφάλιστρα κινδύνου αντιμετώπισαν ήρεμα την ανακοίνωση της αύξησης των αμυντικών δαπανών αυτή τη φορά, αλλά η καταιγίδα θα μπορούσε να επιστρέψει στο μέλλον εάν δεν συνοδευτεί από διορθωτικά μέτρα για τις υπόλοιπες δημόσιες δαπάνες για το κράτος πρόνοιας», προσθέτουν.
Η νέα πραγματικότητα
Σε κάθε περίπτωση, τα γεωπολιτικά χαρτιά ανακατεύονται: Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ προσπαθούν να βελτιώσουν μέσω διαπραγματεύσεων τις σχέσεις με τη Ρωσία, η Ευρώπη ακολουθεί αντίθετη πορεία, κλιμακώνοντας την αντιπαράθεση με τη Μόσχα.
Ο γερμανός ειδικός σε θέματα ασφάλειας Βόλφγκανγκ Ρίχτερ, συνεργάτης στο Κέντρο Πολιτικής Ασφάλειας της Γενεύης (GCSP), υποστηρίζει μάλιστα ότι «θα ήταν πλέον λογικό να υποστηρίξουν οι Ευρωπαίοι την αμερικανική προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις, εκπροσωπώντας φυσικά τα ευρωπαϊκά και ουκρανικά συμφέροντα, χωρίς όμως να προσπαθήσουν να τις σταματήσουν».
Μετά τη στροφή 180 μοιρών των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ, «οι Ευρωπαίοι πρέπει τώρα να αποφασίσουν αν θέλουν να κάνουν το διαπραγματευτικό βήμα μαζί με τους Αμερικανούς και να τους επηρεάσουν ή να συνεχίσουν να ακολουθούν την προηγούμενη στρατηγική επί Μπάιντεν, θέλοντας ταυτόχρονα να αντισταθμίσουν ουσιαστικά την επικείμενη έλλειψη της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία».
Αλλά αυτό θα ήταν – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα – μια απλή ψευδαίσθηση. «Όσον αφορά μόνο την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, μιλάμε για πάνω από 63 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι τώρα και άλλα 50 δισ. ως οικονομική βοήθεια.
«Νομίζω ότι πρέπει να επιδείξουμε περισσότερο ρεαλισμό και να προσπαθήσουμε να τερματίσουμε αυτόν τον πόλεμο και να αποτρέψουμε να συμβεί το χειρότερο», προειδοποιεί ο Ρίχτερ.