Μείωση του εταιρικού φόρου από το 21% στο 15%, ειδικά για τις εταιρείες που κατασκευάζουν τα προϊόντα τους στις ΗΠΑ, είναι από τα πρώτα οικονομικά μέτρα που θα ανακοινώσει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μόλις μπει στο Οβάλ Γραφείο, στις 20 Ιανουαρίου.
Ταυτόχρονα, ο νέος πρόεδρος, έχοντας τον πλήρη έλεγχο Βουλής και Γερουσίας, αναμένεται να παρατείνει τις περικοπές στη φορολογία φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων που εγκρίθηκαν με τον λεγόμενο νόμο TCJA το 2017 – στην πρώτη θητεία του – και λήγουν στα τέλη του 2025.
«Οι φορολογικές περικοπές είναι ένα βασικό μέρος της ατζέντας του», δήλωσε στο CNBC o Στιβ Μνούτσιν, υπουργός Οικονομικών κατά την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ .«Νομίζω ότι θα πρέπει να είναι εύκολο να περάσει στο Κογκρέσο».
Πολλές οικογένειες θα χαρούν να το ακούσουν αυτό, ειδικά οι πιο πλούσιοι στη χώρα, που έχουν τα περισσότερα να κερδίσουν. Με τον νόμο του 2017, μειώθηκε ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής ατομικού εισοδήματος από 39,6% σε 37% – που ισχύει για άτομα που κερδίζουν 578.126 δολάρια και άνω. Μέχρι το 2025, αυτό μεταφράζεται σε μέση εξοικονόμηση άνω των 60.000 δολαρίων για όσους ανήκουν στο 1% των κορυφαίων εισοδημάτων, ενώ η μείωση του φόρου θα είναι λιγότερο από 500 δολάρια ετησίως για όσους ανήκουν στο 60% των αμερικανικών νοικοκυριών, σύμφωνα με το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής. «Όλα είναι στο παιγνίδι», σύμφωνα με τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Μάικ Κράπο.
Αύξηση του χρέους
Φυσικά, η παράταση των φορολογικών περικοπών οδηγεί και σε αύξηση του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, όπως ακριβώς συνέβη κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Αν και ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θα μειώσει το έλλειμμα, οι φορολογικές περικοπές έχουν προσθέσει μεταξύ 1 και 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στο ομοσπονδιακό χρέος μέχρι στιγμής.
Η εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας, όμως, θα παραμείνει ακριβή και επομένως η παράταση των περικοπών θα προσθέσει τουλάχιστον 3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2035, σύμφωνα με την Επιτροπή για τον Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό (CRFB).
Από την αλλαγή του αιώνα, το χρέος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια σε πάνω από 35 τρισεκατομμύρια δολάρια και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά ότι το χρέος θα αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ από 120% το 2024 σε 166% το 2054.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της CRFB, η κατάργηση του ανώτατου ορίου στις εκπτώσεις φόρου θα προσθέσει 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια στο χρέος την επόμενη δεκαετία και θα φέρει το συνολικό κόστος της επέκτασης των φορολογικών ελαφρύνσεων στα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με το CRFB, περίπου το 92% των φορολογικών περικοπών θα ωφελήσει το 10% των κορυφαίων εισοδημάτων.
«Αυτές είναι δημοφιλείς αλλαγές που δεν ωφελούν μόνο τους “πλούσιους”, αλλά και τον μέσο αμερικανό φορολογούμενο», αντιτάσσει ο οικονομολόγος Λόγκαν Άλεκ. «Δεδομένου ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να μην αυξήσει τους φόρους σε όσους βγάζουν λιγότερα από 400.000 δολάρια, οι Δημοκρατικοί επίσης δεν θα αντιταχθούν σε αυτές τις φορολογικές αλλαγές, γιατί αλλιώς αυτό θα φαινόταν άσχημα στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026».
Αύξηση δασμών και τιμών
Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ αναμένεται να επιβάλει δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά, που κυμαίνονται από 10% στα ευρωπαϊκά έως 60% στα κινεζικά προϊόντα. Πολλοί οικονομολόγοι λένε ότι αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της ακρίβειας. Ο Μπεν Τζόνστον, στέλεχος της Kapitus, που προσφέρει δάνεια σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, υποστηρίζει ότι «μακροπρόθεσμα αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει ορισμένες αμερικανικές μεταποιητικές βιομηχανίες, αλλά βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα αυτοί οι δασμοί πιθανότατα θα αυξήσουν σημαντικά τον πληθωρισμό και θα προκαλέσουν σημαντική αναστάτωση στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, απειλώντας πολλές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ».
Η Kapitus εκτιμά ότι οι αυξημένοι δασμοί «θα προκαλέσουν σίγουρα υψηλότερες τιμές για τους Αμερικανούς, καθώς αυξάνεται το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων, το οποίο στη συνέχεια μετακυλίεται στον καταναλωτή».
Αν και ο Τραμπ επιμένει ότι οι ξένες χώρες που παράγουν τα αγαθά θα πληρώσουν τους δασμούς, οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι ρεαλιστικό. «Αυτό όχι μόνο θα αυξήσει τον πληθωρισμό, αλλά θα μειώσει τη συνολική κατανάλωση, επιβραδύνοντας την οικονομία», λέει ο Τζόνστον.
Δύσκολη εξίσωση
Γενικά, πάντως, είναι δύσκολο να προβλεφθεί ακριβώς πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση μακροπρόθεσμα. «Μπορούμε να περιμένουμε ότι οι αμερικανικές εξαγωγές θα πληγούν από αντίποινα, μειώνοντας τη ζήτηση για αγαθά που παράγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και πωλούνται στο εξωτερικό», προσθέτει ο Τζόνστον.
Ο Ίαν Μπρέμερ, ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης Eurasia Group, πιστεύει ότι οι προτάσεις του Τραμπ θα μπορούσαν να αποδειχθούν περισσότερο ως προειδοποίηση. Ο Μπρέμερ προβλέπει ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος θα ξεκινήσει με πολύ υψηλές δασμολογικές απαιτήσεις και στη συνέχεια θα τις μειώσει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια σημαντική αύξηση των δασμών στην Κίνα θα ωθούσε τους κατασκευαστές να μεταφέρουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους σε άλλες χώρες, όπως συνέβη ήδη κατά την πρώτη θητεία Τραμπ.