Η αγορά συναλλάγματος γνώρισε ιδιαίτερα έντονες αναταράξεις τις τελευταίες ημέρες, καθώς το δολάριο συνεχίζει να παρουσιάζει θεαματική ισχύ έναντι του ευρώ, που έχει υποχωρήσει σε χαμηλό δύο ετών σε σχέση με το «πράσινο νόμισμα».
Παρόλο που ο Τραμπ θα αναλάβει τα καθήκοντά του σε δύο μήνες, η επιρροή του είναι ήδη αισθητή. «Η αξία του δολαρίου αυξάνεται καθώς οι επενδυτές αντιλαμβάνονται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα έχουν τον έλεγχο του Λευκού Οίκου, αλλά και στα δύο σώματα του Κογκρέσου», τονίζει ο Γκρεγκ Μέγιερ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Allianz Global Investors.
Ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν μάλιστα την πλήρη ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων. Η εξέλιξη αυτή απασχολεί οικονομολόγους, επιχειρήσεις και επενδυτές, με πιθανές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Το δολάριο «σκόνταψε» βέβαια λίγο σήμερα το πρωί στις ασιατικές αγορές, μετά τον διορισμό από τον Ντόναλντ Τραμπ του δισεκατομμυριούχου Σκοτ Μπέσεντ ως υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ που θεωρείται μετριοπαθής, ειδικός στις αγορές συναλλάγματος και χρέους και ένθερμος υπερασπιστής του ελεύθερου εμπορίου.
Ο Μπέσεντ είναι γνώριμος στη Γουόλ Στρητ και αναμένεται να μετριάσει τις πληθωριστικές πολιτικές του νέου προέδρου -φορολογικές περικοπές, δασμούς, απελάσεις μεταναστών – που πιθανόν να διατηρήσουν τα αμερικανικά επιτόκια και τις αποδόσεις των ομολόγων σε υψηλά επίπεδα.
Με τον Μπέσεντ, «οι αγορές ομολόγων και οι εταιρείες αναμένεται να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην κυβέρνηση Τραμπ: Η εμπειρία του ως έξυπνος trader θα μπορούσε να του επιτρέψει να υιοθετήσει μια πιο διαφοροποιημένη προσέγγιση στη δημοσιονομική πολιτική», λέει ο Στίβεν Ινς, αναλυτής στην SPI Asset Management. Εκτιμά μάλιστα ότι «οι δασμολογικές πολιτικές θα μπορούσαν να εισαχθούν πιο σταδιακά» και ότι η εφαρμογή τους «θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο στρατηγικών διαπραγματεύσεων» με τις άλλες χώρες.
Σε κάθε περίπτωση, εδώ και αρκετούς μήνες, το δολάριο ενισχύεται σταθερά έναντι του ευρώ, φθάνοντας σε επίπεδα που πολλοί δεν έβλεπαν να έρχονται. Στις 22 Νοεμβρίου, το ευρώ υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών, στα 1,0419 δολάρια, αν και σήμερα ανέβηκε στα 1,0478, καταγράφοντας άνοδο 0,59%
Η τάση αυτή εξηγείται πάντως σε μεγάλο βαθμό από την νομισματική πολιτική της Fed, η οποία διατήρησε υψηλά επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Οι επενδυτές, που προσελκύονται από πιο προσοδοφόρες αποδόσεις σε ομόλογα και περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια, συνεχίζουν να ευνοούν το νόμισμα των ΗΠΑ. Έτσι, ο Πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ αναμένεται να μην προχωρήσει σε νέα μείωση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο, ενώ συνολικά την επόμενη χρονιά οι περικοπές θα είναι μόλις κατά 75 μονάδες βάσης, κάτι που θα ενίσχυε έτσι τη θέση του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές.
Επιπλέον, τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία, όπως οι δείκτες τιμών καταναλωτή και οι ρυθμοί ανάπτυξης, δείχνουν ότι η οικονομία των ΗΠΑ παραμένει σχετικά εύρωστη, ακόμη και ενόψει ενός αβέβαιου παγκόσμιου πλαισίου. «Ωστόσο, η αρχική αντίδραση της αγοράς δείχνει ότι η τρελή άνοδος του δολαρίου λόγω της άφιξης του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι απίθανο να συνεχιστεί», σύμφωνα με αναλυτές της Mizuho Securities που επικαλείται το Bloomberg.
Οι δυσκολίες της ευρωζώνης
Αυτή η οικονομική σταθερότητα έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη, όπου η ανάπτυξη καταγράφει πλέον στοιχεία στασιμότητας. «Η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν θα πρέπει να παραμείνει πολύ περιοριστική για πάρα πολύ καιρό», δήλωσε μάλιστα ο Φίλιπ Λέιν, επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ στη γαλλική εφημερίδα Les Echos. «Διαφορετικά, η οικονομία δεν θα αναπτυχθεί αρκετά», προσθέτει, τονίζοντας όμως ότι η ΕΚΤ δεν θα δεσμευτεί εκ των προτέρων για τον ακριβή ρυθμό της νομισματικής χαλάρωσης.
Ο Φίλιπ Λέιν δηλώνει βέβαια αισιόδοξος για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη το επόμενο έτος, αλλά παραμένει προσεκτικός σχετικά με τις επιπτώσεις μιας πιθανής αύξησης του προστατευτισμού, λόγω της πολιτικής Τραμπ. Αν και δεν θεωρεί ότι έχει κερδηθεί η μάχη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, ο Λέιν πιστεύει ότι ο στόχος θα επιτευχθεί τον επόμενο χρόνο.
Οι συνέπειες της εξασθένησης του ευρώ
Παράγοντες της αγοράς εξηγούν στη Ναυτεμπορική ότι «η εξασθένηση του ευρώ δεν είναι χωρίς συνέπειες για την οικονομία της ευρωζώνης. Πρώτον, ένα ασθενέστερο νόμισμα κάνει τις εισαγωγές πιο ακριβές, ειδικά για τις πρώτες ύλες, οι οποίες συχνά τιμολογούνται σε δολάρια. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος παραγωγής για πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες, ιδίως στους τομείς της ενέργειας και της βιομηχανίας. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν αρκετοί παρατηρητές, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, με υψηλότερες τιμές στα καταναλωτικά αγαθά», τονίζουν οι ίδιες πηγές.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν είναι οι μόνες που υποφέρουν από αυτή την αδυναμία του ευρώ. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε επίσης να περιπλέξει τη διαχείριση του εξωτερικού χρέους για ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. «Από την άλλη πλευρά, η πτώση του ευρώ θα μπορούσε να προσφέρει πλεονέκτημα στους ευρωπαίους εξαγωγείς, οι οποίοι θα δουν τα προϊόντα τους να γίνονται πιο ανταγωνιστικά στις παγκόσμιες αγορές. Ωστόσο, αυτή η ευεργετική επίδραση περιορίζεται από το γεγονός ότι πολλοί κλάδοι αντιμετωπίζουν ήδη υψηλότερο λειτουργικό κόστος», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.
Τελικά, αν και ορισμένοι τομείς μπορεί να επωφεληθούν από την εξασθένηση του ευρώ μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών, οι αρνητικές συνέπειες για την οικονομία της ευρωζώνης είναι πιθανό να είναι βαθιές και μακροχρόνιες. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης, η αύξηση των τιμών και η πολύπλοκη διαχείριση του δημόσιου χρέους θα μπορούσαν να επιβαρύνουν σημαντικά τη μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα.
Ανησυχούν οι επιχειρήσεις
«Οι επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη φαίνεται να ανησυχούν πολύ για τους κινδύνους που ενέχουν οι δασμολογικές πολιτικές του προέδρου Τραμπ. Αυτό θα μπορούσε να επιβαρύνει ιδιαίτερα την οικονομία της ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι εξαρτάται από τη ζήτηση των ευρωπαϊκών προϊόντων στις ΗΠΑ για περίπου το 4% του ΑΕΠ» τονίζουν οι ίδιες πηγές.
Οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες και η αντίδραση της ΕΚΤ θα είναι κρίσιμη τους επόμενους μήνες για τον περιορισμό της ζημίας. Το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου, ενισχύθηκε πολύ τις τελευταίες ώρες.