Μπορεί η Συρία να μην είναι κορυφαίος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Μέση Ανατολή, όμως η γεωπολιτική της θέση εξηγεί τις χρόνιες συγκρούσεις στα εδάφη της.
Η Συρία προσφέρει πρόσβαση στη Μεσόγειο για πολλές «κλειστές» οντότητες που αναζητούν αγορές για τους υδρογονάνθρακες που ελέγχουν και για χώρες που αναζητούν δίοδο στην Ευρώπη χωρίς ενδιάμεσο την Τουρκία. Για τον λόγο αυτό, το Ιράν και η Ρωσία ήταν παραδοσιακά ισχυροί εξωγενείς παράγοντες που κινούσαν τα νήματα στις εμφύλιες συγκρούσεις. Τώρα, η νέα τάξη πραγμάτων μετά την πτώση Άσαντ, με κορυφαίους διεκδικητές την Τουρκία και το Ισραήλ, αλλά και τους υπόλοιπους παίκτες που ζητούν «κομμάτι της πίτας», θα αλλάξει τον γεωπολιτικό και μαζί τον ενεργειακό χάρτη της περιοχής.
Όπως δείχνουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, είναι πολύ δύσκολο να ενωθεί όλο αυτό το μωσαϊκό των διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, που κάποιες από αυτές ελέγχουν σημαντικούς ενεργειακούς πόρους. Για παράδειγμα, οι Κούρδοι, που εκπροσωπούν το 2% του πληθυσμού της Συρίας, ελέγχουν τις πετρελαιοπηγές. Η αυριανή Συρία θα μπορούσε να αναδειχθεί ως ενεργειακός κόμβος και προτιμώμενη διαδρομή για τη σύνδεση των παραγωγών φυσικού αερίου της Μέσης Ανατολής προς τις διψασμένες για φυσικό αέριο αγορές στην Ευρώπη. Η συριακή διαδρομή προς τις ευρωπαϊκές αγορές θα μπορούσε να προκύψει ως μια σοβαρή μελλοντική εναλλακτική λύση στην Τουρκία, ανάλογα πάντα με τις νέες ισορροπίες δυνάμεων που θα προκύψουν, σύμφωνα με το think tank Carnegie Europe. Όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της υποσαχάριας Αφρικής με κοινωνικο-εθνο-οικονομικές-πολιτικές-θρησκευτικές συγκρού σεις, που προέρχονται από τον ανταγωνισμό για πόρους, έτσι και στη Συρία όποιος ελέγχει την κυβέρνηση θα ελέγχει και τους πόρους του κράτους. Σήμερα, το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο, χάρη στο φυσικό αέριο.
«Άκαρπα» σχέδια
Τον Μάρτιο του 2008 ο Άσαντ σύναψε συμφωνία με το Ιράκ και το Ιράν για τη διέλευση ενός αγωγού προς τα ανατολικά, που θα ξεκινούσε από το Ιράν και μέσω Τουρκίας θα περνούσε στην Ευ ρώπη, επιτρέποντας σε αυτές τις σιιτικές χώρες πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αε ρίου. Ωστόσο, αυτός ο αγωγός, ο λεγόμενος «Περσικός», ήταν κάτι που δεν ήθελαν οι ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί γρήγορα η ιδέα.
Από την άλλη, καθώς ο Άσαντ αρνούνταν την πρόσβαση στη σουνιτική Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, τα κράτη αυτά προσπαθούσαν επί χρόνια να απομακρύνουν τον Άσαντ ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν τη Συρία και να περάσουν τον δικό τους αγωγό μέσω της Τουρκίας. Το 2009 το Κατάρ, σε συνεννόηση με Τουρκία και ΗΠΑ, παρουσίασε σχέδιο για δικό του αγωγό προς την Ευρώπη, ο οποίος θα περνούσε από Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Συρία και Τουρκία. Το απέρριψε ωστόσο ο Άσαντ, καθώς αυτό θα έβλαπτε τη Ρωσία. Το 2010, ο Άσαντ επανήλθε με άλλο σχέδιο: τον «ισλαμικό αγωγό φυσικού αερίου» που πρότεινε το Ιράν και ο οποίος θα διέσχιζε το Ιράκ και τη Συρία, καθιστώ ντας την τελευταία σημαντικό ενεργειακό κόμβο. Η Δαμασκός και η Τεχεράνη υπέγραψαν συμφωνία τον Ιούλιο του 2011, τέσσερις μήνες μετά την εκδήλωση της εξέγερσης κατά του Σύρου προέδρου. Ο σιιτικός αγωγός θα έδινε την ευκαιρία στο Ιράν να ξαναμπεί στη διεθνή αγορά και θα μείωνε την εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Ένα τέτοιο σενάριο ήταν αποτρεπτικό τόσο για τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου όσο και για τους πολιτικούς στην Ουάσιγκτον.
Οι αγωγοί στη Συρία
Ο αγωγός Αrab Gas Pipeline εξάγει φυσικό αέριο από την Αίγυπτο σε Ιορδανία, Συρία και Λίβανο, με συνολικό μήκος 1.200 χλμ. και κόστος 1,2 δισ. δολαρίων. Τον Ιούνιο του 2022 η Αίγυπτος, ο Λίβανος και η Συρία υπέγραψαν συμφωνία για τη μεταφορά 650 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ετησίως από την Αίγυπτο στο Λίβανο μέσω Συρίας. Βάσει της συμφωνίας, το φυσικό αέριο θα διοχετεύεται μέσω αγωγού στον ηλεκτρικό σταθμό Deir Ammar στο βόρειο Λίβανο, όπου μπορεί να προσθέσει περίπου 450 μεγαβάτ στο δίκτυο, που ισοδυναμεί με περίπου τέσσερις επιπλέον ώρες ηλεκτρικής ενέργειας την ημέρα.
Ο αγωγός πετρελαίου Κιρκούκ-Τσεϊχάν κατασκευάστηκε για να δώσει στο Ιράκ πρόσβαση στη Μεσόγειο μέσω της Συρίας, όταν η Iraq Petroleum Company λειτουργούσε ως μέρος του αγωγού Κιρκούκ-Χάιφα πριν από την εθνικοποίηση της εταιρείας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και τη δήμευση από τη Συρία των τμημάτων του αγωγού που διέρχονται από την επικράτειά της. Ο αγωγός άνοιξε ξανά αργότερα, μόνο για να κλείσει και πάλι από τη Δαμασκό κατά την έναρξη του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980-1988) σε μια χειρονομία αλληλεγγύης της Συρίας προς την Τεχεράνη.
Αν και ο αγωγός έκλεισε αρκετές φορές, βομβαρδίστηκε και υπέστη καταστροφές, η διαδρομή παραμένει βιώσιμη για τη μεταφορά ιρακινού αργού και πιθανώς εξαγωγών φυσικού αερίου. Το θέμα όμως είναι ότι ο αγωγός Κιρκούκ-Τσεϊχάν διέρχεται από την περιοχή Fishkhabour στην ελεγχόμενη από τους Κούρδους ζώνη του Ντοχούκ, όπου η ασφάλειά του θα μπορούσε να εξαρτηθεί από την κουρδική καλή θέληση. Οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου της Συρίας, σύμφωνα με το Reuters, είναι η Syrian Petroleum Company (SPC), η οποία ανήκει στο υπουργείο Πετρελαίου και Ορυκτών Πόρων της Συρίας, και η Al-Furat Petroleum Company, η οποία ανήκει κατά 50% στη General Petroleum Corporation και το άλλο 50% εί ναι ξένης ιδιοκτησίας.
H «ερήμωση»
Ο 13χρονος εμφύλιος πόλεμος της Συρίας ακρωτηρίασε τον ενεργειακό τομέα της χώρας, καθιστώντας τον σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από εισαγωγές από το Ιράν.
- Η Συρία δεν έχει εξαγάγει πετρέλαιο από τα τέλη του 2011, όταν τέθηκαν σε ισχύ οι διεθνείς κυρώσεις, και εξαρτάται από τις εισαγωγές καυσίμων από το Ιράν για να διατηρήσει την παροχή ρεύματος σε λειτουργία.
- Πριν από τις κυρώσεις, η Συρία παρήγε περίπου 383.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα σύμφωνα με προηγούμενη ανάλυση της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ.
- Η παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε στα 40.000 βαρέλια ημερησίως το 2023, σύμφωνα με ξεχωριστές εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Ενέργειας.
- Η παραγωγή φυσικού αερίου μειώθηκε από 8,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2011 σε 3 δισ. το 2023, σύμφωνα με εκτιμήσεις της BP και του Energy Institute.
- Η Shell και η TotalEnergies ήταν οι κύριες διεθνείς εταιρείες ενέργειας που δραστηριοποιού νταν στη χώρα.
Ποιος ελέγχει τα κοιτάσματα
Η συμμαχία των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) των Κούρδων και Αράβων πολιτοφυλακών, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Συρίας που βρίσκεται ανατολικά του Ευφράτη, συμπεριλαμβανομένων της πρώην πρωτεύουσας του Ισλαμικού Κράτους, Ράκα, και ορισμένων από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου της χώρας, καθώς και κάποια περιοχή στα δυτικά του ποταμού.
Το Block 26, το οποίο λειτουργεί από τον ενεργειακό όμιλο GulfSands Petroleum με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, στη βορειοανατολική Συρία, βρίσκεται επί του παρόντος σε κατάσταση ανωτέρας βίας λόγω των βρετανικών κυρώσεων. Η καναδική Suncor Energy ανέστειλε τις δραστηριότητές της στη Συρία το 2011. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι η αξιοποίηση της Έμπλα που βρίσκεται στη λεκάνη αερίου της Κεντρικής Συρίας και καλύπτει περισσότερα από 300.000 στρέμματα. Το κοίτασμα φυσικού αερίου παρήγε 80 εκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου την ημέρα.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις το 2018 στη ρωσική εταιρεία Evro Polis, η οποία γνωστοποίησε ότι είχε σύμβαση με την κυβέρνηση της Συρίας για την προστασία των κοιτασμάτων πετρελαίου της Συρίας με αντάλλαγμα μερίδιο 25% στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα. Πηγή από τη Μέση Ανατολή έχει αναφέρει ότι τα κοιτάσματα Έμπλα εξακολουθούν να βρίσκονται υπό ρωσικό στρατιωτικό έλεγχο.